ΣΥΡΙΖΑ αριστερά συντήρηση

ΣΥΡΙΖΑ: Αριστερά ή συντελεστής συντηρητικοποίησης;

της Ελευθερίας Καρνάβου*

Ένα μεγάλο διάστημα βαθιάς κρίσης, κοινωνικής και οικονομικής, συνιστά περίοδο κατά την οποία σημαντικά τμήματα του πληθυσμού μιας κοινωνίας μπορεί να ριζοσπαστικοποιηθούν προς τα αριστερά. Τέτοια ήταν η περίοδος της κρίσης που ξεκίνησε το 2008 με οδυνηρό της αποτύπωμα τον Απρίλιο του 2010 και την εξαγγελία του Γιώργου Παπανδρέου περί υπαγωγής της χώρας μας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή στη χώρα υπήρχε σημαντικό ποσοστό μη δεξιών ψηφοφόρων το οποίο στις προηγηθείσες εκλογές τον Οκτώβριο του 2009 είχε ψηφίσει το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα σε ποσοστό 43,94%. Είναι γνωστή η διαδικασία αποδυνάμωσης αυτού του χώρου με την παράλληλη ενδυνάμωση της Χρυσής Αυγής και του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πέρασε σταδιακά από το ποσοστό του 4,59% του 2009 στο 16,79% και το 26,89% στις δύο διαδοχικές αναμετρήσεις του 2012 και το 36,34% και 35,46% το 2015 και στην κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας δύο φορές αυτό το έτος στις εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου.

Ήδη από τις παραμονές των εκλογών του 2015 είχε γίνει αλλαγή πολιτικής πλεύσης του ΣΥΡΙΖΑ με την απομάκρυνση ριζοσπαστικών στελεχών του οικονομικού επιτελείου. Άλλα πάλι στελέχη είχαν αναλάβει το ρόλο του «δεξιού ψάλτη» προσπαθώντας να καθησυχάσουν τους «νοικοκυραίους» υποψηφίους ψηφοφόρους. Η κυβερνητική εξουσία εν τέλει εξασφαλίστηκε. Ακολούθησαν απαραίτητες όσο και σημαντικές συμβολικές κινήσεις του πρωθυπουργού και της ηγετικής ομάδας τις πρώτες μέρες του «πρώτη φορά αριστερά» που συγκίνησαν τον αριστερόφρονα κόσμο και τον ετοίμασαν για μεγάλες προσδοκίες. Τον Φεβρουάριο, εντούτοις, o πρωθυπουργός και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ απέρριψαν προτάσεις έμπειρων στελεχών για τη μη πληρωμή της οφειλόμενης τότε δόσης του δανείου που θα σηματοδοτούσε ένα διαφορετικό πολιτικό προφίλ του νέου πρωθυπουργού και της νέας ηγεσίας στα μάτια των Ευρωπαίων. Όχι, όμως! Ο ηγέτης και η διαπραγματευτική ομάδα δήλωσαν ουσιαστικά μνημονιακοί, μπήκαν σε μια ανεπίτρεπτα μακροσκελή διαδικασία διαπραγμάτευσης με κάθε φορά (προβλέψιμα) επιδεινούμενες συνθήκες.

Τελικά, οδήγησαν την ελληνική κοινωνία στο δημοψήφισμα του 2015 και το τεράστιο ποσοστό του 61,5% των ΟΧΙ στο σχετικό ερώτημα. Καμία απολύτως αριστερή εκδοχή των μετέπειτα εξελίξεων δεν θα μπορούσε να οδηγήσει ούτε στην κυβίστηση ούτε στη συνέχιση της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ. Μια κυβέρνηση αυθεντικού αριστερού κόμματος κάτω από τέτοιες συνθήκες παραιτείται. Δεν δηλώνει διά των πράξεων της ότι αυτή η ίδια, αντί μιας συστημικής κυβέρνησης, είναι ικανή και πρόθυμη να διαχειριστεί τη μνημονιακή πρακτική καλύτερα από τους προκατόχους της. Ένας ηγέτης της αριστεράς που παραδέχεται ότι «είχε αυταπάτες» πρέπει «να πάει σπίτι του» ή να παραμείνει αποδεχόμενος την ήττα του – και με νέες στοχεύσεις — χωρίς αναφορά σε αυταπάτες. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι οι εκλογές του 2015 είχαν επισπευστεί με πολιτική πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ. Βαθιά χαραγμένες στην αριστερή ιστορική μνήμη θα μείνουν οι παροτρύνσεις κραταιών κυβερνητικών (τότε) στελεχών προς τον Αλέξη Τσίπρα: «Πού πας αγόρι μου, θα σε ξεσκίσουν» είπε ο ένας. Ή «γιατί δεν περιμένετε να τελειώσουμε εμείς … και παίρνετε μετά την κυβέρνηση» είπε άλλος.

Εντέλει δεν κατασπάραξαν «το αγόρι». Κατασπάραξαν, δια των πολλαπλών αποτελεσμάτων και όλων όσων επακολούθησαν, την πεμπτουσία της αριστεράς! Την ψυχή της. (Ήπιαν βέβαια κι αυτοί ένα πολύ πικρό ποτήρι, αλλά αυτό μας αφορά ελάχιστα).

Ποιο ήταν λοιπόν το πολιτικό φρόνημα των πολιτών του 43,94% του Οκτωβρίου του 2009; Τα 2.995.978 εκατομμύρια πολιτών που ψήφισαν το ΠΑΣΟΚ εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν αντιδεξιοί καταρχήν πολίτες ενταγμένοι σε μια πολιτική παράδοση με βαθιές ρίζες στην ελληνική ιστορία.

Κάτω από συνθήκες «σοκ Καστελόριζου», πασοκικών μνημονίων, δεξιών μνημονίων, απελευθερωτικής ελπίδας, διαψεύσεων και ματαιώσεων προσδοκιών και ελπίδων, και εν τέλει ενός Συριζαϊκού μνημονίου, όλα θα μπορούσαν να επισυμβούν. Ο αποσυντονισμός ήταν μοιραίος και οι βεβαιότητες κλονίστηκαν. Έσκασαν με θόρυβο στο τείχος της καλοσχεδιασμένης «σταθερότητας» με τα γυάλινα θεμέλια, του 2019-2023.

Από το 2015 (αλλά και πρωτύτερα, όπως σημειώσαμε) αυτό που κυριάρχησε ήταν η γλυκύτητα της εξουσίας του μεγάλου κυβερνητικού κόμματος που θα εναλλάσσετο στην εξουσία με τη Νέα Δημοκρατία. Με δεδομένο ότι αυτό ήταν πλέον η πεμπτουσία του κόμματος, κάτι θολό και απροσδιόριστο πέρασε και στους ψηφοφόρους. Να το πούμε διαφορετικά: Δεν υπήρξε ούτε κατ’ ελάχιστον οργανωμένη και συντονισμένη προσπάθεια αριστερής διάπλασης του αντιδεξιού εκλογικού σώματος. Δημοφιλής σατυρικός πολιτικός σχολιαστής ισχυρίζεται σήμερα ότι υπήρξαν (σχηματικά) δύο διακριτά πολιτικά σώματα ένα του 3% του «μικρού ΣΥΡΙΖΑ» και ένα του «30%» του παρελκόμενου μεγεθυμένου ΣΥΡΙΖΑ και ότι το πρώτο προσπαθούσε να επηρεάσει ανεπιτυχώς το δεύτερο. Τίποτα ανακριβέστερο.

Το 3%, όπως αποδείχθηκε, δεν είχε ως μέλημά του να επηρεάσει την πολιτική συνείδηση του 30% προς τα αριστερά. Όλοι οι παράγοντες, όλων των τάσεων, περί άλλων τύρβαζαν με προεξάρχον το μέλημα της ψηφοκεντρικής διεύρυνσης. Μπορεί «οι 53» ή η «ομπρέλα» να είχαν διαφορετικές απόψεις σε ορισμένα θέματα, παρέμεναν όμως απολύτως «εσωστρεφείς», χωρίς γείωση στα απλά μέλη και την κοινωνία. (Δεν παραλείπουμε εδώ τυχαία να προσθέσουμε πόσο δύσκολο θα ήταν το εγχείρημα μετά την οικονομική υποδούλωση της χώρας με το τρίτο μνημόνιο με την πρωταγωνιστική συμμετοχή του επικεφαλής των «53». Πιστεύουμε δηλαδή ότι περιθώρια, έστω μικρά, υπήρχαν και δεν εξαντλήθηκαν).

Στο «30%» υπήρχαν αφενός μεν αναλώσιμοι ψηφοφόροι, αφετέρου στελέχη του ΠΑΣΟΚ που μάλλον αυτά έδιναν τον πολιτικό τόνο. Μετά την περίοδο των μεγάλων προσδοκιών του 2012-2015, τον τεράστιο ενθουσιασμό από την εκλογική νίκη του 2015, το κλίμα που επικράτησε με την εξαγγελία του δημοψηφίσματος και τη σύγκρουση με το μπλοκ του ΝΑΙ στο ερώτημα του δημοψηφίσματος, τίποτα δεν θύμιζε το μικρό αριστερό κόμμα που (ΘΑ) βρίσκονταν σε διαρκή εγρήγορση προς την κατεύθυνση της αριστερής στροφής του 30%. Όλα έβαιναν σταθερά προς την πολιτική απομάγευση και τη συντηρητικοποίηση.

Οι πολίτες ψηφίζουν με δύο σύνθετα κριτήρια. Το ένα αφορά στο φρόνημα (δέσμη ιδεών και προταγμάτων για την κοινωνία και την κατεύθυνση της κοινωνικής αλλαγής), το δεύτερο παραπέμπει σε υλικούς όρους, όρους επιβίωσης για τα λαϊκά στρώματα. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ από τις πρώιμες παραμονές του 2015 μέχρι τις εκλογές του 2023 όχι μόνο δεν άλλαξε το φρόνημα των αντιδεξιών ψηφοφόρων προς τα αριστερά, αλλά συνέτεινε στην ενίσχυση των επιφυλάξεων έναντι των ιδεών της αριστεράς με τον τρόπο που αυτές (δεν) του παρουσιάστηκαν.

Πολλοί από διάφορες σκοπιές επικρίνουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος με διάφορες αιτιάσεις. Μη αμφισβητήσιμο, εντούτοις, παραμένει το γεγονός ότι με τις πρακτικές του – καίτοι σε πολλά αδυνατεί να γειωθεί στο παρόν — επιτυγχάνει μια σειρά από καθόλου αμελητέους στόχους, μεταξύ των οποίων και η υπενθύμιση της αδήριτης ανάγκης να αλλάξουμε την κοινωνία εκ βάθρων. Το ότι αυτό περνάει στη συνείδηση των νέων ανθρώπων συνιστά από μόνο του μείζονα πολιτική συνεισφορά που είναι επικίνδυνο να αγνοείται. Χωρίς την ενστάλαξη στις συνειδήσεις της αναγκαιότητας ριζικής αλλαγής της κοινωνίας δεν υφίσταται Αριστερά!

Το αυθεντικό αριστερό κόμμα δεν μπορεί παρά να επιτυγχάνει παράλληλα δυο στόχους: Να βελτιώνει τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων στο παρόν — ενάντια στις τάσεις που επιβουλεύονται τα στοιχειώδη συμφέροντα και δικαιώματά του – αλλά και να δείχνει προς την κατεύθυνση της μεγάλης αν όχι ριζικής κοινωνικής αλλαγής. Η μεγάλη δυσκολία της σύζευξης των δύο στόχων παραπέμπει στο ερώτημα του αν υπάρχει εντέλει «κυβερνώσα αριστερά».

Ποιο είναι το ζητούμενο λοιπόν αν πρόκειται για κόμμα σημαντικής λαϊκής απήχησης; Άλλο ένα Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος; Όχι ακριβώς. Απαιτούνται σίγουρα επιπλέον εναλλακτικές. Το ευκταίο θα είναι άραγε «κυβερνόν»;

Το άρθρο συντάχθηκε μετά από τις εθνικές εκλογές του 2023. Το μέγεθος της πτώσης των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ ασφαλώς εξέπληξε. Η επιχειρηματολογία όμως που αναπτύξαμε, στην ουσία της, μπορούσε να αναπτυχθεί πολύ πριν από τις πρόσφατες εκλογές. Έχει διαχρονική ισχύ που δυστυχώς αφορά και το μέλλον. Η εμφάνιση του Στέφανου Κασσελάκη και η διεκδίκηση του πρώτου ρόλου στο κόμμα της (αποκαλούμενης) ριζοσπαστικής αριστεράς — αλλά και το ρεύμα που πετυχαίνει — ανοίγει ένα πρόσθετο, αν και όχι νέο, πεδίο επιχειρηματολογίας.

*Η Ελευθερία Καρνάβου είναι Ομότιμη Καθηγήτρια του Τμήματος Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών, ΑΠΘ

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