Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Η στήριξη του Προέδρου Μπάιντεν στην πρόταση προσωρινής άρσης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας των εμβολίων για τον κορονοϊό χαρακτηρίστηκε από πολλούς «επανάσταση».
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί τη βαρύτητα της κίνησης Μπάιντεν, ειδικά αν αναλογιστεί ότι οι φαρμακοβιομηχανίες ήταν ένας από τους κλάδους που στήριξαν οικονομικά τις προεκλογικές του εκστρατείες μέχρι την τελική είσοδό του στον Λευκό Οίκο.
Η απόφασή του όμως δεν είναι ούτε τόσο καινοτόμος ούτε τόσο ριζοσπαστική όσο θέλουν να την παρουσιάζουν ορισμένοι. Κυρίως, αποτελεί μόνο μια μάχη σε έναν πόλεμο που θα κριθεί σε πολλά και διαφορετικά μέτωπα.
Ο Μπάιντεν συνέλαβε το μέγεθος της απειλής από την καθυστέρηση στον εμβολιασμό του παγκόσμιου πληθυσμού, όχι μόνο σε ανθρώπινο κόστος (το οποίο ποτέ δεν ήταν προτεραιότητα για τις ΗΠΑ), αλλά πρωτίστως για την παγκόσμια οικονομία. Ο Λευκός Οίκος συνειδητοποιεί έστω και αργά αυτό που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εξηγούσε από τις πρώτες ημέρες της κρίσης: Ότι αν δεν υπάρξει παγκόσμια προσπάθεια αντιμετώπισης των κρουσμάτων με μαζικό εμβολιασμό και μέτρα αυτοπροστασίας, ο ιός θα ανακυκλώνεται και θα μεταλλάσσεται. Οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη όχι μόνο δεν άκουσαν αυτή τη συμβουλή, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις παρεμπόδισαν την εξαγωγή εμβολίων προς χώρες του Τρίτου Κόσμου που δεν διαθέτουν βιομηχανία παραγωγής εμβολίων. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα μόλις το 1% των εμβολίων φτάνει σε χώρες χαμηλών εισοδημάτων. Ολόκληρη η Αφρική, με 1,2 δισεκατομμύρια κατοίκους, έχει λάβει λιγότερα εμβόλια από όσα έχει στη διάθεσή της η πολιτεία της Καλιφόρνιας, όπου ζουν 22 εκατομμύρια άνθρωποι. Αν διατηρηθούν αυτοί οι ρυθμοί, ο εμβολιασμός δεν θα ολοκληρωθεί πριν από το 2024, γεγονός που με βεβαιότητα θα οδηγήσει σε νέες μεταλλάξεις οι οποίες θα απειλούν και πάλι τις εύπορες κοινωνίες της Δύσης. Τα παραδείγματα της Ινδίας και της Βραζιλίας, υπενθύμισαν σε όλους ότι η παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει υπό αυτές τις συνθήκες.
Στην ιστορία των τελευταίων αιώνων αρκετά κράτη που βρίσκονται στον λεγόμενο πυρήνα του καπιταλιστικού κόσμου έλαβαν ανάλογες αποφάσεις, που εκ πρώτης όψεως αμφισβητούσαν τις βασικότερες αρχές του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος. Τράπεζες εθνικοποιήθηκαν ακόμη και από συντηρητικές κυβερνήσεις παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις πανίσχυρων τραπεζιτών. Κολοσσιαία δημόσια και ιδιωτικά χρέη διαγράφηκαν εν μια νυκτί παρά την οργή των δανειστών. Μονοπώλια έσπασαν, ακόμη και όταν οι ιδιοκτήτες τους ασκούσαν ασφυκτικό έλεγχο στο πολιτικό κατεστημένο. Κάθε μία από αυτές τις ενέργειες έπληττε πρόσκαιρα τα συμφέροντα ενός επιχειρηματικού κλάδου αλλά διέσωζε τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. Δεν υπάρχει τίποτα ρομαντικό ή επαναστατικό σε αυτή τη διαδικασία. Ήταν η ενδογενής ικανότητα ενός συστήματος να προστατεύει τον εαυτό του.
Στη περίπτωση της πατέντας, ο θιγόμενος, δηλαδή οι μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες της Δύσης, θα δουν ίσως την κερδοφορία τους να μειώνεται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα βγουν ζημιωμένες. Όπως έχουμε εξηγήσει, η παραγωγή των εμβολίων όχι μόνο στηρίχθηκε εν πολλοίς σε ερευνητικά προγράμματα του δημοσίου τομέα αλλά πληρώθηκε και προκαταβολικά από τα ισχυρότερα κράτη, τα οποία δαπάνησαν δισεκατομμύρια δολάρια σε συμβόλαια που εξαφάνιζαν το επιχειρηματικό ρίσκο των εταιρειών. Υπό αυτές τις συνθήκες οι πατέντες δεν αποτελούν προστασία της ερευνητικής δουλειάς των εταιρειών, αλλά κλοπή της περιουσίας εκατομμυρίων φορολογούμενων που προπλήρωσαν τα εμβόλια.
