Από τις Εκδόσεις Τόπος κυκλοφόρησε πρόσφατα το βιβλίο «Βσέβολοντ Μέγερχολντ. Για το Θέατρο». Περιλαμβάνει τα πιο σημαντικά δοκίμια του κορυφαίου σοβιετικού σκηνοθέτη, μαζί με ένα εκτενές εισαγωγικό δοκίμιο της θεατρολόγου Μαρίας Σικιτάνο. Προλογίζει ο σκηνοθέτης της ομάδας «Σημείο Μηδέν» Σάββας Στρούμπος.
Ο Βσέβολοντ Μέγερχολντ υπήρξε ένας μεγάλος ανακαινιστής του σοβιετικού και παγκόσμιου θεάτρου. Επιφανής σκηνοθέτης και θεωρητικός, επηρέασε ισχυρά με τις ιδέες του για τη Ζωική Μηχανική, το γκροτέσκο και το στιλιζάρισμα την τέχνη της υποκριτικής στον 20ό αιώνα. Ταυτόχρονα η πορεία και η δημιουργική του πρακτική συνδέθηκε άρρηκτα με την Οκτωβριανή Επανάσταση, από την οποία άντλησε έμπνευση για τον καινοτόμο ριζοσπαστισμό του. Το έργο του παρείχε με τη σειρά του ώθηση σε μεγάλους δημιουργούς όχι μόνο του θεάτρου αλλά και του κινηματογράφου, όπως οι Στανισλάφσκι, Μαγιακόφσκι, Μπρεχτ, Κουλέσοφ, Αϊζενστάιν.
Στην παρούσα συλλογή ο αναγνώστης θα βρει τα πιο σημαντικά, αδημοσίευτα στα ελληνικά, δοκίμια του Μέγερχολντ της περιόδου μετά το 1917, καθώς και μερικά από τα πρότερα γραπτά του σε νέες μεταφράσεις. Σε αυτά τα δοκίμια καθρεφτίζεται η προοδευτική ανέλιξη και ωρίμανση του κορυφαίου σκηνοθέτη, από τη μαθητεία και την κριτική του στον Κονσταντίν Στανισλάφσκι και τους γόνιμους πειραματισμούς του στα χρόνια του Οκτώβρη ως τις κορυφαίες δημιουργικές στιγμές του, όπως η παράσταση του Επιθεωρητή του Γκόγκολ και των τελευταίων θεατρικών έργων του Μαγιακόφσκι.
Στο εισαγωγικό δοκίμιό της, η θεατρολόγος Μαρία Σικιτάνο παρακολουθεί ολόκληρη τη διαδρομή του Μέγερχολντ, από τα πρώτα του βήματα ως την τραγική εξόντωσή του από το σταλινικό καθεστώς. Παρουσιάζει και συζητά αναλυτικά τις συνεισφορές του και αποτιμά την επίδρασή του στους συγχρόνους του και στις μετέπειτα γενιές.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τον Πρόλογο του Σάββα Στρούμπου και από το αφιερωμένο στον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ –κορυφαία σκηνοθετική εργασία του Μέγερχολντ στα 1926– μέρος του δοκιμίου της Σικιτάνο.
Πρόλογος του Σάββα Στρούμπου (απόσπασμα)
Στη ζωή ενός καλλιτέχνη υπάρχουν συναντήσεις με ανθρώπους που δεν γνώρισε ποτέ, με ανθρώπους που ανήκουν σε τελείως άλλη εποχή, ή ακόμα και σε άλλη κοινωνικοϊστορική περίοδο. Είναι σε αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις που δημιουργείται μια ιδιαίτερη αίσθηση εκλεκτικής συγγένειας. Δεν ξέρεις, βέβαια, πώς θα ήταν αν συναντούσες από κοντά ένα τέτοιο πρόσωπο, τι μορφή αλληλεπίδρασης θα δημιουργούνταν, ωστόσο, το έργο και η σκέψη του σε εμπνέουν τόσο, που, τελικά, δεν έχει σημασία αν υπήρξε αυτή η ζωντανή συνάντηση ή όχι. Οι δάσκαλοί μας, αυτοί που γνωρίσαμε στην πορεία της καλλιτεχνικής και βιολογικής μας ζωής, αλλά και αυτοί που συνομιλήσαμε μαζί τους μέσα από τα γραπτά και το έργο τους, δεν έχουν πεθάνει. Ζουν στο έργο μας, εμφυσούν τα οράματά μας, συμμετέχουν στο πάθος μας για την υλοποίηση μιας ιδέας, συντροφεύουν την έρευνά μας και, βέβαια, τους συναντάμε πάντα στον αγωνιώδη πυρήνα της θεατρικής τέχνης, εκεί ακριβώς που έννοιες όπως θυσία, όραμα, αφοσίωση, μόχθος, αποκτούν το πραγματικό τους νόημα.
