Ασχέτως του αποτελέσματος των αμερικανικών προεδρικών εκλογών, δείχνει πιθανό πως Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι θα καταλήξουν στα δικαστήρια.
Ο πρόεδρος Τραμπ έχει πει πως θα αμφισβητήσει το αποτέλεσμα, ενώ και ο Δημοκρατικός υποψήφιος Τζο Μπάιντεν διαθέτει ομάδα δικηγόρων έτοιμων για αυτή τη μάχη.
Δεν θα είναι όμως η πρώτη φορά στην ιστορία που μια προεδρική αναμέτρηση θα καταλήξει σε αμφισβήτηση και αναταραχή ημερών ή και εβδομάδων.
1876: Ένας επώδυνος συμβιβασμός
Το 1876 – έντεκα χρόνια μετά τον αμερικανικό Εμφύλιο – οι θέσεις των δύο κομμάτων ήταν οι αντίθετες από τις σημερινές. Οι Ρεπουμπλικάνοι ήταν πιο δυνατοί στον νικητήριο Βορρά και στις περιοχές του Νότου με πλειοψηφία Αφρο-Αμερικανών, ενώ οι Δημοκρατικοί συσπειρώνονταν στις περιοχές του Βορρά που αντιτάχθηκαν στον εμφύλιο και στον Λευκό Νότο.
Τη χρονιά εκείνη, οι υποψήφιοι ήταν ο κυβερνήτης του Οχάιο Ράδερφορντ Μπ. Χέιζ για τους Ρεπουμπλικάνους και ο κυβερνήτης της Νέας Υόρκης Σάμιουελ Τίλντεν για τους Δημοκρατικούς.
Σε μια αναμέτρηση που σημαδεύτηκε από ευρύ εκφοβισμό των Αφρο-Αμερικανών ψηφοφόρων στον Νότο, οι εκλογικές επιτροπές τριών Νότιων πολιτειών που ελέγχονταν από τους Ρεπουμπλικάνους – Φλόριντα, Λουιζιάνα και Νότια Καρολίνα – αποφάσισαν λόγω των καταγγελιών εκφοβισμού να ακυρώσουν αρκετές ψήφους ώστε να δώσουν στον Ρεπουμπλικανό Χέιζ οριακή πλειοψηφία εκλεκτόρων, 185-184.
Δύο διαφορετικές εκδοχές αποτελεσμάτων και εκλεκτορικών ψήφων στάλθηκαν στο Κογκρέσο τον Ιανουάριο του 1877 και αποφασίστηκε πως τη λύση θα έδινε 15μελής επιτροπή Γερουσιαστών και Ανώτατων Δικαστών, με 7 Δημοκρατικούς, 7 Ρεπουμπλικανούς και έναν ανεξάρτητο, τον δικαστή Ντέιβιντ Ντέιβις.
Οι Δημοκρατικοί προσπάθησαν να προσεταιρισθούν τον ανεξάρτητο Ντέιβις, επιλέγοντάς τον ως Γερουσιαστή για την πολιτεία του Ιλινόι (σε μια εποχή που οι Γερουσιαστές δεν επιλέγονταν από τους ψηφοφόρους). Όμως αντί να τους στηρίξει στην εκλογική επιτροπή, ο Ντέιβις παραιτήθηκε από τη θέση του εκεί και αντικαταστάθηκε από τον Ρεπουμπλικανό δικαστή Τζόζεφ Μπράντλεϊ, που έδωσε έτσι τις αμφισβητούμενες εκλεκτορικές ψήφους στον Χέιζ.
Οι Δημοκρατικοί αποφάσισαν να μην αμφισβητήσουν εκ νέου το αποτέλεσμα, συμφωνώντας στον «Συμβιβασμό του 1877», σύμφωνα με τον οποίο ο Χέιζ θα έπαιρνε τον Λευκό Οίκο, αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι θα τερμάτιζαν τη μετεμφυλιακή Ανοικοδόμηση και τη στρατιωτική κατοχή του Νότου.