Προφανώς οι φαρμακοβιομηχανίες που παράγουν εμβόλια για τον κορονοϊό δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν αμαχητί τα υπερκέρδη τους. Τα λόμπι που χρησιμοποιούν για να καθορίζουν την πολιτική των ΗΠΑ και των ισχυρότερων κρατών της Ευρώπης, βρίσκονται τις τελευταίες εβδομάδες σε κατάσταση συναγερμού δαπανώντας εκατομμύρια δολάρια σε πολιτικούς και μέσα ενημέρωσης που προωθούν τις θέσεις τους. Στον πυρήνα των εργαλείων τους βρίσκεται ένα ψευδές επιχείρημα, το οποίο όμως θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το επόμενο διάστημα: ότι ακόμη και αν αρθούν οι πατέντες η παραγωγή δεν μπορεί να αυξηθεί καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα εργοστάσια. «Οι ελλείψεις εμβολίων δεν οφείλονται στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά σε προβλήματα στην παραγωγή και τη διανομή», υποστήριζε προ ημερών η Μισέλ Μακάρι Χιθ, πρόεδρος του ιδρύματος Biotechnology Innovation Organization, το οποίο λειτουργεί σαν λόμπι για εταιρείες όπως η Moderna, η Pfizer και η Johnson & Johnson. Στο πλευρό των φαρμακοβιομηχανιών όμως βρέθηκε και ο Μπιλ Γκέιτς, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι «δεν υπάρχουν ανενεργά εργοστάσια τα οποία με μαγικό τρόπο θα μπορούσαν να παρασκευάσουν ασφαλή εμβόλια».
Το επιχείρημα είναι απλώς ψευδές, καθώς εδώ και εβδομάδες ιδιοκτήτες βιομηχανικών μονάδων σε ολόκληρο τον κόσμο δηλώνουν ότι διαθέτουν την υποδομή για την παραγωγή των συγκεκριμένων εμβολίων. Από το Οντάριο του Καναδά μέχρι τη Ντάκα του Μπαγκλαντές, εκπρόσωποι βιομηχανιών υπόσχονται ότι θα μπορούσαν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να παράξουν έως και 800 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων ανά βιομηχανική μονάδα. Όπως εξηγούσε μάλιστα η επιστημονική συντάκτρια του Intercept, Σάρον Λέρνερ, «τα εμβόλια τύπου mRNA εταιρειών όπως η Pfizer και η Moderna, έχουν πολύ ευκολότερη διαδικασία παραγωγής σε σχέση με αρκετά άλλα εμβόλια» και συνεπώς η παραγωγή τους θα μπορούσε πολύ εύκολα να συνεχιστεί και από άλλες εταιρείες.
Σημείο κλειδί στην κατανόηση των βαθύτερων συγκρούσεων που συντελούνται αυτή τη στιγμή σε παγκόσμιο επίπεδο είναι η στάση που τήρησε ο Μπιλ Γκέιτς. Παρά το γεγονός ότι έχει δαπανήσει τεράστια ποσά από την προσωπική του περιουσία (η οποία βέβαια αυξήθηκε την περίοδο της πανδημίας) για την παροχή εμβολίων κατά του κορονοϊού, η στήριξή του στις πατέντες μαρτυρά πολλά για τον τρόπο σκέψης των πλουσιότερων ανθρώπων του πλανήτη. Ο ίδιος οφείλει την αμύθητη περιουσία που εξασφάλισε μέσω της Microsoft στα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, τα οποία αποτελούν την ραχοκοκαλιά του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος. Οι οικονομικές ελίτ τις οποίες αντιπροσωπεύει κατανοούν ότι η πανδημία απαιτεί τη λήψη έκτακτων μέτρων, αλλά φοβούνται ότι αν κάνουν σήμερα την αρχή, σύντομα θα βρεθούν αντιμέτωποι με πολίτες και κινήματα που θα αμφισβητούν τις πατέντες και σε άλλους τομείς της παγκόσμιας παραγωγής.
Είναι ακόμη νωρίς να προβλέψουμε πώς θα διαχειριστούν αυτή τη λεπτή ισορροπία, καθώς ακόμη δεν έχει σχηματιστεί σαφής εικόνα των στρατοπέδων στο εσωτερικό των οικονομικών κέντρων εξουσίας. Δεκάδες τομείς που βλέπουν την κερδοφορία τους να καταρρέει λόγω της πανδημίας (πχ. αερομεταφορείς) είναι λογικό να ασκήσουν πιέσεις για άμεση άρση της πατέντας στα εμβόλια. Διαφορετικά στρατόπεδα ενδέχεται να δημιουργηθούν ακόμη και στο εσωτερικό της παγκόσμιας φαρμακοβιομηχανίας, καθώς η πανδημία επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο την κερδοφορία τους. Ενώ παραδείγματος χάριν οι παραγωγοί των εμβολίων κατά του κορονοϊού είδαν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται, άλλες φαρμακοβιομηχανίες έχουν πληγεί οικονομικά από την πανδημία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Novartis δεν έπιασε τους στόχους κερδοφορίας για το πρώτο τρίμηνο του 2021 καθώς η χρήση μάσκας, τα λοκντάουν και τα μέτρα αυτοπροστασίας μείωσαν τις επιπτώσεις της κοινής γρίπης, χάρη στην οποία η εταιρεία πουλούσε αντιβηχικά και άλλα σκευάσματα.
Η μάχη όμως αφορά και τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστεί ενδεχόμενη άρση της πατέντας. Οι εταιρείες, παρά το γεγονός ότι έχουν προπληρωθεί για την έρευνα και την παραγωγή, θα ζητήσουν σίγουρα ανταλλάγματα. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και ο εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης σε διεθνείς οργανισμούς Υγείας, Ηλίας Μόσιαλος, είχε προτείνει να πληρώσει η ΕΕ για να αγοράσει τις πατέντες και όχι να ανοίξουν ελεύθερα σε όλους – ακόμη και αυτή η πρόταση βέβαια χλευάστηκε στη συνέχεια από τον πρωθυπουργό.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν, λοιπόν, κινήθηκε προς τη σωστή κατεύθυνση, ζητώντας την άρση των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, για να διασώσει το κυρίαρχο οικονομικό σύστημα. Μένει να δούμε ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό τη διάσωσης.