Ανακοίνωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου
Τον τελευταίο καιρό επανέρχονται στη δημόσια συζήτηση ζητήματα που σχετίζονται με την απονομή ποινικής δικαιοσύνης και το σωφρονιστικό σύστημα.
Η συζήτηση γίνεται δυστυχώς με όρους πλειοδοσίας σε ηθικό πανικό, καλλιέργειας αισθήματος φόβου και ανασφάλειας καθώς και μιας ικανής δόσης fake news. Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η επιστροφή σε πρωτοφανείς μεθόδους λιντσαρίσματος, σωματικού και επικοινωνιακού, την οποία υποδαυλίζουν μερίδα του τύπου και εμπρηστικές πολιτικές δηλώσεις.
Πράγματι, η δημόσια συζήτηση για τα θέματα αυτά δεν μπορεί να είναι μια συζήτηση μεταξύ ειδικών, αφού αφορά στο σύνολο της κοινωνίας. Ωστόσο, οφείλει να γίνεται με γνώση των δεδομένων (ποσοτικών και ποιοτικών) όσο και -ιδίως- με ψυχραιμία.
Η ΕλΕΔΑ έχει επανειλημμένα επισημάνει τα δομικά προβλήματα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος: μεγάλες καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων, εξαιρετικά υψηλές προβλεπόμενες ποινές, επιβολή της ποινής των ισοβίων σε βαθμό που προσιδιάζει σε τριτοκοσμική χώρα και επομένως υπερπληθυσμός στις φυλακές, άθλιες συνθήκες κράτησης, διαφθορά, μη εφαρμογή των εναλλακτικών της κράτησης μέτρων και πολλά άλλα.
Τα προβλήματα αυτά έχουν οδηγήσει την Πολιτεία εδώ και χρόνια στην υιοθέτηση αποσπασματικών λύσεων, όπως αυτή της υιοθέτησης έκτακτων μέτρων αποσυμφόρησης. Σε αυτό το πνεύμα κινήθηκε και ο Ν.4322/2015 (στο δημόσιο λόγο έχει καταγραφεί ως “νόμος Παρασκευόπουλου”), η ισχύς του οποίου παρατάθηκε και από τη σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Αυτό που συστηματικά αποκρύπτεται σχετικά με αυτόν το νόμο, είναι ότι υιοθετήθηκε υπό την πίεση των δεκάδων αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο καταδίκαζε την Ελλάδα για απάνθρωπες και εξευτελιστικές συνθήκες κράτησης στις φυλακές και επιδίκαζε εκατομμύρια ευρώ ως αποζημιώσεις υπέρ των κρατουμένων καθώς και των επανειλημμένων συστάσεων διεθνών οργανισμών αλλά και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων, οι οποίοι κατήγγειλαν την Ελλάδα για παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων των κρατουμένων.
Η ίδια η εισαγωγή “έκτακτης” νομοθεσίας – και μάλιστα διαχρονικά – μαρτυρά δύο πράγματα: αφενός την δυσλειτουργία και την ανεπάρκεια του “κανονικού” θεσμικού πλαισίου και αφετέρου την προφανή αδυναμία κοινωνίας και Πολιτείας να συζητήσουν ψύχραιμα και συντεταγμένα τη θέσπιση ενός ορθολογικού πλαισίου ποινών και έκτισης, με σεβασμό στα δικαιώματα των κρατουμένων και ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Τη στιγμή που σε χώρες όπως η Ολλανδία προτάσσονται εναλλακτικές λύσεις έκτισης ποινών με συνέπεια το κλείσιμο φυλακών, στην Ελλάδα συζητάμε για το σωφρονιστικό σύστημα με όρους του 18ου αιώνα.
Με αφορμή δε την πρόσφατη χορήγηση άδειας στον Δ. Κουφοντίνα, τέθηκε εκ νέου υπό αμφισβήτηση η ίδια η ύπαρξη του θεσμού των αδειών, παρά το γεγονός ότι το ποσοστό των παραβιάσεων κινείται σε επίπεδα κάτω του 2%, είναι δε ένας απολύτως επιτυχημένος και αναγκαίος θεσμός για την εύρυθμη λειτουργία των καταστημάτων κράτησης.
Ως εκ τούτου, οι προτροπές, ακόμα και από πολιτικά στελέχη, προς τα όργανα του Συμβουλίου να μην τηρήσουν τη νομιμότητα αλλά να βγάλουν αποφάσεις με κριτήρια σκοπιμότητας, όχι απλώς προκαλούν έκπληξη αλλά μας δημιουργούν έντονη ανησυχία και για το επίπεδο του κράτους δικαίου στη χώρα μας.
Ο ευρωπαϊκός χώρος έχει κάνει μια θεμελιακή επιλογή, την κατίσχυση των κανόνων του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Κάθε απόπειρα σπίλωσης όσων υπερασπίζονται ή προωθούν νομοθετικά αυτές τις εγγυήσεις αποτελεί πλήγμα στον νομικό μας πολιτισμό και αμφισβητεί τον ουσιαστικό θεσμικό ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας.