Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 30/03/2024
Η συγκλονιστική κατάρρευση της γέφυρας στη Βαλτιμόρη, αντί να οδηγήσει σε μια σοβαρή συζήτηση για τις συνθήκες ασφαλείας στην εποχή των γιγαντιαίων υπερωκεάνιων πλοίων, πυροδότησε ένα κωμικό όσο και τραγικό κύμα συνωμοσιολογίας. Οι μόνοι που έμειναν στο απυρόβλητο ήταν οι εφοπλιστές.
Κάθε φορά που καταρρέει ένα μεγάλο έργο υποδομής η συζήτηση περιστρέφεται συνήθως γύρω από τις ευθύνες των εργολάβων ή του κρατικού μηχανισμού.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες μάλιστα, όπου συναντάς ορισμένα από τα παλαιότερα και χειρότερα συντηρημένα έργα υποδομών στον αναπτυγμένο κόσμο, οι συχνές καταρρεύσεις αποτελούσαν πάντα αφορμή μιας γεωπολιτικής ενδοσκόπησης: Πώς γίνεται μια αυτοκρατορία που δαπανά σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο δολάρια τον χρόνο σε πολεμικούς εξοπλισμούς να αδιαφορεί για τις κατασκευές από τις οποίες εξαρτώνται οι ζωές εκατομμυρίων Αμερικανών πολιτών.
Όταν όμως την περασμένη εβδομάδα το πλοίο Dali προκάλεσε την ολοκληρωτική κατάρρευση της γέφυρας Φράνσις Σκοτ Κι στη Βαλτιμόρη, αντί να πάρουν τον λόγο οι μηχανικοί, οι οικονομολόγοι ή έστω οι ιστορικοί και οι διεθνολόγοι, οι τηλεοπτικές οθόνες γέμισαν με ακροδεξιούς, ρατσιστές, συνωμοσιολόγους.
Στο τηλεοπτικό δίκτυο Fox News του Ρούμπερτ Μέρντοχ μια παρουσιάστρια προσπαθούσε χωρίς κανένα απολύτως στοιχείο να συνδέσει το δυστύχημα με την «πολιτική ανοιχτών συνόρων» του Τζο Μπάιντεν και των Δημοκρατικών, γεγονός που ήταν τόσο αστείο όσο και παράλογο. Κατ’ αρχάς γιατί ο Μπάιντεν ακολουθεί σχεδόν την ίδια πολιτική κλειστών συνόρων με τον Τραμπ, κυρίως όμως γιατί η μόνη σύνδεση ανάμεσα στο δυστύχημα και στη μετανάστευση είναι ότι τα περισσότερα θύματα ήταν φτωχοί εργάτες της γέφυρας από το Μεξικό, τη Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ και την Ονδούρα. Σύμφωνα μάλιστα με καταγγελίες τοπικών δημοσιογράφων, ήταν οι μόνοι που δεν ενημερώθηκαν για το σήμα κινδύνου που είχε εκπέμψει το πλοίο καθώς κινούνταν προς τον πυλώνα της γέφυρας.
Πλειοδοτώντας σε παραλογισμό, το δίκτυο καλωδιακής τηλεόρασης Newsmax (που χρηματοδοτείται από ακροδεξιούς επενδυτές αλλά και τον πρώην διευθυντή της CIA, Ουίλιαμ Κάσεϊ) προωθούσε μεταξύ άλλων τη θεωρία ότι το δυστύχημα μπορεί να συνδέεται με τα λοκντάουν που επιβλήθηκαν για τον περιορισμό της πανδημίας!
Όταν ολοκληρώθηκε και αυτή η παρωδία ενημέρωσης, ακούσαμε από τον ίδιο σταθμό ότι την ευθύνη φέρει η πολιτική φυλετικών ποσοστώσεων στις προσλήψεις, το γεγονός δηλαδή ότι το Δημόσιο και ο ιδιωτικός τομέας στις ΗΠΑ οφείλουν να προσφέρουν εργασιακές ευκαιρίες σε μαύρους, Λατίνους και άλλες μειονότητες που περιθωριοποιούνται από το εκπαιδευτικό σύστημα και αργότερα από την αγορά εργασίας.
Αποκορύφωμα αλλά και σύνοψη όλων των προηγουμένων αποτέλεσε η προσπάθεια κορυφαίων στελεχών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος να αποδώσουν την ευθύνη στον δήμαρχο της πόλης, Μπράντον Σκοτ, ο οποίος εκτός του ότι είναι μαύρος έχει προκαλέσει την οργή της τραμπικής Δεξιάς για τις παρακάτω πολιτικές του: τη μείωση των δαπανών για αστυνόμευση και την αύξηση κοινωνικών προγραμμάτων, τη δημιουργία ανεξάρτητων επιτροπών για τον έλεγχο της αστυνομικής βίας, τη στήριξη των δημόσιων μέσων μεταφοράς, την επιβολή μάσκας την περίοδο της πανδημίας κ.ά.