Μια τέτοια περίπτωση είναι για μας ο Βσέβολοντ Εμίλιεβιτς Μέγερχολντ. Ο ηθοποιός του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας που δεν δέχεται τον ψυχολογικό ρεαλισμό και το θέατρο ως τέχνη αυτοαναφορική, αποκομμένη από την κοινωνία. Ο αγαπημένος σκηνοθέτης του Αντόν Τσέχοφ. Ο ερευνητής της θεατρικής τέχνης Ντόκτορ Νταπερτούτο, που, παρά τις απίθανες δυσκολίες που αντιμετωπίζει, επιμένει να δημιουργεί εργαστήρια μελέτης της τέχνης του ηθοποιού με τους μαθητές του. Ο πρώτος σκηνοθέτης του θεάτρου που περνά με το μέρος των μπολσεβίκων μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο ιδρυτής της “βιο-μηχανική .” μεθόδου εκπαίδευσης των ηθοποιών. Ο συνεργάτης του Μαγιακόφσκι, του Σοστακόβιτς, της Ποπόβα, του Μαλέβιτς. Ο πιο αιρετικός μαθητής του Στανισλάφσκι… Ο δάσκαλός του θα είναι ο μόνος που θα τον στηρίξει όταν ο μαθητής θα εκδιωχθεί και τελικά θα εκτελεστεί από το σταλινικό καθεστώς για… φορμαλισμό και τροτσκισμό…
Πολλές φορές επιλέγουμε να σταθούμε σε μια μόνο πτυχή της δουλειάς και της έρευνας του Μέγερχολντ, κατατεμαχίζοντας, επί της ουσίας, το έργο του. Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να αποκόψουμε τον τολμηρό καλλιτέχνη – δημιουργό από τον παθιασμένο ερευνητή και δάσκαλο, ή τον άνθρωπο του θεάτρου από τον επαναστάτη. Η δουλειά και η προσωπικότητα του Μέγερχολντ εξελίχθηκαν με ασυνέχειες, ρήξεις, τομές και άλματα, καθώς νέοι δρόμοι άνοιγαν μπροστά του και νέοι τρόποι γεννιούνταν μέσα από την έρευνά του. Ωστόσο, πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο, που δεν έπαψε ποτέ να συγκλονίζεται από τις αγωνίες και τα φαντάσματά του, μέχρι το σημείο που το καθεστώς χαρακτήρισε το θέατρό του «απόξενο» και ο ίδιος, στην ηλικία των 66 ετών, βρέθηκε να βασανίζεται στα κελιά του NKVD για να αποκηρύξει το έργο του. Τα γραπτά του και η μέθοδός του απαγορεύτηκαν, οι ηθοποιοί του δεν μπορούσαν πλέον να μιλήσουν για τη συνεργασία τους μαζί του.
