Rich Men North of Richmond

Rich Men North of Richmond: Η ακροδεξιά έγινε viral


Εύη Μπίρμπα

Ως ένα από τα τρία βασικά χρώματα της σημαίας της χώρας τους, οι Αμερικάνοι χαιρετίζουν το μπλε, αναγνωρίζοντας σε αυτό την επαγρύπνηση, επιμονή και δικαιοσύνη που συμβολίζει. Στην αγγλική γλώσσα όμως, το χρώμα αυτό είναι συνδεδεμένο με πολλές άλλες σημασίες και αρκετούς ιδιωματισμούς, ένας εκ των οποίων έχει απήχηση σε μια μεγάλη μερίδα κόσμου, αφού “blue collar workers” αποκαλούνται όσοι ασχολούνται με τη χειρωνακτική εργασία. Ούτε δέκα μέρες πριν όμως, τα χρώματα μπερδεύτηκαν, καθώς συνέβη το εξής παράδοξο: το κόμμα που έχει συνδεθεί κατεξοχήν με το κόκκινο χρώμα, οι Ρεπουμπλικάνοι, αγκάλιασαν ένα τραγούδι ως ύμνο αυτής της εργατικής τάξης,

βοηθώντας το να συγκεντρώσει εκατομμύρια θεάσεις στο YouTube (32 εκατομμύρια σε 13 ημέρες) και να εκτοξευτεί στην κορυφή του Spotify, του iTunes και του chart με καθημερινά στριμαρίσματα της Apple. Είναι άραγε ο Oliver Αnthony, o τραγουδιστής του χιτ “Rich Men North of Richmond” η νέα φωνή των απογοητευμένων Αμερικανών εργατών, ένα ίσως καλοστημένο διαφημιστικό κόλπο, σχεδιασμένο από το ρεπουμπλικανικό κόμμα για να συσπειρώσει τη συντηρητική του βάση, ενόψει των προεδρικών εκλογών ή τροφή για όσους τους ιντριγκάρουν οι θεωρίες συνωμοσίας;


Όπως σχεδόν όλα είναι θέμα οπτικής, έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η απάντηση στην ερώτηση εξαρτάται από την πολιτική θέση κάποιου, αλλά και την προσεκτική ακρόαση του τραγουδιού, το οποίο συνιστά άλλο ένα παράδειγμα του πως η πολιτική δημιουργεί σημεία ανάφλεξης μέσω της εισχώρησής της αυτή τη φορά στη μουσική. Ο ίδιος ο τραγουδιστής – τραγουδοποιός, αγρότης από τη Βιρτζίνια, την ανατολική πολιτεία των Η.Π.Α που έχει ως πρωτεύουσα το Ρίτσμοντ, σε βίντεο στο αυτοκίνητό του, που – περιέργως – ανάρτησε μία μέρα πριν το τραγούδι του ανέβει στο κανάλι YouTube ενός ραδιοφωνικού σταθμού της Δυτικής Βιρτζίνια και γνωρίσει αυτή την ευρεία απήχηση, ισχυρίζεται ότι πολιτικά βρίσκεται στο κέντρο και διαφωνεί τόσο με τους Ρεπουμπλικάνους, όσο και τους Δημοκρατικούς σε πολλά θέματα. Ενώ μάλιστα, όπως λέει, θέλει να παράγει αυθεντική μουσική και να γίνει η φωνή για όλους τους ανθρώπους και τους αγώνες τους, χωρίς διακρίσεις, δεν διστάζει να κάνει σαφείς, όσο και έμμεσες πολιτικές αναφορές, τόσο με το εισαγωγικό βίντεο με το οποίο συστήνεται στο κοινό του, όσο και με τους ίδιους τους στίχους του τραγουδιού του.


«Οι πλούσιοι άντρες βόρεια του Ρίτσμοντ» δεν είναι άλλοι από την πολιτική ελίτ στη Ουάσιγκτον –βόρεια της πρωτεύουσας της πόλης αυτής – που ευθύνεται, όχι μόνο για το ότι αυτός, δουλεύοντας όλη μέρα, 6 μέρες τη βδομάδα, σε εργοστάσιο στη Β. Καρολίνα, γεγονός που ενέπνευσε αυτό το τραγούδι, πουλάει τη ψυχή του για ψίχουλα, αφού το δολάριο δεν αξίζει τίποτα με την υπερφορολόγηση, αλλά και για το ότι δεν ασχολείται με θέματα όπως η ανθρώπινη σωματεμπορία, οι απάτες με τα επιδόματα πρόνοιας ή η έλλειψη στέγης και τα υψηλά ποσοστά αυτοκτονίας. Καταλογίζοντας όμως ευθύνη στην κυβέρνηση, όχι απλώς για πολιτικά θέματα όπως οι φόροι μέχρι εξαντλήσεως ή η δήθεν εξαπάτησή της από μια μερίδα κόσμου που «καρπώνονται» επιδόματα εις βάρος όσων δουλεύουν σκληρά και δεν ανταμείβονται, αλλά και για κοινωνικά (την ψυχική υγεία, την έλλειψη στέγης), μαζί με την έμμεση αναφορά στο σκάνδαλο Εpstein που κάνει (μετά την επανάληψη του ρεφρέν) , δεν κλείνει απλώς το μάτι στους Ρεπουμπλικάνους που ενστερνίζονται τις ίδιες απόψεις, αλλά και στους ακροδεξιούς υποστηρικτές της QAnon, της θεωρίας συνωμοσίας δηλαδή που ψευδώς ισχυρίζεται ότι «μια ομάδα σατανιστών και παιδόφιλων – ουσιαστικά, οι Δημοκρατικοί – προσπαθούν να ελέγξουν την πολιτική και τα μέσα ενημέρωσης».

