Κείμενο / Φωτογραφία: Άρης Χατζηστεφάνου
Περιοδικό Passport
«Η αυτού εξοχότητα, ο πρίγκιπας της Ουαλίας Αλβέρτος Εδουάρδος, εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφτεί την Τζαϊπούρ», είπε ο Βρετανός διοικητής. «Πολύ ωραία» του απάντησε ο Μαχαραγιάς Ραμ Σινγκχ ΙΙ, που καθόταν αναπαυτικά λίγα μέτρα μακρύτερα. Και ύστερα από λίγο συμπλήρωσε: «σκέφτομαι μάλιστα να βάψω ολόκληρη την πόλη ροζ».
Όπερ και εγένετο. Οι κάτοικοι της Τζαϊπούρ άκουγαν με έκπληξη, το επόμενο πρωί, τους τελάληδες της εποχής να τους ενημερώνουν ότι θα πρέπει να βάψουν και τον τελευταίο τοίχο στο χρώμα που παραδοσιακά συμβόλιζε την ινδική φιλοξενία. Ο Μαχαραγιάς είχε κάθε λόγο να θέλει να εντυπωσιάσει το νεαρό πρίγκιπα, ο οποίος (πλην εξαιρετικού απροόπτου) θα γινόταν ο επόμενος βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας και συνεπώς αυτοκράτορας της Ινδίας. Η γνώμη των κατοίκων δεν είχε φυσικά καμία απολύτως σημασία, όπως δεν έχει και σήμερα, που για ιστορικούς πλέον λόγους, είναι ακόμη υποχρεωμένοι να βάφουν ροζ τα κτίρια στο ιστορικό κέντρο της πόλης.
Ξεκινώντας την περιήγηση στο ιστορικό κέντρο της Τζαϊπούρ συνειδητοποιείς αμέσως ότι το ροζ χρώμα ήταν απλώς μια εικαστική πινελιά της ιστορίας πάνω σε ένα από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά πειράματα της ανθρωπότητας. Όπως η Άγκυρα στην Τουρκία, η Μπραζίλια στη Βραζιλία και (γιατί όχι) η Οκτάνα στα κείμενα του Ανδρέα Εμπειρίκου, έτσι και η Τζαϊπούρ υπήρξε πρώτα στη φαντασία των δημιουργών. Το τελικό αποτέλεσμα, αληθινό ή φανταστικό, θα εξυπηρετούσε τις πολιτικές και φιλοσοφικές θέσεις των ανθρώπων που τις οραματίστηκαν.
Για την Τζαϊπούρ η μεγάλη στιγμή ήρθε το 1727 μ.Χ. όταν ο Μαχαραγιάς Σαγουάι Τζάι Σινγκχ ΙΙ αποφάσισε να μετακινήσει σε αυτή την περιοχή την πρωτεύουσα της επαρχίας του για να αντιμετωπίσει την συνεχή αύξηση του πληθυσμού. Λάτρης των μαθηματικών και της αρχιτεκτονικής ο Μαχαραγιάς, αφού συμβουλεύθηκε αρχιτέκτονες και επιστήμονες από ολόκληρο τον κόσμο, ανέθεσε τον τελικό σχεδιασμό στον πολυμαθή Βιντιαντάρ Μπατατσάρια. Και αυτός με τη σειρά του κατέβασε από τη βιβλιοθήκη του αρχαία βιβλία ινδικής αστρολογίας, αλλά και κείμενα του Πτολεμαίου και του Ευκλείδη και έπιασε δουλειά.