Επανανακαλύπτοντας την Παράδοση: Ο «Επιθεωρητής» του Γκόγκολ (1926)
της Μαρίας Σικιτάνο*
Καμία άλλη παράσταση του Μέγερχολντ δεν έκανε τόση αίσθηση όσο αυτή του Επιθεωρητή. Η συγκεκριμένη θεατρική εκδοχή του έργου του Γκόγκολ θεωρείται ορόσημο, τόσο στην καριέρα του σκηνοθέτη όσο και στηθεατρική ιστορία της Ρωσίας· επηρέασε μάλιστα μια τόσο μεγάλη μερίδα κριτικών, όσο λίγες το κατάφεραν. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι παρά τη δριμεία κριτική που δέχτηκε, συνέχισε να παίζεται τακτικά μέχρι το οριστικό κλείσιμο του θεάτρου το 1938…
Η παράσταση του Επιθεωρητή του Μέγερχολντ ουσιαστικά πολλαπλασίασε την αντανάκλαση του «καθρέφτη» του Γκόγκολ: ανέσυρε τη βαθιά τραγωδία που κρύβεται στον πυρήνα του έργου, ανέδειξε την πολυπλοκότητα χαρακτήρων και καταστάσεων, την πληρότητα της καθημερινότητας μέσα από την εξισορρόπηση του αρνητικού και του θετικού στοιχείου· την εμβάθυνση της ζωής με σκοπό την α-φυσικοποίησή της – το «τραγικό γκροτέσκο», όπως το ονοματίζει στο Πλανόδιο Θέατρο. Δεν προξενούν εντύπωση, λοιπόν, οι σφοδρές επιθέσεις από μεγάλη μερίδα της κριτικής, δεδομένου ότι πέτυχε και μια άμεση σύνδεση με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις της εποχής. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην περίοδο μετά το θάνατο του Λένιν· τότε που ξεκινάει ο σταδιακός παραγκωνισμός του Τρότσκι, η άνοδος του Στάλιν και οι πρακτικές επιβολής του καθεστώτος του: η διεθνής απομόνωση της επανάστασης και η ιδέα ότι η ανάπτυξη του σοσιαλισμού είναι εφικτή σε μία μόνο χώρα, η αποσιώπηση κορυφαίων μπολσεβίκων και θεωρητικών της επανάστασης όπως ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν και ο Ζινόβιεφ, η γραφειοκρατικοποίηση και η μονολιθικότητα του σοβιετικού κράτους, όπως επίσης η θεώρηση του κόμματος ως «αλάθητου», που οδήγησαν στη δίωξη κάθε αποκλίνοντος στοιχείου και σε εκκαθαρίσεις αντιφρονούντων. Επίσης, ένας ακόμη λόγος που δέχτηκε δριμεία κριτική η παραστασιακή εκδοχή του Μέγερχολντ ήταν η ελευθερία με την οποία είχε αντιμετωπιστεί το κείμενο του Γκόγκολ. Ενώ στις μέχρι τότε παραστάσεις του, ο σκηνοθέτης παρέμενε πιστός σε αρκετά μεγάλο βαθμό στα πρωτότυπα έργα, ο Επιθεωρητής, λόγω της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής ευρύτητας του έργου, την οποία ο Μέγερχολντ οραματιζόταν να αναδείξει σε όλη της την έκταση, του επέβαλλε την υιοθέτηση μιας πιο ελεύθερης στάσης. Χωρίς να αλλοιώσει το χαρακτήρα και τη βάση του έργου με αυθαιρεσίες, ο Μέγερχολντ αναμετρήθηκε με το υλικό του Γκόγκολ προτείνοντας μια νέα ανάγνωση, ικανή να ανοίξει πολλαπλούς δρόμους προς την εκ νέου κατανόηση του δραματουργού και τη δημιουργία καινούργιων νοημάτων, κάτι που τον κατέστησε καθαρό παράδειγμα της έννοιας του σκηνοθέτη-δημιουργού. Οι βασικές του καινοτομίες ήταν οι εξής:
• Η χρήση όλων των προσχεδίων του έργου. Ο Γκόγκολ, μετά την ολοκλήρωση της βασικής πρώτης εκδοχής του Επιθεωρητή το 1835, συνέχισε να δουλεύει πάνω στο έργο αφήνοντας πίσω έξι ακόμα σχεδιάσματα, τα οποία ο Μέγερχολντ αξιοποίησε στη διαδικασία δημιουργίας της παράστασης.
• Η αναδιάρθρωση σκηνών και η εισαγωγή εμβόλιμων αποσπασμάτων και προσώπων από άλλα έργα του Γκόγκολ: Ο Μέγερχολντ κάποιες σκηνέςτις άλλαξε εντελώς, κάποιες ήταν καθαρά δική του προσθήκη, ενώ παράλληλα χρησιμοποίησε αποσπάσματα και χαρακτήρες από τους Παίκτες(όπως για παράδειγμα εκείνον της Καθαρίστριας).
• Η αναδιοργάνωση της δομής του έργου: Ο Μέγερχολντ διατήρησε τις πέντε πράξεις του έργου, χωρίζοντάς τες όμως σε δεκαπέντε επεισόδια, τα οποία –επηρεασμένος από την κινηματογραφική τεχνική του μοντάζ– ενάλλασσε ρυθμικά με σκοπό την εξόρυξη νοημάτων από το θεατή· μια τεχνική που αργότερα ο Αϊζενστάιν ονόμασε «μοντάζ των ατραξιόν». Η διαδοχή των επεισοδίων ως θραύσματα άλλαξε το ρυθμό του έργου, καθώς η ιστορία δεν αναπτυσσόταν σταδιακά με σκοπό να φτάσει στο κρεσέντο του τέλους, αλλά ακολουθούσε τη δυναμική πολλών διαδοχικών κορυφώσεων, χωρίς όμως να σπάει η αίσθηση της συνέχειας.
• Το έργο ως παρτιτούρα: Τα μαθήματα που είχε πάρει από τον Γκέοργκ Φουκς και τον Άντολφ Άπια σε αυτήν την παράσταση εφαρμόστηκαν πλήρως. Ο Μέγερχολντ συνέχισε την έρευνά του πάνω στη μουσικότητα, που είχε ήδη ξεκινήσει στη διαδικασία ανεβάσματος έργων του Τσέχοφ με σκοπό να εξελίξει τη σκηνοθετική δουλειά ως μουσική ενορχήστρωση και τη μελέτη του κειμένου ως παρτιτούρα – πράγμα στο οποίο συνέβαλε και η αναδιοργάνωση της δομής του έργου και κατά συνέπεια της ρυθμικότητάς του.
• Η σκηνική εγκατάσταση: Η σκηνογραφία της παράστασης ακολουθώντας τη γραμμή των προηγούμενων παραστάσεων, αποτελούνταν από μια κινούμενη εικαστική εγκατάσταση που ακολουθούσε οργανικά το ρυθμό της παράστασης ως σύνολο· αποτελούνταν από δεκαπέντε πόρτες στην πίσω πλευρά της σκηνής και μπροστά, στο κέντρο της, βρισκόταν μια μικρή πλατφόρμα η οποία (όποτε η δράση το απαιτούσε) μετακινούνταν μπροστά στο χώρο των θεατών με αποτέλεσμα τη μείωση της φυσικής απόστασης ηθοποιών-κοινού και κατά συνέπεια την αύξηση της μεταξύ τους αμεσότητας.
• Οι ασκήσεις της Ζωικής Μηχανικής: Η παράσταση του Επιθεωρητή, σε αντίθεση με παλιότερες παραστάσεις του Μέγερχολντ δεν έκανε εμφανείς με άμεσο τρόπο τις ασκήσεις της Ζωικής Μηχανικής που χρησιμοποιήθηκαν στη διαδικασία δημιουργίας της παράστασης. Αυτό δε συνέβη γιατί ο σκηνοθέτης σταμάτησε να δουλεύει και να εξελίσσει τον συγκεκριμένο τρόπο δουλειάς· το αντίθετο, η Ζωική Μηχανική άρχισε να ενσωματώνεται στη μέθοδο εργασίας του με πιο βαθύ και οργανικό τρόπο. Οι ασκήσεις εκτελούνταν από τους ηθοποιούς για τη διεύρυνση του σωματικού δυναμικού και των δυνατοτήτων, ωστόσο ο θεατής δεν ήταν σε θέση να τις εντοπίσει αυτούσιες στη σωματικότητα των ηθοποιών κατά τη διάρκεια της παράστασης, καθώς ήταν ενσωματωμένες μέσα στην ίδια τη διαδικασία δόμησής της.
