Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Εδώ και πολλά χρόνια οικονομολόγοι και αναλυτές προέβλεπαν ότι καθώς η αμερικανική οικονομία χάνει την πρωτοκαθεδρία της σε διεθνές επίπεδο, το δολάριο θα πάψει να αποτελεί το λεγόμενο «παγκόσμιο νόμισμα» και η αμερικανική κεντρική τράπεζα δεν θα είναι σε θέση να λειτουργεί σαν «παγκόσμιος τραπεζίτης».
Για λόγους που θα δούμε στη συνέχεια, οι σχετικές αναλύσεις έπεφταν διαρκώς στο κενό και ο «βασιλιάς δολάριο» μειδιούσε με νόημα σε όσους τολμούσαν να αμφισβητήσουν την παντοκρατορία του.
Όταν όμως το αμερικανικό περιοδικό «Foreign Affairs» (για ορισμένους, η «βίβλος» της αμερικανικής διπλωματίας) προέβλεψε πριν από μερικές ημέρες ότι η Ουάσινγκτον ίσως αποφασίσει να εγκαταλείψει οικειοθελώς τον ρόλο του παγκόσμιου τραπεζίτη του πλανήτη, τα πράγματα έδειξαν να σοβαρεύουν. Οι συντάκτες του κειμένου, Σάιμον Τίλφορντ και Χανς Κουντνάνι, υποστηρίζουν ότι από τη στιγμή που η Κίνα καταλαμβάνει την πρώτη θέση ως ισχυρότερη οικονομία, η κυριαρχία του δολαρίου προκαλεί τρομακτικές στρεβλώσεις και ανισότητες στο εσωτερικό των ΗΠΑ, οι οποίες απειλούν τη σταθερότητα της χώρας.
Συγκεκριμένα, καθώς οι ΗΠΑ λειτουργούν σαν ασφαλές «λιμάνι» για κεφάλαια που εισρέουν από το εξωτερικό, ενισχύεται δυσανάλογα ο τραπεζικός τομέας ο οποίος αρχίζει να επιβάλλει την οικονομική πολιτική της χώρας. Στην πλευρά των χαμένων βρίσκεται ο βιομηχανικός τομέας και οι εργάτες που απασχολούνται σε αυτόν. «Καθώς η ζήτηση για το δολάριο αυξάνει την αξία του», διαβάζουμε στο Foreign Affairs, «τα αμερικανικά προϊόντα γίνονται πιο ακριβά στο εξωτερικό με αποτέλεσμα να μειώνεται η ζήτηση και έτσι να περιορίζονται τα έσοδα και οι θέσεις εργασίας στον παραγωγικό τομέα». Όπως εύστοχα παρατηρούσαν οι δύο αναλυτές, ίσως δεν είναι τυχαίο ότι στις Πολιτείες που πλήττονται περισσότερο από αυτή την κατάσταση ο Ντόναλντ Τραμπ συγκέντρωσε τα υψηλότερα εκλογικά ποσοστά του – μια σαφής απόδειξη της κρίσης και του πολιτικού εκφυλισμού που την ακολουθεί.
Μια παλιά ιστορία με άλλα λόγια…
Μέχρι σήμερα η συζήτηση για το «τέλος του δολαρίου» ως παγκόσμιου νομίσματος ακολουθούσε ένα σταθερό μονοπάτι σκέψης: Οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον η ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο, συνεπώς το νόμισμά της δεν μπορεί να αποτελεί τη βάση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Παρόλα αυτά, τα οφέλη που αποκομίζει η Ουάσιγκτον παίζοντας τον ρόλο του παγκόσμιου τραπεζίτη είναι τόσο μεγάλα, ώστε είναι αποφασισμένη να τον επιβάλλει στις υπόλοιπες χώρες ακόμη και αν χρειαστεί να καταφύγει στην ισχύ των όπλων.
Είναι γεγονός ότι αν χάσουν τη «μηχανή που τυπώνει χρήμα» οι ΗΠΑ θα βρεθούν αυτομάτως αντιμέτωπες με το δυσθεώρητο εξωτερικό χρέος τους, ενώ δεν θα μπορούν να χρηματοδοτούν και τους πολεμικούς τους εξοπλισμούς, μέσω των οποίων διατηρούν την κυριαρχία τους σε όλο τον κόσμο. Το γεγονός ότι όσοι τόλμησαν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του δολαρίου (άνθρωποι όπως ο Σαντάμ Χουσεΐν και ο Μουαμάρ Καντάφι) το πλήρωσαν κυριολεκτικά με τη ζωή τους και τις ζωές εκατομμυρίων συμπολιτών τους, φαινόταν να επιβεβαιώνει αυτό το σενάριο.
Αντίθετα, το Foreign Affairs έρχεται τώρα να υποστηρίξει ότι οι ΗΠΑ θα πρέπει να αποκηρύξουν από μόνες τους τον ρόλο του παγκόσμιου κεντρικού τραπεζίτη, ακόμη και αν οι υπόλοιπες χώρες του κόσμου τις παρακαλούν να παραμείνουν σε αυτή τη θέση. Προφανώς η άποψη αυτή είναι τρομακτικά μειοψηφική στους διαδρόμους εξουσίας της Ουάσιγκτον και στα γραφεία της Wall Street. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι πολλές φορές διεθνείς οργανισμοί και έγκυρα think tank παρουσιάζουν αναλύσεις και στρατηγικές οι οποίες, αν και είναι απόλυτα ορθές, δεν εφαρμόζονται ποτέ στην πράξη. Πριν από μερικά χρόνια, παραδείγματός χάριν, αναλυτές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υποστήριζαν ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι κλινικά νεκρός, καθώς προκαλεί προβλήματα όχι μόνο στους πληθυσμούς στους οποίους επιβάλλεται, αλλά και στις παραγωγικές δυνάμεις τις οποίες υποτίθεται ότι ενίσχυε. Παρόλα αυτά οι κυβερνήσεις συνέχισαν να τον επιβάλλουν με ακόμη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα παρά τα εμφανή, καταστροφικά αποτελέσματα που επέφερε.
Η άποψη όμως ότι η μοναδική υπερδύναμη θα θελήσει από μόνη της να τερματίσει την κυριαρχία του δολαρίου έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα: Έχει επαναληφθεί στο παρελθόν όταν στη θέση των ΗΠΑ βρισκόταν η Μεγάλη Βρετανία. Μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου η βρετανική στερλίνα έπαιζε τον ρόλο του δολαρίου στο διεθνές εμπόριο. Καθώς όμως η βιομηχανική παραγωγή του Ηνωμένου Βασιλείου άρχισε να μειώνεται, βρέθηκε στη θέση που κινδυνεύει να βρεθεί σήμερα η Ουάσιγκτον: οι εξαγωγές του γίνονταν ακριβότερες προκαλώντας σημαντικά προβλήματα στο εσωτερικό της οικονομίας. Τελικά η στερλίνα «παραιτήθηκε» από τη θέση του παγκόσμιου τραπεζίτη στις αρχές της δεκαετίας του ‘30.
Θεωρητικά βέβαια οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, καθώς το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στηριζόταν τότε στον λεγόμενο «κανόνα χρυσού», σύμφωνα με τον οποίο η αξία κάθε νομίσματος καθοριζόταν από τα αποθέματα χρυσού που διατηρούσε η χώρα. Σήμερα θα λέγαμε (ελαφρώς απλουστευτικά) ότι το παγκόσμιο νόμισμα καθορίζεται από την οικονομική ισχύ της εκάστοτε ισχυρότερης οικονομίας.
Στην πραγματικότητα όμως η ουσία παραμένει η ίδια: όπως η Βρετανία έπαψε να έχει επαρκή αποθέματα χρυσού για να λειτουργεί σαν κεντρικός τραπεζίτης, έτσι και οι ΗΠΑ έχασαν την πρωτοκαθεδρία στην παγκόσμια οικονομική κατάταξη, που τους επέτρεπε να επιβάλλουν το δολάριο σαν μέσο διεθνών συναλλαγών.
Η ανάλυση του Foreign Affairs, αν και παρουσιάζει εντελώς διαφορετικό σκεπτικό, έρχεται να προστεθεί στη μακρά λίστα όσων πιστεύουν ότι η απόλυτη κυριαρχία του δολαρίου φτάνει στο τέλος της. Για άλλη μια φορά όμως όσοι σπεύσουν να προβλέψουν το πότε ακριβώς θα συμβεί αυτό, πιθανότατα θα απογοητευτούν.