Ελάχιστοι από τους μικροπωλητές που συναντήσαμε σήμερα στο ιστορικό κέντρο της πόλης γνωρίζουν ότι η θέση που βρίσκονται τα μαγαζιά τους και οι πάγκοι τους σχεδιάστηκαν με βάση τα εννέα στοιχεία του αρχαίου ζωδιακού κύκλου αλλά και τις αρχές αρμονίας που συναντάς στην αρχαιότητα. Και η αλήθεια είναι ότι η λέξη αρμονία είναι η τελευταία που σου έρχεται στο μυαλό καθώς περπατάς στους πολύβουους δρόμους της Τζαϊπούρ. Παρά το γεγονός ότι το ιστορικό κέντρο θεωρείται ακόμη και σήμερα από τους πολεοδόμους ως ένα θαύμα αστικού σχεδιασμού η τρομακτική έκρηξη του πληθυσμού ήρθε να καλύψει τα πάντα με ένα βαρύ πέπλο ηχητικής και ατμοσφαιρικής ρύπανσης – γεγονός που προσθέτει αρκετά στη μαγεία της πόλης με την προϋπόθεση ότι δεν ζεις μόνιμα σε αυτήν.
Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε την περιπλάνησή μας από τη λεγόμενη νέα πύλη (New Gate) που σε φέρνει απευθείας στην αγορά Μπαπού Μπαζάρ – περιοχή βαριά φορτωμένη με πολύχρωμα υφάσματα και έντονα αρώματα. Οι αγορές διαδέχονται ή μια την άλλη με κοσμήματα, δερμάτινα ήδη και κάθε λογής αναμνηστικά μέχρι τη στιγμή που φτάνεις στο απόλυτο μνημείο της πόλης – το περίφημο παλάτι Hawa Mahal. Σχεδιασμένη να θυμίζει το στέμμα της θεότητας Κρίσνα, η πρόσοψη του κτιρίου αποτελείται από 953 μικρά παράθυρα μέσα από τα οποία οι γυναίκες από το χαρέμι παρακολουθούσαν τις καθημερινές ασχολίες στην πόλη.
Το μυαλό σου ανασύρει εικόνες από κερήθρες μελισσών και την Σαγράδα Φαμίλια του Γκαουντί στη Βαρκελώνη για να μπορέσει να επεξεργαστεί αυτό που μόλις έχεις δει. Λίγα μέτρα πιο κάτω μια κόμπρα χορεύει μέσα από το καλάθι της στους μουσικούς ήχους ενός φακίρη, προσθέτοντας ακόμη μεγαλύτερο εξωτισμό στη σκηνή. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που ο Φακίρης θα ζητήσει να πληρωθεί για κάθε φωτογραφία που τον έχεις βγάλει ξεκινώντας μια ελληνο-ινδική σύρραξη στην καρδιά της Τζαϊπούρ.
Συνεχίζουμε την πορεία μας μέσα από ένα ακόμη παζάρι που θα μας οδηγήσει στο επόμενο μεγάλο μνημείο, το ανοιχτό αστεροσκοπείο του Jantar Mantar. Οι κατασκευές, που θυμίζουν ατάκτως ερριμμένα γλυπτά αμφιβόλου καλλιτεχνικής έμπνευσης, στην πραγματικότητα είναι αστρονομικά όργανα ακριβείας. Μετρούν τη θέση, την απόσταση και το αζιμούθιο των αστεριών και υπολογίζουν τις εκλείψεις. Στη μια άκρη ξεχωρίζει ο λεγόμενος «βασιλιάς των οργάνων μέτρησης», μια κατασκευή 27 μέτρων με κλίση 27 μοιρών (όσο δηλαδή και το γεωγραφικό πλάτος της Τζαϊπούρ) η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τους κατοίκους της πόλης για τον ακριβή προσδιορισμό της περιόδου των μουσώνων.
