Ένα σαφές μήνυμα προς όλους τους παίκτες που αναπροσαρμόζουν τους ρόλους τους στην πολιτική σκακιέρα της Συρίας και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής θέλησε να στείλει το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος με την φρικιαστική επίθεση της πρωτοχρονιάς στην Κωνσταντινούπολη. Η ειδοποιός διαφορά δεν ήταν ο αριθμός των θυμάτων ή η μέθοδος που ακολούθησε ο δράστης αλλά το γεγονός ότι η οργάνωση δεν στρέφεται πλέον εναντίον Κούρδων, Αλεβιτών και ομάδων της αριστεράς αλλά χτυπά τα σύμβολα του τουρκικού κατεστημένου.
Σχεδόν μια εβδομάδα μετά την επίθεση και ενώ οι τουρκικές αρχές δήλωσαν ότι έχουν ταυτοποιήσει το δράστη, αρκετά ερωτήματα για το περιστατικό παρέμεναν αναπάντητα. Η πρεσβεία των ΗΠΑ είχε προειδοποιήσει τους πολίτες της να μην γιορτάσουν την πρωτοχρονιά σε πολυσύχναστα μέρη. Την ίδια στιγμή τουλάχιστον 25.000 αστυνομικοί περιπολούσαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης καθώς η εθνική υπηρεσία πληροφοριών (MIT) είχε λάβει προειδοποιήσεις για ενδεχόμενο χτύπημα του Ισλαμικού Κράτους την ημέρα των γιορτών. Παρόλα αυτά ο δράστης κατάφερε να χτυπήσει στον πιο προβλεπόμενο στόχο της τουρκικής μεγαλούπολης: το νυχτερινό κέντρο Ρέινα σύμβολο εδώ και δεκαετίες της νυχτερινής διασκέδασης για τους λεγόμενους «λευκούς Τούρκους», δηλαδή μεσοαστικά και μεγαλοαστικά τμήματα της κοσμικής Τουρκίας.
Καμία θεωρία συνωμοσίας, όμως από αυτές που φαίνεται να προωθεί και το καθεστώς Ερντογάν, δεν πρέπει να μας απομακρύνει από τη μία και μοναδική αλήθεια της επίθεσης. Η Τουρκία δέχθηκε για άλλη μια φορά αυτό που οι μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών αποκαλούν blowback : ομάδες εξτρεμιστών, οι οποίες στο παρελθόν απολάμβαναν την στήριξη ή τουλάχιστον την ανοχή του κρατικού μηχανισμού, δαγκώνουν κάποια στιγμή το χέρι που τις τάιζε. Το γεγονός ότι η Τουρκία διαθέτει μεγάλο αριθμό πυρήνων του ISIS στο έδαφός της, οι οποίοι μπορεί να ενεργοποιούνται με μεγάλη ευκολία, οφείλεται στο γεγονός ότι ΗΠΑ σε συνεργασία με τον Ερντογάν, είχαν μετατρέψει τη χώρα σε περιοχή εφορμήσεων και ανεφοδιασμού του Ισλαμικού Κράτους.
Η απώλεια ελέγχου των συγκεκριμένων εξτρεμιστικών στοιχείων έχει ξεκινήσει εδώ και περίπου δυο χρόνια αλλά οι τουρκικές αρχές είχαν αντιδράσει με καθυστέρηση και αναποτελεσματικά. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ της Τουρκίας δεν είχαν ιδιαίτερο πρόβλημα όταν τα τέρατα που δημιούργησε η πολιτική τους στρέφονταν εναντίον των Κούρδων και αριστερών οργανώσεων – ας μην ξεχνάμε η πλέον πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στην ιστορία της χώρας, με 109 νεκρούς, σημειώθηκε τον Οκτώβριο του 2015 εναντίον συγκέντρωσης ειρήνης στην Άγκυρα.
Ακόμη και όταν ήταν πλέον σαφές ότι το Ισλαμικό Κράτος όχι μόνο απογαλακτίστηκε από τους παλιούς φίλους του αλλά άρχισε να στρέφεται και εναντίον της, η Τουρκία αρνούνταν να αντιδράσει στις προκλήσεις. Όπως σημείωνε προ ημερών ο αναλυτής και συγγραφέας, Χουάν Κολ, «υπήρξαν κατηγορίες ότι η Τουρκία επέτρεπε την παρουσία δυνάμεων του ISIS στα σύνορά της με τη Συρία προκειμένου να διασπά την περιοχή που είχαν υπό τον έλεγχό τους οι Κούρδοι». Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζε ότι δεν θα επιτευχθεί η ένωση με ομάδες Κούρδων του Βορείου Ιράκ. Η αδράνεια της Άγκυρας στις κλιμακούμενες επιθέσεις εναντίον του Κομπάνι, ήταν ίσως το χαρακτηριστικότερο δείγμα γραφής της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής για την περιοχή.
