«Οργισμένοι οι Γερμανοί». «Στα όρια της τρέλας με τις αποζημιώσεις για το Ολοκαύτωμα». Ήταν Φεβρουάριος του 2001 και οι τίτλοι των ευρωπαϊκών εφημερίδων προσπαθούσαν να αποδώσουν την πολιτική αναταραχή που είχε προκαλέσει στη Γερμανία η κυκλοφορία του βιβλίου «Η βιομηχανία του Ολοκαυτώματος» του ακαδημαϊκού Νόρμαν Φινκελστίν.
Το βιβλίο αποκάλυπτε τους μηχανισμούς που είχαν χρησιμοποιήσει τα ισραηλινά λόμπι των Ηνωμένων Πολιτειών, σε συνεργασία με μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου, για να αποσπούν χρήματα από χώρες που ευθύνονταν άμεσα ή έμμεσα για τα φρικιαστικά εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας εναντίον του εβραϊκού πληθυσμού της Ευρώπης.
Στο παρελθόν αρκετοί ακόμη συγγραφείς είχαν παρουσιάσει σχετικές καταγγελίες αλλά αντιμετωπίστηκαν σαν αντισημίτες ή αρνητές του ολοκαυτώματος – και σε αρκετές περιπτώσεις η συγκεκριμένη κατηγορία ευσταθούσε απόλυτα.
Η περίπτωση του Φινκελστίν όμως διέφερε ριζικά. Καθώς η μητέρα του και ο πατέρας του ήταν επιζώντες του ολοκαυτώματος και όλοι του οι συγγενείς και από τις δυο πλευρές των γονιών του βρήκαν φρικτό θάνατο στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, γνώριζε πολύ καλά τα εγκλήματα της Γερμανίας του Χίτλερ αλλά και το πως ορισμένοι επιτήδειοι διαστρέβλωσαν αυτή την εικόνα.
Ο εβραϊκής καταγωγής καθηγητής δεν αρνούνταν τα εγκλήματα της Γερμανίας και την ανάγκη να πληρώσει υψηλές αποζημιώσεις στα θύματά της, υποστήριζε όμως ότι οι πραγματικοί επιζώντες του ολοκαυτώματος και οι συγγενείς τους πήραν ψίχουλα σε σχέση με ορισμένους από τους επικεφαλής του ισραηλινού λόμπι στην Αμερική, οι οποίοι μετέτρεψαν το δράμα των συνανθρώπων τους σε μια προσοδοφόρα επιχείρηση.
Ο ίδιος μάλιστα εξέφραζε την ανησυχία του ότι ομάδες ακροδεξιών στη Γερμανία ενδέχεται να διαστρέβλωναν το νόημα του βιβλίου του για να αρνηθούν τις ευθύνες του Τρίτου Ράιχ – κάτι που ο Φινκελστίν θεωρούσε απαράδεκτο.
Η βιομηχανία των αποζημιώσεων
Με συγκεκριμένα παραδείγματα υποστήριζε ότι ενώ άνθρωποι όπως η μητέρα του πήραν μόλις 3.500 δολάρια ως αποζημίωση άλλοι Εβραίοι, οι οποίοι συνδέονταν με το λόμπι στις ΗΠΑ, πήραν τεράστιες συντάξεις ενώ ορισμένα από τα ανώτερα στελέχη του λόμπι έφτασαν να λαμβάνουν πάνω από 100.000 δολάρια το χρόνο. Ο Φινκελστίν υποστήριζε ότι καθώς αυτή η «βιομηχανία του ολοκαυτώματος» γιγαντωνόταν ο αριθμός των επιζώντων αυξανόταν αντί να μειώνεται – όπως θα περίμενε κανείς να συμβαίνει αφού τα θύματα των ναζιστών πέθαιναν από φυσικά αίτια. Η μητέρα του μάλιστα συνήθιζε να του λέει ότι αν «όλοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι είναι επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης λένε την αλήθεια, τότε ποιους σκότωσε ο Χίτλερ».
Η μεταπολεμική κυβέρνηση της Γερμανίας είχε δεχθεί να αποζημιώσει τους Εβραίους που μαρτύρησαν στο Ολοκαύτωμα με τρεις διαφορετικές συμφωνίες που υπεγράφησαν το 1952. Οι συμφωνίες αυτές αφορούσαν ατομικές αποζημιώσεις όσων κατέθεταν σχετικά αιτήματα, επιδότηση του κράτους του Ισραήλ για την είσοδο Εβραίων προσφύγων αλλά και μια ξεχωριστή συμφωνία με την Διάσκεψη Εβραϊκών Αιτημάτων εναντίον της Γερμανίας – μια ομπρέλα οργανώσεων μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και ομάδες του ισραηλινού λόμπι στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα όμως με τον εβραϊκής καταγωγής ακαδημαϊκό τα λόμπι αυτά επανήλθαν στη δεκαετία του ’90 όταν πια είχε δημιουργηθεί αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «βιομηχανία του ολοκαυτώματος». Χρησιμοποιώντας τρία από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία των ΗΠΑ ζήτησαν αρχικά από ελβετικές τράπεζες την επιστροφή καταθέσεων θυμάτων του ολοκαυτώματος. Η ελβετική κυβέρνηση υποστήριξε τότε ότι εντόπισε μόνο 775 αδρανείς λογαριασμούς, οι οποίοι περιείχαν 32 εκατομμύρια δολάρια, τη στιγμή που η «βιομηχανία του ολοκαυτώματος» ζητούσε από 7 έως 20 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σύμφωνα πάντα με τον Φινκελστίν το ισραηλινό λόμπι των ΗΠΑ, σε συνεργασία με Αμερικανούς γερουσιαστές, εξαπέλυσε τότε μια πρωτοφανή επίθεση λάσπης εναντίον όχι της ελβετικής κυβέρνησης αλλά των ίδιων των πολιτών της χώρας, τους οποίους κατηγορούσαν συλλήβδην σαν συνεργάτες των Ναζί. «Ένα έθνος κλεφτών χωρίς καμία γοητεία το οποίο δεν έδωσε ούτε έναν καλλιτέχνη και ούτε μια σημαντική προσωπικότητα μετά τον Γουλιέλμο Τέλο» έγραφε χαρακτηριστικά μια εργασία που χρηματοδοτούνταν από το λόμπι.
