Καθώς οι θερμοκρασίες σε όλο τον πλανήτη αυξάνονται, οι αμερικανικές πόλεις δείχνουν με τον πιο εμφανή τρόπο ότι o υδράργυρος ανεβαίνει περισσότερο στις φτωχότερες γειτονιές. Η σκιά γίνεται προνόμιο για λίγους και οικονομικά ισχυρούς.
Τα τελευταία χρόνια το προσωπικό στο τηλεφωνικό κέντρο επειγόντων περιστατικών στο Ρίτσμοντ των ΗΠΑ έκανε μια περίεργη παρατήρηση: υπήρχε ένας ταχυδρομικός κωδικός, που αντιστοιχούσε στη συνοικία Γκίλπιν, από όπου γίνονταν οι περισσότερες κλήσεις για περιστατικά θερμοπληξίας.
Η εξήγηση στο περίεργο αυτό φαινόμενο άρχισε να δίνεται το 2016, όταν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της πόλης ψηφιοποίησαν πολεοδομικούς χάρτες της δεκαετίας του 1930. Σε αυτούς, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση κατέτασσε κάθε γειτονιά ανάλογα με την «επικινδυνότητά» της – ευφημισμός που χρησιμοποιούνταν για να περιγράφονται οι περιοχές με τον μεγαλύτερο πληθυσμό μεταναστών και μαύρων. Αφού χάρασσε κόκκινες γραμμές πάνω σε έναν χάρτη (με τον ίδιο τρόπο που οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες μοίραζαν περιοχές της Αφρικής και της Ασίας), η κυβέρνηση μείωνε τις κρατικές επιδοτήσεις και τις εγγυήσεις ενυπόθηκων δανείων για τις γειτονιές που θεωρούνταν επικίνδυνες.
Το αποτέλεσμα ήταν να μειώνονται όχι μόνο οι δημόσιες αλλά και οι ιδιωτικές επενδύσεις και τα δάνεια των τραπεζών. Συγκρίνοντας αυτούς τους χάρτες με σύγχρονα δορυφορικά δεδομένα ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι «επικίνδυνες» ζώνες της δεκαετίας του ’30 σήμερα παρουσιάζουν αισθητά υψηλότερες θερμοκρασίες από άλλα σημεία της πόλης, με διαφορά που μπορεί να ξεπερνά και τους 15 βαθμούς Κελσίου. Οι θερμικοί χάρτες της NASA απεικονίζουν και τον θεσμικό ρατσισμό του περασμένου αιώνα.
Στην ουσία του βέβαια το πρόβλημα δεν είναι φυλετικό αλλά πρωτίστως ταξικό. Έρευνα που πραγματοποίησε πριν από δύο χρόνια το κρατικό ραδιόφωνο των ΗΠΑ σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ, έδειξε ότι όσο φτωχότερη είναι μια γειτονιά στις ΗΠΑ τόσο υψηλότερες είναι οι θερμοκρασίες που σημειώνει σε σχέση με την υπόλοιπη πόλη.
Στις πλούσιες περιοχές οι κάτοικοι έχουν την οικονομική και πολιτική ισχύ να πιέσουν τις Αρχές να αυξήσουν τους χώρους πρασίνου και κυρίως τα δέντρα στα πεζοδρόμια, τα οποία λειτουργούν σαν φυσικό σκίαστρο και μειώνουν τη θερμοκρασία χάρη στην εξάτμιση νερού από τα φύλλα τους. Παράλληλα η διαρκής ιδιωτικοποίηση του δημόσιου χώρου σημαίνει ότι το μεγαλύτερο τμήμα των αστικών δεντροφυτεύσεων περνά στα χέρια πολιτών και εταιρειών real estate. Στις περιοχές των πλουσίων υπάρχει πάντα χώρος και χρήμα για τη συντήρηση δέντρων – κάτι που θεωρείται πολυτέλεια για τα υποβαθμισμένα γκέτο των φτωχών.
Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται βέβαια σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο εδώ και δεκαετίες (αρκεί να μετρήσει κανείς τα δέντρα στις υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας και στην Εκάλη για να το καταλάβει). Στις ΗΠΑ όμως η σκιά έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε έναν από τους σημαντικότερους δείκτες κοινωνικής ευμάρειας… και δεν σχετίζεται μόνο με τα δέντρα.
Όπως παρατηρούσε πρόσφατα ο Αμερικανός δημοσιογράφος Σαμ Μπλοκ, οι φτωχότερες περιοχές του Λος Αντζελες δεν έχουν απλώς λιγότερα δέντρα αλλά και λιγότερες στάσεις λεωφορείων με στέγαστρο, όπου οι επιβάτες μπορούν να βρουν καταφύγιο τις καυτές μεσημβρινές ώρες. Το συγκεκριμένο πρόβλημα ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 όταν οι μαζικές ιδιωτικοποιήσεις της κυβέρνησης Ρίγκαν έδωσαν σε ιδιώτες (και συγκεκριμένα σε διαφημιστικές εταιρείες) ακόμη και τις στάσεις των λεωφορείων.
Οι διαφημιστές κατασκεύαζαν στέγαστρα, για να μπορούν να τοποθετούν μεγάλες αφίσες προϊόντων, μόνο στις πιο εύπορες περιοχές όπου τα έσοδα από τις διαφημίσεις ξεπερνούσαν το κόστος συντήρησης των στάσεων. To κωμικοτραγικό αποτέλεσμα, εξηγεί ο Σαμ Μπλοκ, είναι ότι σήμερα στις περιοχές όπου δεν υπάρχουν στέγαστρα οι επιβάτες περιμένουν παρατεταγμένοι ο ένας πίσω από τον άλλο σαν κούκλες μπάμπουσκα, ώστε οι πιο ψηλοί και ευτραφείς να προσφέρουν λίγη σκιά στους πιο μικρόσωμους. Όσο για τον πρώτο στη σειρά, είτε είναι καταδικασμένος να υποστεί τον καυτό ήλιο είτε πρέπει να αναζητήσει την ελάχιστη σκιά που προσφέρει μια πινακίδα της Τροχαίας ή μια κολόνα τηλεπικοινωνιών.
Όπου όμως δεν αφαιρούσε τις σκιές ο ιδιωτικός τομέας, ερχόταν το κράτος για να επαναφέρει τον ρατσισμό της δεκαετίας του ’60 με νέες μορφές. Σε πολλές υποβαθμισμένες περιοχές η αστυνομία ζητούσε να κοπούν δέντρα και να απομακρυνθούν κατασκευές που πρόσφεραν σκιά ώστε να έχουν καλύτερη ορατότητα οι κάμερες παρακολούθησης. Παράλληλα, στο όνομα του νόμου και της τάξης, αφαιρούνταν παγκάκια και δέντρα από τα ελάχιστα πάρκα, τα οποία έπρεπε να μη λειτουργούν σαν χώροι συνάθροισης αλλά μόνο σαν χώροι διέλευσης των πολιτών (ό,τι έκανε δηλαδή ο Δήμος Αθηναίων στην πλατεία Βικτωρίας). Το «πανοπτικόν» του αμερικανικού κράτους-χωροφύλακα απαιτούσε ελεύθερη ορατότητα και συνεπώς λιγότερες «σκιώδεις» περιοχές.
Οι επιπτώσεις όμως από τις υψηλότερες θερμοκρασίες και την έλλειψη σκιάς στις πιο υποβαθμισμένες συνοικίες των αμερικανικών πόλεων μετριούνται πλέον σε ανθρώπινες ζωές. Το καλοκαίρι του 2018, όταν ο υδράργυρος στη Βαλτιμόρη κόλλησε για ημέρες στους 40 βαθμούς Κελσίου, οι κλήσεις για ασθενοφόρα δεν αυξήθηκαν μόνο για περιστατικά θερμοπληξίας.
Τα επείγοντα περιστατικά δέχτηκαν 70% περισσότερους ασθενείς με χρόνια παρεμποδιστική πνευμονική πάθηση (COPD) και 80% περισσότερα περιστατικά καρδιακών επεισοδίων ενώ διπλασιάστηκαν και οι περιπτώσεις υψηλής πίεσης. Η αφόρητη ζέστη των φτωχών μεταφράζεται επίσης σε περισσότερες και ισχυρότερες περιπτώσεις αλλεργιών αλλά και γενικότερη φυσική εξάντληση. Αν και ζούσαν στην ίδια πόλη, οι πλούσιοι αντιμετώπιζαν απλώς μια ζεστή ημέρα ενώ οι φτωχοί ζούσαν στην Κόλαση του Δάντη.
Info: Διαβάστε
«Η σκιά της σκιάς» του Paco Ignacio Taibo II (εκδ. Άγρα)
Ένα (ολοκληρωτικά άσχετο με το θέμα μας) βιβλίο που προτείνουμε για την παραλία. Η στήλη θα απουσιάσει για δύο εβδομάδες. Καλό Καλοκαίρι.