Ο Χέιζ είχε μία άκαρπη προεδρία μίας θητείας, όμως ο Συμβιβασμός κατέστρεψε κάθε ψήγμα πολιτικής δύναμης των Αφρο-Αμερικανών στον Νότο. Για τα επόμενα 100 χρόνια οι Νότιες πολιτείες, ελεύθερες από την επίβλεψη του Βορρά, θα νομοθετούσαν διακρίσεις κατά των μαύρων και θα περιόριζαν το δικαίωμα ψήφου τους.
1888: Δωροδοκίες σε γκρουπ των πέντε
Το 1888, ο Δημοκρατικός πρόεδρος Γκρόβερ Κλίβελαντ αντιμετώπιζε τον Μπέντζαμιν Χάρισον. Την εποχή εκείνη, οι ψήφοι ήταν τυπωμένες, διανέμονταν από τα κόμματα και δεν ήταν μυστικές. Κάποιοι ψηφοφόροι, γνωστοί ως «αναποφάσιστοι», πουλούσαν την ψήφο τους σε πρόθυμους αγοραστές.
Ο ταμίας της Εθνικής Επιτροπής των Ρεπουμπλικάνων, ένας δικηγόρος από την Ιντιάνα ονόματι Γουίλιαμ Γουέιντ Ντάντλεϊ, έστειλε γράμμα στους τοπικούς ηγέτες του κόμματος στην πολιτεία της Ιντιάνα, υποσχόμενος χρήματα και οδηγίες για το πώς να χωρίσουν τους πρόθυμους ψηφοφόρους σε «ομάδες των πέντε», ώστε να λάβουν δωροδοκία για να ψηφίσουν Ρεπουμπλικάνους. Οι οδηγίες εξηγούσαν πώς κάθε Ρεπουμπλικανός ακτιβιστής θα ήταν υπεύθυνος για πέντε από αυτούς τους «αναποφάσιστους».
Αντίγραφο της επιστολής έφτασε στα χέρια των Δημοκρατικών, οι οποίοι τη δημοσιοποίησαν ευρέως στις τελευταίες ημέρες της προεκλογικής περιόδου. Ο Χάρισον εν τέλει κέρδισε την πολιτεία της Ιντιάνα για μόλις περίπου 2.000 ψήφους, αλλά θα κέρδιζε την προεδρία και χωρίς αυτή την πολιτεία.
Ο Κλίβελαντ κέρδισε τη λαϊκή ψήφο σε απόλυτους αριθμούς, με μία διαφορά σχεδόν 100.000 ψήφων, αλλά έχασε την πολιτεία της Νέας Υόρκης, από την οποία προερχόταν, για περίπου 1%, κάτι που έδωσε την πλειοψηφία σε εκλέκτορες στον Χάρισον.
Ο Κλίβελαντ δεν αμφισβήτησε το αποτέλεσμα και κέρδισε τον «επαναληπτικό» απέναντι στον Χάρισον τέσσερα χρόνια αργότερα, κάτι που τον έκανε τον μόνο πρόεδρο στην ιστορία που είχε δύο μη συνεχόμενες θητείες. Την ίδια ώρα, το σκάνδαλο της εξαγοράς ψήφων οδήγησε στην υιοθέτηση της μυστικής ψήφου σε όλες τις ΗΠΑ.
1960: Δούλεψε η «μηχανή του Ντάλεϊ»;
Στις εκλογές του 1960 αναμετρήθηκαν ο Ρεπουμπλικανός αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον με τον Δημοκρατικό Γερουσιαστή Τζον Φ. Κένεντι.
Σε απόλυτο αριθμό ψήφων, η αναμέτρηση ήταν η πιο αμφίρροπη του 20ού αιώνα, με τον Κένεντι να νικά με μόλις περίπου 100.000 ψήφους διαφορά — λιγότερο από 0,2%.