Καθόλου δεν ξαφνιάζει λοιπόν το ότι στο πρόσωπο του θυμωμένου νεαρού με τα κόκκινα γένια, που στο βίντεο του τραγουδιού παίζει την ακουστική κιθάρα του με φόντο το πράσινο τοπίο του αγροτικού Νότου, Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί, σχολιαστές και ακτιβιστές όπως η γερουσιαστής Marjorie Taylor Greene, η Kari Lake, ο Matt Walsh και ο Jack Posobiec αντίστοιχα, βρήκαν τον «αυθεντικό» εκπρόσωπο των «ξεχασμένων» Αμερικανών.
Και ναι μεν, η εμφάνιση του Anthony δεν είναι κάτι καινούριο, «ούτε ως μουσική, ούτε ως χειροβομβίδα στον πόλεμο αξιών» που διεξάγεται στη χώρα, όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο Josh Levin στο Slate, αλλά η απόπειρα ταύτισής του με τον απλό κόσμο μέσω των στίχων: «είναι πραγματικά κρίμα που έχει καταλήξει ο κόσμος/ Για ανθρώπους σαν εμένα και ανθρώπους σαν εσένα» είναι αυτό που, σύμφωνα με τον Jay Caspian Kang, έχει πραγματικά σημασία. Και αυτό γιατί το “Rich Men North of Richmond” εντάσσεται στην παράδοση των τραγουδιών της country μουσικής που εκτός από το να εκθειάζουν τις αξίες του Νότου, είναι γεμάτες στερεότυπα και όλα αυτά τα κακά -ισμός, ρατσισμός, εθνικισμός, που αναπαράγονται με έναν τέτοιο έμμεσο τρόπο, την ώρα που μάλιστα, όπως επιβεβαιώνει ο καθηγητής μουσικής θεωρίας Philip Ewell, η χώρα αντιπαρατίθεται γύρω από το θέμα της φυλής και το ρόλο που έχει διαδραματίσει στην ιστορία της.

Χαρακτηριστική άλλωστε είναι η περίπτωση του αμφιλεγόμενου και «αηδιαστικού», σύμφωνα με το περιοδικό Rolling Stone τραγουδιού, “Try That in a Small Town” του Jason Aldean, που το τραγούδι του Anthony εκτόπισε από τα charts. Αν το τελευταίο μάλιστα αναπαράγει τα βρώμικα στερεότυπα για τους φτωχούς – μαύρους, παρόλο που ο ίδιος κατηγορεί τους υπέρβαρους «επιδοματίες» – Αμερικάνους και Αμερικανίδες , ανάγοντάς τους σε «παράσιτα» και «δεύτερη κατηγορία πολιτών», αφού η χορήγηση επιδομάτων πρόνοιας (και κουπονιών τροφίμων παλαιότερα) που αφορά κυρίως αυτούς είναι ο λόγος που οι υπόλοιποι, λευκοί Αμερικανοί στερούνται τις ανέσεις τους, το τραγούδι του Aldean από την άλλη, προωθεί τη βία, το ρεβανσισμό, τον ακραίο ρατσισμό και τον εθνικισμό, ιδιαίτερα με τις κωδικοποιημένες εικόνες και γλώσσα του βίντεο του, όπως υποστηρίζει ο καθηγητής.