Καθώς όμως οι παλιές ισορροπίες μεταξύ Ουάσιγκτον, Άγκυρας και ισλαμιστών εξτρεμιστών ανατρέπονται, ξεκινά ένα ντόμινο αλυσιδωτών αντιδράσεων – με τις τρομοκρατικές επιθέσεις να αποτελούν την πλέον εμφανή έκφανσή τους. Όταν πλέον η Άγκυρα εγκατέλειψε οριστικά τα σχέδια ανατροπής του Άσαντ και συνασπίστηκε με τη Ρωσία και το Ιράν, ήταν θέμα χρόνου έως τη στιγμή που το ISIS θα χτυπούσε πλέον την πολιτική και πολιτισμική καρδιά και όχι την περιφέρεια του τουρκικού κράτους. Καθώς μάλιστα οι διαπραγματεύσεις για μια σταθερή εκεχειρία έμπαιναν στην τελική ευθεία, με στόχο την πραγματοποίηση διεθνούς διάσκεψης στα τέλη Ιανουαρίου, το ISIS ήθελε να στείλει ένα ηχηρό μήνυμα ότι είναι ακόμη παρών.
Ενώ λοιπόν είναι πλέον πολύ πιθανό το Ισλαμικό Κράτος να χάσει το σύνολο των εδαφικών του κτήσεων μέσα στο 2017, λόγω της συντονισμένης επίθεσης Ρωσίας, Τουρκίας, Ιράν και του καθεστώτος Άσαντ, ισχυροί πυρήνες μπορούν να συνεχίσουν να σπέρνουν τον τρόμο σε μεγάλα αστικά κέντρα και στην Τουρκία. Η οργάνωση έχει αποδείξει την ικανότητά της να επιβιώνει και χωρίς ένα εδαφικό σημείο που θα λειτουργεί σαν κέντρο επιχειρήσεων. Είναι μάλιστα πιθανό όσο χάνει τη βάση του το Ισλαμικό Κράτος να επιδιώκει για ορισμένο διάστημα περισσότερα τρομοκρατικά χτυπήματα που θα του προσφέρουν δημοσιότητα.
Η συγκεκριμένη κατάσταση δεν είναι φυσικά άγνωστη για την Τουρκία η οποία ήδη από τα χρόνια του Κεμάλ Ατατούρκ χρησιμοποιούσε κατά διαστήματα εξτρεμιστικές και παραστρατιωτικές οργανώσεις, που κρύβονταν πίσω από ισλαμικές σημαίες, για να προωθεί συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους. Ακόμη και η διπλή βομβιστική επίθεση του 2003 στο βρετανικό προξενείο και την τράπεζα HSBC αποτελούσε τον απόηχο της βοήθειας που προσέφερε, από τη δεκαετία του 80, το στρατιωτικό κατεστημένο σε εξτρεμιστικές ομάδες που συμπορεύονταν στον πόλεμο εναντίον των Κούρδων και της τουρκικής αριστεράς. Σήμερα, το καθεστώς Ερντογάν, ως διάδοχο σχήμα των στρατηγών θα εκμεταλλευτεί τις επιθέσεις για να ενισχύσει την κυριαρχία του στην κοινωνία και σε αντίπαλα κέντρα εξουσίας. Η επιμήκυνση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης είναι απλώς ένας προάγγελος του συνεχούς πραξικοπήματος που υπόσχεται για την χώρα.
Παρόλα αυτά θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να ελέγξει την σταθερότητα ενός συστήματος που βάλλεται από διαφορετικές πλευρές και για διαφορετικούς λόγους. Δυο από τους σημαντικότερους παίκτες αυτής της αντιπαράθεσης, δηλαδή οι ΗΠΑ και το Ισλαμικό Κράτος, δεν πρόκειται να μείνουν με σταυρωμένα χέρια καθώς βλέπουν τις προσπάθειές τους για τον έλεγχο της περιοχής να καταρρέουν.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα Πριν – 7/1/2017