Ο καινοτόμος χειρισμός του Επιθεωρητή από τον Μέγερχολντ βρήκε πολλές αντιδράσεις όχι μόνο λόγω της περιεχομενικής του σύνδεσης με τις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, αλλά και εξαιτίας της ανοίκειας αίσθησης που προκάλεσε η απόρριψη θεατρικών συμβάσεων με τις οποίες κοινό και κριτικοί είχαν συνηθίσει να συνδέονται. Δεν ήταν μάλιστα λίγοι εκείνοι που με αφορμή την παράσταση προσπάθησαν να αμφισβητήσουν την πολιτική ακεραιότητα του σκηνοθέτη. Υπήρχαν ασφαλώς και εξαιρέσεις κριτικών και θεωρητικών που υποστήριξαν ένθερμα το θεατρικό αυτό εγχείρημα. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και η κριτική του Λουνατσάρσκι.
Ο Λουνατσάρσκι, ο οποίος πολλές φορές στο παρελθόν είχε εκφράσει έντονες αντιρρήσεις πάνω σε παραστάσεις του Μέγερχολντ, αυτή τη φορά χαρακτήρισε το ανέβασμα του Επιθεωρητή ως το ωριμότερο σκηνοθετικό του τόλμημα. Συγκρίνοντάς την με εκείνη του Μεγαλόψυχου Κερατά, την οποία χαρακτήρισε «χυδαία» αλλά ωστόσο «σημαντική για την καλλιτεχνική ωρίμανση του σκηνοθέτη», τονίζει τη σπουδαιότητα της εκ νέου ανακάλυψης της παράδοσης μέσα από την αναμέτρησή της με νέα υλικά και τεχνικές. Τάσσεται εναντίον της κριτικής που κατηγόρησε τον Μέγερχολντ ότι έφερε τα «πάνω κάτω», αρνούμενος ότι υπέπεσε σε οποιαδήποτε αυθαιρεσία· αντίθετα μιλάει για μια ουσιαστικά καινοτόμα και ολοκληρωμένη παράσταση, με ηθοποιούς και σκηνικά να βρίσκονται σε μια ακατάπαυστη δυναμικότητα που αφήνει στο τέλος την αίσθηση της πληρότητας:
«Αν θέλετε να δείτε τον αληθινό Γκόγκολ, πηγαίνετε στο θέατρο που πρόκειται να σας τον δείξει· και αν θέλετε να δείτε την παράσταση του Μέγερχολντ, πηγαίνετε να δείτε τον Γκόγκολ να αντανακλάται στον πιο περίπλοκο καθρέφτη… της συνείδησής μας. […] Ο θεατής φεύγει απ’ το θέατρο ενθουσιασμένος, περήφανος για τα νέα επιτεύγματα του ρωσικού θεάτρου, αλλά και με μια αίσθηση τρόμου απ’ αυτήν την αλλόκοτη σάτιρα της ανθρωπότητας, έτσι όπως ο Γκόγκολ τη γνώρισε».
Παρ’ όλες τις αντιξοότητες και αντιδράσεις, το έργο σημείωσε μεγάλη επιτυχία: αποτέλεσε παράδειγμα καλλιτεχνικής αυτονομίας του σκηνοθέτη-δημιουργού και ενέπνευσε πολλούς κατοπινούς καλλιτέχνες όσον αφορά την εκ νέου ανάγνωση κλασικών κειμένων και την ανάδυση νέων μορφών έκφρασης και δημιουργίας μέσα από την αναμέτρηση με την παράδοση. Οι παραστάσεις του Επιθεωρητή συνεχίστηκαν κανονικά, μέχρι την οριστική διάλυση του θεάτρου το 1938 και τη σφοδρή καταδίωξη του Μέγερχολντ από το σταλινικό καθεστώς.
*Απόσπασμα από το βιβλίο, σελ. 86-91. Η Μαρία Σικιτάνο είναι θεατρολόγος, συνεργάτιδα της ομάδας «Σημείο Μηδέν».