Αριστοκρατικές φιλοφρονήσεις λίγο πριν από τη μεγάλη μονομαχία θύμιζε η κοινή ανακοίνωση που εξέδωσαν οι υπουργοί Εξωτερικών των επτά ισχυρότερων χωρών του πλανήτη στη σύνοδο των G7, που πραγματοποιήθηκε στην ιταλική πόλη της Λούκα. Πριν ακόμη στεγνώσει το μελάνι στο κοινό ανακοινωθέν, με το οποίο εκφραζόταν η ομόφωνη στήριξη στην πυραυλική επίθεση που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ στη Συρία, οι οικοδεσπότες της συνόδου μάζευαν τις αποσκευές τους για να μεταβούν στη Ρωσία και να εκφράσουν τη στήριξή τους στη Ρωσία. Η ιταλική διπλωματία όχι μόνο μπλόκαρε (με τη συνεργασία και άλλων χωρών) τις αμερικανο-βρετανικές προτάσεις για νέες κυρώσεις εναντίον της Μόσχας αλλά έστειλε και τον πρόεδρο της χώρας Σέρτζιο Ματαρέλα να σταθεί δίπλα στον Ρώσο πρόεδρο, ενώ αυτός κατακεραύνωνε την αμερικανική επιθετικότητα στη Συρία. Ο Ματαρέλα παρακολουθούσε στωικά τον Βλαντιμίρ Πούτιν να αποδίδει την επίθεση με χημικά σε μια ακόμη προβοκάτσια δυτικών δυνάμεων αλλά και να προειδοποιεί ότι θα υπάρξουν και νέες «στημένες» επιθέσεις με στόχο να δικαιολογήσουν κλιμάκωση των αμερικανικών επιθέσεων.
Το γεγονός βέβαια ότι στη σύνοδο των G7 εκφράστηκαν βαθιά ρήγματα ανάμεσα στα μεγάλα οικονομικά μπλοκ του πλανήτη και πως η Ουάσιγκτον δεν κατάφερε να οικοδομήσει μια αρραγή «συμμαχία των προθύμων» για την άμεση ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ, δεν σημαίνει ότι η Ρωσία δεν βρίσκεται πλέον σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση. Καθώς η Μόσχα ετοιμαζόταν να υποδεχθεί τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, Ρεξ Τίλερσον, ο Ρώσος ομόλογός του Σεργκέι Λαβρόφ, προειδοποιούσε ότι οι σχέσεις των δύο χωρών εισέρχονται στη χειρότερη περίοδο από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Καθώς το αεροσκάφος του Τίλερσον προσγειωνόταν στη Ρωσία, το Κρεμλίνο μετρούσε τις γεωπολιτικές του ζημιές ύστερα από την αμερικανική πυραυλική επίθεση στη Συρία.
Το πρώτο πλήγμα ήταν η απώλεια της στήριξης από την Τουρκία. Ο Ερντογάν, κινούμενος στη διεθνή σκηνή σαν περιστρεφόμενος δερβίσης, είχε μόλις πραγματοποιήσει μια ακόμη στροφή 180 μοιρών εγκαταλείποντας τη νεοπαγή συμμαχία που ο ίδιος είχε αναζητήσει στη Ρωσία και το Ιράν. Αρχικά έφτασε στα όρια της πολεμικής αναμέτρησης με τη Μόσχα, μετά την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους από τον τουρκικό στρατό, αλλά στη συνέχεια στηρίχθηκε στη Ρωσία για να αντιμετωπίσει το εναντίον του πραξικόπημα και να επουλώσει τις πληγές του από την αποτυχημένη στάση του στο συριακό. Τώρα όμως συντάσσεται εκ νέου με την Ουάσιγκτον, πιστεύοντας ότι τα σχέδιά του για ανατροπή του Άσαντ είναι και πάλι εφικτά. «Πρέπει να διακόψετε τη στήριξη προς τον Άσαντ και να αφήσετε να ξεκινήσει η διάδοχη κατάσταση», δήλωσε ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, «αδειάζοντας» ουσιαστικά τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ.
Η μεγαλύτερη απώλεια για τη ρωσική διπλωματία όμως ήταν το τέλος της πρόσκαιρης αντάντ που υποσχόταν πριν και μετά τις εκλογές ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Μέσα σε διάστημα δυο εβδομάδων το πολιτικό και στρατιωτικό κατεστημένο των ΗΠΑ, που τροφοδοτεί διαρκώς την αντιπαράθεση με τη Μόσχα, πέτυχε δυο καίρια χτυπήματα στον Τραμπ: αρχικά επέβαλε την απομάκρυνση του ακροδεξιού συνεργάτη του Στίβεν Μπάνον από το συμβούλιο εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και στη συνέχεια ανάγκασε τον πρόεδρο να διατάξει την επίθεση στη Συρία, γνωρίζοντας ότι αυτό θα τινάξει στον αέρα τις σχέσεις του με τη Ρωσία. Αν συνυπολογίσει κανείς και την ήττα στη μάχη για το μέλλον του συστήματος υγείας, ο Τραμπ εγκατέλειψε όλα τα χαρακτηριστικά που τον διαφοροποιούσαν από τις επιδιώξεις του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου. «Απόψε ο Τραμπ έγινε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών», έλεγε στο CNN ο δημοσιογράφος Φαρίντ Ζακάρια, απηχώντας το σύνολο των φιλελεύθερων μέσων ενημέρωσης που ξέχασαν σε λίγες ώρες την έλλειψη πολιτικής ορθότητας του προέδρου και τον τοποθετούσαν στο πάνθεον των μεγάλων ηγετών.
Πρόκειται για το χειρότερο δυνατό σενάριο, καθώς ο νέος πρόεδρος υποχωρεί στα μόνα σημεία που ήταν ελαφρώς …υποχωρητικός και ισχυροποιείται στα ζητήματα που ήταν εξαιρετικά επιθετικός. Παρά το γεγονός ότι η επίθεση στη Συρία δεν φαίνεται να έχει συνέχεια (τουλάχιστον για τις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες), σηματοδοτεί μια πολύ επικίνδυνη κλιμάκωση της αμερικανικής επιθετικότητας σε ολόκληρο τον πλανήτη. Πριν ακόμη κατακαθίσει η σκόνη από τους 59 πυραύλους Τόμαχοκ, η αμερικανική αρμάδα, με επικεφαλής το αεροπλανοφόρο Καρλ Βίνσον, κατευθυνόταν προς τον δυτικό Ειρηνικό Ωκεανό. Πρόσχημα ήταν η αντιπαράθεση με τη Βόρεια Κορέα, η προβολή ναυτικής ισχύος όμως αφορούσε πολύ περισσότερο την Κίνα. O Τραμπ, με μήνυμά του στο Twitter, απείλησε –εμμέσως πλην σαφώς– το Πεκίνο ότι αν δεν αναλάβει αυτό πρωτοβουλία εναντίον του πυρηνικού προγράμματος της Πιονγκ Γιανκ, θα υπάρχουν άμεσες επιπτώσεις στις εμπορικές συμφωνίες των ΗΠΑ με την Κίνα.
Αυτό ακριβώς το κλίμα «όλοι εναντίον όλων» χαρακτήρισε, εν τέλει, και τα συμπεράσματα της συνόδου των G7 που πραγματοποιήθηκε στον απόηχο των βομβαρδισμών στη Συρία. Όσο κλιμακώνονται οι υπόγειες εμπορικές αψιμαχίες μεταξύ των τριών ισχυρότερων οικονομικών μπλοκ του πλανήτη τόσο αυξάνονται και τα θερμά ή ψυχρά στρατιωτικά επεισόδια σε ολόκληρο τον πλανήτη. Οι συμμαχίες, όπως αποδεικνύει και η περίπτωση της Τουρκίας, ανατρέπονται πλέον σε διάστημα εβδομάδων και κάθε τοπική σύρραξη μετατρέπεται σε μια ακόμη ευκαιρία αναμέτρησης των μεγάλων δυνάμεων.
Άρης Χατζηστεφάνου,
ΠΡΙΝ