του Νίκου Γουρλά
Πηγή: ΚΟΜΜΟΝ
Ο Άδωνις στις καθημερινές γύρες του στα κανάλια προβάλει ως κυρίαρχο λόγο για την ψήφιση του νομοσχεδίου για τα εργασιακά, ότι αυτή είναι η κατάσταση που υπάρχει ήδη στην αγορά εργασίας. Κι εμείς τη θεσμοθετούμε, εφαρμόζοντας την κοινοτική οδηγία 2019/1152 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με το νομοσχέδιο η κυβέρνηση, στην αρχή της δεύτερης θητείας της, βάζει σε πλήρη εφαρμογή τα σχέδια του Χατζηδάκη που υλοποιούν τις απαιτήσεις χρόνιων αιτημάτων μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων κατά κύριο λόγο στην εστίαση τον τουρισμό, αλλά και μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών. Το παρουσιάζει μάλιστα σαν μεγάλη παροχή στους εργαζόμενους που επιτέλους θα μπορούν να δουλεύουν νόμιμα 12 ώρες που αν συνυπολογιστεί ο χρόνος μετακίνησης και οι απαιτήσεις για τσάμπα απλήρωτη εργασία είτε στον ένα εργοδότη είτε στον άλλο θα φτάνουν και θα ξεπερνούν και τις 16 ώρες όσο αρχικά είχε πει πριν το ανασκευάσει ο υπουργός.
Η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο αυτό νομιμοποιεί τον υπάρχοντα εργασιακό μεσαίωνα μετατρέποντάς τον σε «κανονικότητα». Εφαρμόζει την ελαστικοποίηση που δεν γνωρίζει όρια, την κλοπή των υπερωριών, τα εξοντωτικά ωράρια, το ξύλο από τα ΜΑΤ και τα πρόστιμα των 5.000 σε απεργούς και αλληλέγγυους όταν θα υπερασπίζονται το δικαίωμα της περιφρούρησης της απεργίας. Όλα αυτά και πολλά αλλά θα είναι το σύγχρονο εργασιακό τοπίο ιδιαίτερα για τους νέους εργαζόμενους.
Με το γνωστό του θράσος ο Άδωνις Γεωργιάδης διαστρέφοντας την πραγματικότητα εμφανίζει την πολλαπλή απασχόληση ως «επιλογή» του εργαζόμενου, λέγοντας ότι «εάν το επιθυμεί ναι. Δική του απόφαση είναι αυτή, όχι δική μου»! Φυσικά δεν είναι επιλογή κανενός εργαζόμενου να δουλεύει 12, αλλά ακόμα και 10 ώρες με απλήρωτες υπερωρίες, όπως θέσπισε ο νόμος Χατζηδάκη. Οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να το κάνουν γιατί οι μισθοί είναι άθλιοι και δεν φτάνουν για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες τους. Κι αυτό φαίνεται ολοκάθαρα από τα στοιχεία του ΕΦΚΑ που έδειξαν ότι πάνω από 1 στους 4 εργαζόμενους παίρνουν λιγότερα από τον κατώτατο μισθό και ότι ο μέσος μισθός για το σύνολο των εργαζομένων μετά βίας φθάνει τα 1.000 ευρώ μεικτά. Δηλαδή κάτω από 860 ευρώ καθαρά, που δεν φτάνουν για να καλυφθούν οι βασικές ανάγκες όταν τα μισά και παραπάνω θα πρέπει να δοθούν για ενοίκιο. Επιπλέον, με τις τόσες ώρες δουλειάς οι εργαζόμενοι εξουθενωμένοι από τη δουλειά και τις μετακινήσεις θα είναι ακόμα περισσότερο ευάλωτοι σε εργατικά ατυχήματα και άλλες επαγγελματικές ασθένειες, όταν μάλιστα οι ελεγκτικοί μηχανισμοί είναι ανύπαρκτοι μετά τη διάλυση του ΣΕΠΕ.