Αν ξεφύγεις από τον πειρασμό να περάσεις όλη την ημέρα σου ακούγοντας ιστορίες για κάθε ένα από τα αστρονομικά όργανα, σε μικρή απόσταση από το Jantar Mantar σε περιμένει το μεγάλο παλάτι στην καρδιά της Τζαϊπούρ. Προσοχή, το παλάτι λειτουργεί, όπως περίπου και το Μπάκινχαμ: Ορισμένες πτέρυγες είναι ανοιχτές για το κοινό ενώ σε κάποιες άλλες ζουν ακόμη τα μέλη της πάλαι ποτέ βασιλικής οικογένειας. Ειδικοί φύλακες θα φροντίσουν να μην καταλήξετε στα ιδιαίτερα του Μαχαραγιά. Πάντως εάν ο μη γένοιτο τα καταφέρετε, μπορείτε να στείλετε τους χαιρετισμούς σας και στον πρίγκιπα Κάρολο της Αγγλίας τον οποίο ο τέως Μαχαραγιάς συναντά πολύ συχνά για να παίξουν polo (και όχι water polo όπως πιστεύουν ορισμένοι).
Η διαδρομή που μας έφερε στο παλάτι της πόλης αποτελούσε μια μικρή παράκαμψη και γι αυτό επιστρέφουμε μέσα από τα ίδια παζάρια για να συνεχίσουμε τη διαδρομή μας προς δυσμάς. Έχει έρθει η στιγμή για τους γενναίους να ανέβουν στο μιναρέ του Iswari Minar Swarga Sal, την υψηλότερη κατασκευή της περιοχής η οποία προσφέρει μοναδική θέα σε ολόκληρη την πόλη. Για να ξεγελάσουμε τον εαυτό μας, καθώς ανεβαίνουμε την ατελείωτη σκάλα του Μιναρέ, θυμόμαστε την ιστορία του δημιουργού της του Μαχαραγιά Ισγούαρι Σινγκχ. Από την κορυφή του μιναρέ θα μπορούσε να παρατηρεί τις δυνάμεις της αυτοκρατορίας των Μαράθα να προελαύνουν για να καταλάβουν την πόλη του. Για να γλιτώσει από αυτό τον εξευτελισμό προτίμησε να αυτοκτονήσει με τσίμπημα φιδιού. Λίγες ημέρες αργότερα οι 21 γυναίκες και παλακίδες του εκτέλεσαν το «ηθικό χρέος» τους πραγματοποιώντας την Jauhar, την ομαδική αυτοκτονία στην πυρά του νεκρού.
Καθώς ακόμη και αυτές οι ιστορίες του παρελθόντος δεν αρκούν πλέον για να καλύψουν τη σωματική κούραση αποφασίζουμε να τερματίσουμε τις εξορμήσεις της ημέρας. Η Ινδία είναι από τις χώρες που μπορούν να οδηγήσουν τον οργανισμό του επισκέπτη πολύ πέρα από τα όριά του, καταστρέφοντας και τη συνέχεια του ταξιδιού. Χωρίς συνεχή διαλείμματα, πλήρη γεύματα και τη βοήθεια πολυβυταμινούχων σκευασμάτων είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χάσεις τη μάχη με τα μνημεία.
Η επόμενη ημέρα μας φέρνει στο μεγαλειώδες οχυρό Amper (προφέρεται Άμερ στα ινδικά) 11 χιλιόμετρα έξω από τη Τζαϊπούρ. Έντεκα χιλιόμετρα που έχεις την αίσθηση ότι δεν σε μεταφέρουν μόνο στον τρισδιάστατο χώρο αλλά και στον τετραδιάστατο χωρόχρονο. Το αυτοκίνητό μας σταματά σε ένα μποτιλιάρισμα από περίπου 100 ελέφαντες που ανεβάζουν τους επισκέπτες από το κεντρικό πάρκινγκ μέχρι την πύλη του οχυρού. Αν ξυπνήσεις αρκετά νωρίς θα τους πετύχεις να περπατούν κάθε πρωί από την παλιά πόλη της Τζαϊπούρ μέχρι το Άμερ.
Αρκετές οικολογικές οργανώσεις καταγγέλλουν ότι τα ζώα μεταφέρθηκαν εδώ για τις ανάγκες του τουρισμού και τις νύχτες υποφέρουν από τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Συχνά δεν καταφέρνουν να βρουν τα 250 λίτρα νερού που χρειάζεται ο οργανισμός τους σε ημερήσια βάση ενώ ορισμένες φορές τυφλώνονται από έλλειψη βιταμινών. Η κατάσταση θα βελτιωθεί όταν το κράτος ολοκληρώσει τις εγκαταστάσεις για τη στέγασή τους κοντά στο Άμπερ και όχι αν απαγορεύσει τη χρήση τους – γεγονός που ίσως φέρει τους ιδιοκτήτες τους σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτή των ελεφάντων.
Με ή χωρίς ελέφαντα η άνοδος προς το οχυρό προσφέρει ένα εντυπωσιακό θέαμα καθώς ανεβαίνεις από τη λίμνη, στη βάση ενός λόφου, προς τα απόρθητα τείχη. Καθώς περνάμε την κεντρική πύλη φανταζόμαστε ακόμη τις στρατιές του μαχαραγιά που συγκεντρώνονταν εδώ ύστερα από κάθε νικηφόρα μάχη αλλά και τις γυναίκες που κοιτούσαν τους στρατιώτες κλεισμένες και πάλι στα δωμάτιά τους.
Η διαρρύθμιση του χώρου που λειτουργούσε και σαν παλάτι επέτρεπε στον απόλυτο άρχοντα να επισκέπτεται κάθε βράδυ μια από τις δεκάδες γυναίκες ή παλακίδες του χωρίς να τον αντιλαμβάνονται οι υπόλοιπες (αν και κανένας δεν μας εξήγησε γιατί ένας άνδρας με τουλάχιστον 20 γυναίκες να αισθάνεται την ανάγκη τέτοιας διακριτικότητας). Ενώ όμως ο μαχαραγιάς γνώριζε να κινείται στο δαιδαλώδες χαρέμι του, για τον σημερινό τουρίστα, ο οποίος σημειωτέον δεν προσδοκά ανάλογες απολαύσεις, το παλάτι μπορεί να μετατραπεί σε πραγματικό λαβύρινθο.
Για ακόμη πιο εντυπωσιακή πανοραμική θέα του οχυρού αλλά και ολόκληρης της Τζαϊπούρ ανεβαίνουμε μερικά χιλιόμετρα ψηλότερα για να συναντήσουμε το φρούριο του Jaigarh. Η παλατιανή χλιδή είναι εμφανώς απούσα από αυτή την κατασκευή που αποτελεί όμως ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα οχυρωματικών έργων του 18ου αιώνα. Στο κέντρο του ένα τεράστιο κανόνι 50 τόνων, κατασκευασμένο από πέντε διαφορετικά μέταλλα, προέβαλλε την ισχύ του σε μια ακτίνα 30 χιλιομέτρων.
Η πανοραμική θέαση μας έχει γίνει πλέον εμμονή καθώς κάθε οχυρό και κάθε παλάτι προσφέρει διαφορετικές οπτικές γωνιές της Τζαϊπούρ. Για τη δύση του ηλίου αφήνουμε το φρούριο Nahargarh μόλις 8 χιλιόμετρα από την Τζαϊπούρ (ή δυο χιλιόμετρα ανάβασης από το μονοπάτι που ξεκινά βόρεια της παλιάς πόλης). Για άλλη μια φορά οι εγκαταστάσεις που οικοδομήθηκαν για τις ανάγκες του στρατού το 18ο αιώνα τροποποιήθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα για να φιλοξενούν τις «πλεονάζουσες» συζύγους του εκάστοτε Μαχαραγιά. Και για άλλη μια φορά ως πτωχοί τουρίστες μπορούμε απλώς να αναπολούμε το «τιμημένο» παρελθόν αυτή τη φορά πίνοντας και μια ινδική μπύρα Kingfisher στο εστιατόριο του Nahargarh.
Δύσκολοι καιροί για μαχαραγιάδες.