Λόγω της μικρής διαφοράς — και του γεγονότος ότι ο Κένεντι κέρδισε 5 πολιτείες με λιγότερο από 1% και το Τέξας με λιγότερο από 2% — οι Ρεπουμπλικάνοι «μυρίστηκαν» απάτη. Το ενδιαφέρον τους επικεντρώθηκε σε δύο μέρη, το νότιο Τέξας και την πόλη του Σικάγο, όπου ισχυρίστηκαν ότι η «πολιτική μηχανή» του δημάρχου Ρίτσαρντ Ντάλεϊ έδωσε αρκετές ψήφους στον Κένεντι για να κερδίσει οριακά την πολιτεία του Ιλινόι. Αν ο Νίξον είχε κερδίσει το Τέξας και το Ιλινόι, θα είχε και την πλειοψηφία στο Κολλέγιο των Εκλεκτόρων.
Ενώ όμως οι εφημερίδες που πρόσκειντο στους Ρεπουμπλικάνους προχώρησαν σε έρευνες και κατέληξαν ότι όντως πραγματοποιήθηκε απάτη στις δύο πολιτείες, ο Νίξον δεν αμφισβήτησε το αποτέλεσμα. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Κλίβελαντ το 1892, ο Νίξον κατέβηκε ξανά για πρόεδρος το 1968 και κέρδισε.
2000: Τα κομματάκια χαρτί
Το 2000, πολλές πολιτείες χρησιμοποιούσαν ακόμα ψηφοδέλτια διάτρητης καρτέλας, μια τεχνολογία της δεκαετίας του ’60. Αν και αυτού του είδους τα ψηφοδέλτια είχαν μακρά ιστορία δυσλειτουργίας και χαμένων ψήφων, ελάχιστοι νοιάζονταν — μέχρι που δημιουργήθηκε ένα πρόβλημα στη Φλόριντα.
Την ημέρα των εκλογών, τα ΜΜΕ ανακάλυψαν το «ψηφοδέλτιο πεταλούδα», ένα ψηφοδέλτιο διάτρητης καρτέλας με σχέδιο που παραβίαζε τη νομοθεσία της Φλόριντα και είχε μπερδέψει τους ψηφοφόρους της Κομητείας Παλμ Μπιτς.
Πολλοί που πίστευαν ότι είχαν ψηφίσει τον Δημοκρατικό Αλ Γκορ, είχαν εν αγνοία τους ψηφίσει για άλλον υποψήφιο ή για δύο υποψήφιους. Ο Γκορ κατέληξε να χάσει την πολιτεία της Φλόριντα για 537 ψήφους και μ’ αυτήν, να χάσει και την προεδρία.
Εν τέλει, η πολύμηνη διαδικασία καθορισμού του νικητή των προεδρικών εκλογών κατέληξε να κριθεί από «κρεμάμενα κομματάκια χαρτί».
Περισσότερα από 60.000 ψηφοδέλτια στη Φλόριντα, τα περισσότερα σε διάτρητη καρτέλα, δεν είχαν καταγράψει ψήφο για πρόεδρο. Σε πολλά όμως από τα ψηφοδέλτια διάτρητης καρτέλας, τα μικρά κομματάκια χαρτί από τις τρύπες που δημιουργούνται όταν κάποιος ψηφίζει – γνωστά στις ΗΠΑ ως «chads» – κρέμονταν ακόμα από μία, δύο ή τρεις γωνίες στο ψηφοδέλτιο και δεν είχαν καταγραφεί από τα μηχανήματα. Ο Γκορ πήγε στα δικαστήρια ώστε να μετρηθούν αυτές οι ψήφοι δια χειρός, κάτι που επιτρεπόταν από τους πολιτειακούς νόμους. Ο αντίπαλός του, Τζορτζ Γ. Μπους, αντιτάχθηκε στο αίτημα του Γκορ. Ενώ ο Γκορ κέρδισε στο Ανώτατο Πολιτειακό Δικαστήριο της Φλόριντα, το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο έκρινε στις 10 μμ. την 12η Δεκεμβρίου ότι το Κογκρέσο είχε θέσει εκείνη την ημερομηνία ως καταληκτική για τις πολιτείες να επιλέξουν εκλέκτορες, και διέταξε την παύση της καταμέτρησης.
Ο Γκορ παραδέχτηκε την ήττα του την επόμενη ημέρα.
Πηγή: The Conversation