Το γεγονός ότι καμία από αυτές τις πολιτικές δεν μπορεί να οδηγήσει ένα πλοίο να πέσει πάνω σε μια γέφυρα δεν φάνηκε να πτοεί ούτε την ηγεσία ούτε τους ψηφοφόρους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, που συνέχισαν να αποδίδουν την καταστροφή στις πολιτισμικές, ως επί το πλείστον, διαφορές τους με τους Δημοκρατικούς.
Ο τρόπος διάδοσης και η μορφή που πήραν πάντως οι θεωρίες συνωμοσίας για την κατάρρευση της γέφυρας της Βαλτιμόρης είναι ενδεικτικά για τον τρόπο με τον οποίο η συγκεκριμένη ρητορική έχει μετατραπεί σε εργαλείο στα χέρια συγκεκριμένων συμφερόντων. Κατ’ αρχήν επιβεβαιώθηκε για άλλη μία φορά ότι η πηγή των συγκεκριμένων θεωριών δεν είναι ο «απαίδευτος όχλος» και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως υποστηρίζει με επαρκείς δόσεις σνομπισμού η φιλελεύθερη Αμερική, αλλά ορισμένα από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης και μέλη του πολιτικού κατεστημένου.
Αυτού του είδους ο συνωμοσιολογικός λόγος είναι όλο και συχνότερα ακροδεξιός (φταίνε οι ξένοι και οι μειονότητες) αλλά και νεοφιλελεύθερος (φταίνε τα κοινωνικά προγράμματα ή η προσπάθεια του κράτους να προστατεύσει το κοινωνικό σύνολο περιορίζοντας το άτομο — αναγκάζοντάς το π.χ. να εμβολιαστεί ή να φορά μάσκα).
Η δεύτερη παρατήρηση, που πηγάζει από την πρώτη, είναι ότι αυτοί οι «θεσμικοί» συνωμοσιολόγοι στρέφονται όλο και συχνότερα εναντίον των κατατρεγμένων (μετανάστες, μαύροι, ισπανόφωνοι, θύματα αστυνομικής βίας κ.λπ.) και όχι εναντίον επιχειρήσεων ή τμημάτων των πολιτικών και οικονομικών ελίτ. Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ο παραλογισμός κατέκλυζε τα δεξιά ΜΜΕ των ΗΠΑ, κυκλοφόρησαν ορισμένες πολύ καλύτερα τεκμηριωμένες θεωρίες που θα μπορούσαν να εξηγήσουν το δυστύχημα ή τουλάχιστον θα άξιζε να ερευνηθούν περαιτέρω.
Η Washington Post, λόγου χάρη, αναφερόταν στη συνηθισμένη πρακτική πλοιοκτητών και μεγάλων λαθρεμπόρων καυσίμων να νοθεύουν την ποιότητα των καυσίμων σε τέτοιο βαθμό ώστε να προκαλείται μπλακ άουτ στο σύνολο των συστημάτων ελέγχου ενός πλοίου (αυτό δηλαδή που συνέβη και στη Βαλτιμόρη). Από την πλευρά της η ηλεκτρονική έκδοση The Lever αποκάλυπτε ότι η εταιρεία Maersk Line Limited, που ναύλωσε το πλοίο, απειλούσε εργαζομένους της που είχαν καταγγείλει επικίνδυνες συνθήκες ασφαλείας στα πλοία. Η σχετική υπόθεση είχε φτάσει μάλιστα στο υπουργείο Εργασίας των ΗΠΑ το οποίο επέβαλε κυρώσεις στην εταιρεία.
Άλλοι ερευνητές σχολίαζαν ότι οι εφοπλιστικές εταιρείες αφέθηκαν να δημιουργούν όλο και μεγαλύτερα πλοία, τη στιγμή που ο δημόσιος τομέας στερείται τα χρήματα για να ανανεώσει τις υποδομές (λιμάνια, γέφυρες κ.ά.) ή να λάβει περαιτέρω μέτρα ασφαλείας για να διαχειριστεί αυτά τα μεγαθήρια.
Αν και καμία από αυτές τις πιθανές αιτίες δεν έχει επιβεβαιωθεί, αν μη τι άλλο στηρίζονται στη λογική και αποκαλύπτουν υπαρκτές και σκοτεινές πλευρές της δράσης του εφοπλιστικού κεφαλαίου. Και γι’ αυτό περνούν στα ψιλά των περισσότερων ΜΜΕ αλλά και των συνωμοσιολόγων.