Τις διαπιστώσεις αυτές επιβεβαιώνει το γεγονός ότι αν και το τραγούδι κυκλοφόρησε το Μάιο, βρήκε άμεση επιτυχία μετά τη κυκλοφορία του βίντεο, 8 βδομάδες μετά. Ο θόρυβος και η διένεξη που επέφεραν εξηγούνται από το ότι αυτό συνδυάζει πλάνα από τις διαμαρτυρίες για το κίνημα Black Lives Matter, καθώς και νεαρών με κουκούλες να βιαιοπραγούν με εκείνα του ίδιου και της μπάντας του μπροστά από το ενδεδυμένο με τη σημαία της Αμερικής δικαστήριο Maury του Τενεσί, χώρος λιντσαρίσματος για ένα μαύρο έφηβο το 1927 και για αυτό διαρκές σύμβολο του τρόμου που βίωσαν οι μαύροι Αμερικανοί όλη αυτή την περίοδο που οι Νόμοι του Τζιμ Κρόου (ταυτόσημοι με τον Φυλετικό Διαχωρισμό) ήταν σε ισχύ.

Εξίσου εμπρηστικοί είναι και οι στίχοι, δεδομένου ότι ουσιαστικά υπόσχονται αυτοδικία σε περίπτωση που οι οργισμένοι (μαύροι) νεαροί των μεγάλων πόλεων επιχειρήσουν να υπερβούν τα όρια, καταφεύγοντας σε βίαιες πράξεις (όπως επίθεση κατά πεζού, ιδιοκτήτη καταστήματος ή αστυνομικού) και στην επαρχία. Δεν είναι να απορεί κανείς που το βίντεο αποσύρθηκε από το CMT, το κανάλι που προωθεί την country μουσική. Όταν όμως ένας από τους εκπροσώπους αυτού του είδους λέει εμφατικά ότι «εδώ, φροντίζουμε τους δικούς μας», που ακριβώς εννοεί;


Το παράδοξο είναι ότι ο Aldean κατάγεται από τη πόλη Μαίηκον της Τζόρτζια, ενώ τώρα κατοικεί στο Νάσβιλ, διόλου επαρχία με πληθυσμό 153,000 και 700,000 κατοίκους αντίστοιχα και την τελευταία «μία μπλε φούσκα σε μια κόκκινη πολιτεία», εφόσον, σύμφωνα με το χρονικό της Emily Nussbaum στο New Yorker, παρά τις διαφωνίες τους εκεί, οι άνθρωποι διακρίνονται για τη φυλετική αβρότητα και την ειρηνική τους συνύπαρξη. Η πόλη όμως, όπως καταγράφει, βρίσκεται σε περίοδο (φυσικής και πολιτικής) ανακαίνισης και η έλευση του ιδιοκτήτη του συντηρητικού, ειδησεογραφικού ιστότοπου και της μιντιακής εταιρείας του, the Daily Wire και της δεξιάς παρέας του κοκκίνησαν επικίνδυνα το τοπίο, ενώνοντας τις δυνάμεις τους με τους μουσικούς ομοϊδεάτες τους Kid Rock και Jason Aldean, που τυγχάνουν να είναι και ιδιοκτήτες πολλών bar στην περιοχή. Σε συνδυασμό με την Music Row, τη μουσική βιομηχανία που κυριαρχεί στο Νάσβιλ και ουσιαστικά αποφασίζει τι και ποιος θα ακουστεί στο ραδιόφωνο και τις ψηφιακές, μουσικές πλατφόρμες, εύκολα καταλαβαίνει κανείς τη συντηρητική στροφή που έχει πάρει το είδος της country μουσικής που δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι ξεκίνησε σαν πολυεθνικό είδος του Αμερικανικού Νότου για να διαχωριστεί και πλασαριστεί διαφορετικά, αργότερα, στο μαύρο κοινό του, ως rhythm and blues και hillbily music στο λευκό, από που προήλθε η επονομαζόμενη “country”, «δυτική» και «αμερικάνα» ως μουσικά υποείδη της.


Τι και εάν στη μουσική σκηνή του Νάσβιλ υπάρχουν ανατρεπτικές και ωραίες μουσικές φωνές σαν της Sheryl Crow, της Kacey Musgraves, του Jason Isbell, της Margo Price ή του Adeem, the artist που διευρύνουν το μουσικό αυτό είδος, μη διστάζοντας να πάρουν και πολιτική θέση; Ο θάνατος των εμβληματικών Johny Prine και Charley Pride, αλλά και η πανδημία βοήθησαν να επανακαθοριστεί το τοπίο και να αποδυναμωθεί η προοδευτική πολυφωνία προς όφελος μιας «δεξιόστροφης νοσταλγίας και παράνοιας», όπως την αποκαλεί η Arwa Mahdawi , που όμως αφαιρεί από τη μουσική τη δυνατότητα να κάνει τη διαφορά, αγγίζοντας τα αγνά αισθήματα και μιλώντας πραγματικά στις εσωτερικές μας ανάγκες. Εξάλλου, όπως είχε πει ο John Lennon, «το να είσαι ένας ήρωας της εργατικής τάξης» είναι κάτι ήδη σημαντικό. Το να το επιτύχεις, μόνος σου και άδολα όμως, ακόμα σημαντικότερο, θα προσθέταμε εμείς.

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