Συμβάσεις «ευκαιρίας» κατά πως βολεύουν τους εργοδότες
Βασική επιδίωξη του νομοσχεδίου είναι να νομιμοποιήσει παραπέρα την ελαστικοποίηση της εργασίας και κάθε άλλη μορφή ευέλικτης εργασίας με μοναδικό προαπαιτούμενο να ενημερώνεται έγκαιρα ο εργαζόμενος από τον εργοδότη του για τους όρους της κατά παραγγελία σύμβασης, δηλαδή τη διάρκεια εργασίας, την έναρξη, τη λήξη, τον τόπο εργασίας, την αμοιβή και τον τρόπο αμοιβής. Αυτές θα είναι οι νέες μορφές συμβάσεων για εργαζόμενους που απασχολούνται με «ακαθόριστες μορφές απασχόλησης», όπως είναι οι συμβάσεις εργασίας μηδενικών ωρών και οι κατά παραγγελία συμβάσεις. Αυτής της μορφής συμβάσεις εργασίας εφαρμόστηκαν πρώτα το 1998 στη Μ. Βρετανία από την κυβέρνηση Μπλερ και στη συνέχεια εξαπλώθηκαν σε Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στην Γερμανία μάλιστα προωθούνται μέσω των κρατικών γραφείων ευρέσεως εργασίας ως μέσο πίεσης σε μακροχρόνιους ανέργους για να δεχθούν την συγκεκριμένη σχέση εργασίας και στην περίπτωση που αρνηθεί κάποιος τότε του περικόπτεται και το επίδομα ανεργίας. Η συγκεκριμένη πρακτική είναι θέμα χρόνου να την εφαρμόσει ο Άδωνις επικαλούμενος την ευρωπαϊκή εμπειρία που θα τιμωρεί τους «τεμπέληδες» ανέργους που αρνούνται το καθεστώς δουλείας το οποίο επιβάλουν οι συγκεκριμένες συμβάσεις. Είναι συμβάσεις χωρίς συγκεκριμένα ωράρια και αμοιβές, ενώ ο εργαζόμενος ενημερώνεται, στην καλύτερη περίπτωση, μόλις 24 ώρες νωρίτερα για το πού θα δουλέψει, πόσες ώρες και με ποια αμοιβή. Όπως όμως γνωρίζουμε, ακόμα και αυτές οι δήθεν δικλίδες προστασίας πχ. των 24 ωρών, σε καμία περίπτωση δεν θα εφαρμόζονται όταν οι εργοδότες γνωρίζουν καλά ότι οι εργαζόμενοι δεν θα μπορούν να αρνηθούν αν ειδοποιηθούν ένα τρίωρο πριν. Με αυτές τις συνθήκες ο εργαζόμενος δεν θα μπορεί να έχει προσωπική και οικογενειακή ζωή αφού θα είναι υποχρεωμένος να είναι συνεχώς σε αναμονή για το μεροκάματο.
Η αβεβαιότητα του να μην γνωρίζεις πότε θα εργαστείς, εάν είναι νύχτα ή μέρα, πόσες ώρες θα εργαστείς, το να είσαι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμος για τον εργοδότη κυριολεκτικά σου διαλύει τη ζωή, η εργατική δύναμη ευτελίζεται και απαξιώνεται. Όπως αναφέρεται σε έρευνα που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο theconversation, οι συμβάσεις μηδενικών ωρών έχουν τεράστιο ψυχικό και σωματικό κόστος για τους εργαζόμενους, δημιουργούν προβλήματα άγχους, στρες και κατάθλιψης.
Αυτό τελικά είναι το μοντέλο εργαζόμενου που επιδιώκουν, το οποίο δεν αφορά μόνο κάποιους κλάδους πχ. εστίαση και τουρισμό, αλλά και πολλούς άλλους μεταξύ αυτών και τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, όπως καταγγέλλει η ΟΙΕΛΕ: «Με οργή και κατάπληξη χιλιάδες ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί πληροφορήθηκαν σήμερα από δημοσιεύματα του Τύπου ότι το υπουργείο Εργασίας ετοιμάζει την οριστική ισοπέδωση των εργασιακών σχέσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Καθιερώνει συμβόλαια παραγγελίας (μηδενικών ωρών ή on demand), το οποίο σημαίνει ότι μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών σε Ιδιωτικά Σχολεία, Φροντιστήρια και Κέντρα Ξένων Γλωσσών δεν θα έχουν σταθερή εργασιακή σχέση, αλλά θα βρίσκονται στη διάθεση του εργοδότη για να δουλέψουν κάποιες ώρες ή ημέρες».
Επιπλέον, επεκτείνεται η δοκιμαστική περίοδος της μαθητείας για του νέους εργαζόμενους από δύο σε έξι μήνες. Αυτή η ρύθμιση είναι η εφαρμογή μιας ακόμα απαίτησής της μεγάλων επιχειρήσεων που θα μπορούν άνετα πια να ανακυκλώνουν εργαζόμενους για μεγαλύτερο διάστημα από αυτό των δύο μηνών που υπήρχε μέχρι σήμερα.
Επανέρχεται η 6ήμερη εργασία για όλους τους κλάδους των επιχειρήσεων πηγαίνοντας μας πιο πίσω και από τη δεκαετία του 1980. Οι καθησυχαστικές διευκρινήσεις της κυβέρνησης ότι αυτό θα αφορά μόνο «έκτακτες ανάγκες» των επιχειρήσεων δεν πείθουν στο ελάχιστο, αφού οι εργαζόμενοι από την εμπειρία τους γνωρίζουν ότι δεν υπάρχει κανένας κρατικός μηχανισμός που να ελέγχει αν πράγματι είναι έκτακτες οι ανάγκες, παρά μόνο η δήλωση του εργοδότη. Η ρύθμιση αυτή, κατά την πάγια τακτική της κυβέρνησης, είναι η προετοιμασία του εδάφους για την ολική επαναφορά της εξαήμερης εργασίας όταν όλο και περισσότερες επιχειρήσεις θα επικαλούνται «έκτακτες ανάγκες». Τότε θα προχωρήσει σε νομοσχέδιο που θα την καθιερώνει ισχυριζόμενη, όπως και με τη δωδεκάωρη εργασία, ότι «αυτή είναι η κατάσταση στην αγορά εργασίας».
Η κυβέρνηση ρίχνει το γάντι στα συνδικάτα με το νομοσχέδιο Γεωργιάδη αφού αντιμετωπίζει την απεργία, τους απεργούς και τους αλληλέγγυους περίπου ως εγκληματίες! Στο άρθρο 31 αναφέρεται ότι όποιος συμμετέχει στην περιφρούρηση της απεργίας θα έχει ποινικές ευθύνες και θα τιμωρείται τουλάχιστον με φυλάκιση 6 μηνών και με χρηματική ποινή 5.000 ευρώ! Αν μάλιστα το ξανακάνει η παραπάνω ποινή θα διπλασιάζεται.
Η βασικότερη επιδίωξη της κυβέρνησης με αυτό το νομοσχέδιο δεν είναι φυσικά η προστασία των εργαζομένων από την μαύρη εργασία ούτε ότι θα βάζει το κράτος στα ταμεία του 3, 4 ένσημα παραπάνω, που είναι αμφίβολο αν θα τα παίρνει και αυτά. Το πιο σοβαρό είναι ότι με αυτές τις ρυθμίσεις μπαίνουν οι βάσεις για την πλήρη απαξίωση των ΣΣΕ, όταν χρόνο με τον χρόνο οι επιχειρήσεις ιδιαίτερα σε εστίαση, τουρισμό, αλυσίδες σούπερ μάρκετ, πολυκαταστήματα, ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς κ.λπ., τις κατά «παραγγελία συμβάσεις» θα τις εφαρμόζουν σαν κύρια μορφή σύμβασης.
Από αυτή την άποψη σε σχετικά μικρό διάστημα θα διαμορφωθεί ένας νέος τύπος εργαζόμενου που η επιβίωσή του θα εξαρτάται από τις πολλές ώρες δουλειάς σε διαφορετικούς εργοδότες και θα βρίσκεται σε μόνιμο καθεστώς ανασφάλειας. Αυτή η κατάσταση, σε συνδυασμό με την ακρίβεια και τις περικοπές των κοινωνικών δαπανών, θα διαμορφώνουν ένα νέου τύπου εξαθλιωμένο πρεκαριάτο, που χρόνο με τον χρόνο θα αυξάνεται. Η προοπτική περαιτέρω ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων θα πρέπει να προβληματίσει τα συνδικάτα που θα πρέπει να βρουν τρόπους προσέγγισης αυτής της κατηγορίας εργαζομένων, γιατί είναι γνωστό ότι η ακροδεξιά και οι φασίστες αξιοποιούν τις διαμορφούμενες συνθήκες για να χύσουν το δηλητήριο του φασισμού και του ρατσισμού.
Στο βιβλίο του Γκάι Στάντινγκ, «Το Πρεκαριάτο – η νέα επικίνδυνη τάξη» (εκδόσεις Τόπος) που γράφτηκε το 2011, γίνεται μια πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του φαινομένου που και στη χώρα μας μεγαλώνει χρόνο με τον χρόνο εξ αιτίας της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και της κατάργησης των συμβάσεων.