Τελικά ύστερα από πιέσεις χρόνων οι οποίες έφτασαν μέχρι απειλές εμπορικού αποκλεισμού από τις ΗΠΑ, η Ελβετία πλήρωσε 1.25 δις δολάρια.
Η σειρά της Γερμανίας
Αμέσως όμως μόλις ολοκληρώθηκε η διαδικασία στην Ελβετία, τα ίδια δικηγορικά γραφεία στράφηκαν προς την Γερμανία απαιτώντας αποζημιώσεις 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων από εταιρείες που είχαν χρησιμοποιήσει πολιτικούς κρατούμενους σαν σκλάβους κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γερμανική οικονομική ελίτ κέρδισε κολοσσιαία ποσά από εργάτες-σκλάβους, μεταξύ των οποίων βρέθηκαν και πολλοί Έλληνες, τους οποίους δεν αποζημίωσε ποτέ. Το ερώτημα για τον Φινκελστίν ήταν ποιοι θα καρπώνονταν τώρα τις αποζημιώσεις δεδομένου ότι η αποζημίωση των Εβραίων που εργάστηκαν σε καταναγκαστικά έργα είχε ήδη προβλεφθεί από τις συμφωνίες του 1952.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μέλη της ισραηλινής Κνεσέτ φάνηκε να συμφωνούν σε αυτό το σημείο με τον Φινκελστίν. Ο Μάικλ Κλέινερ μάλιστα, επικεφαλής του κόμματος Χερούτ, υποστήριξε ότι ορισμένα στελέχη του λόμπι «συνεχίζουν το έργο των ναζί με διαφορετικό τρόπο» υπονοώντας ότι υφαρπάζουν αυτά που ανήκουν στα πραγματικά θύματα του ολοκαυτώματος.
Το 2001 ο Φινκελστίν υποστήριζε ότι η Γερμανία είχε ήδη πληρώσει περισσότερα από 60 δισεκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση για τα εγκλήματα της ναζιστικής ηγεσίας. Όταν κυκλοφόρησε μάλιστα το βιβλίο του το Βερολίνο είχε μόλις δώσει 4.8 δισεκατομμύρια δολάρια σε 900.000 άτομα που υποστήριζαν ότι είχαν εργαστεί σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και οι οποίοι, όπως αναφερόταν, εκπροσωπούνταν συλλογικά από δικηγορικά γραφεία του ισραηλινού λόμπι. Προϋπόθεση για την παροχή των χρημάτων ήταν να αποσύρουν τις μηνύσεις που είχαν καταθέσει σε αμερικανικά δικαστήρια.
Το πραγματικό πρόβλημα όμως δεν ήταν τα χρήματα που δόθηκαν από τη Γερμανία αλλά το αίσθημα αδικίας που κυριάρχησε σε μεγάλο τμήμα του γερμανικού πληθυσμού. Η παροχή αποζημιώσεων απέκτησε πολύ μεγαλύτερο πολιτικό κόστος για κάθε κυβέρνηση στο Βερολίνο καθώς δημιουργήθηκαν βάσιμες υπόνοιες ότι τα χρήματα δεν κατέληγαν σε αυτούς που τα δικαιούνταν αλλά σε αυτούς που ήταν σε θέση να ασκήσουν τις μεγαλύτερες πιέσεις, χρησιμοποιώντας για το λόγο αυτό την επιρροή τους στην Ουάσινγκτον.
Χιλιάδες οικογένειες στην Ευρώπη που είδαν τους συγγενείς τους να εκτελούνται ομαδικά και τις οικονομίες των χωρών τους να ισοπεδώνονται βρέθηκαν σε πολύ πιο δύσκολη θέση στις νόμιμες διεκδικήσεις τους. Τα θύματα είναι και πάλι απλοί άνθρωποι και ανάμεσά τους και οι Εβραίοι που έζησαν στο πετσί τους τη ναζιστική θηριωδία.
Άρης Χατζηστεφάνου
Επίκαιρα Απρίλιος 2013
Σχετικά θέματα: