Μετάφραση/Επιμέλεια: Δημήτρης Μακκός
Πηγή: Simon Blin – Libération.fr
Στο τελευταίο του βιβλίο ο Γάλλος δημοσιογράφος του οικονομικού ρεπορτάζ του Mediapart, Ρομαρίκ Γκοντάν, διατείνεται πως η συστηματική καταστολή στους δρόμους της κυβέρνησης Μακρόν έχει άμεση σχέση με το αυταρχικό του οικονομικού προγράμματός της. Πρόκειται για ένα είδος διακυβέρνησης κατά το οποίο οι ελευθερίες του κεφαλαίου πολλές φορές υπερισχύουν έναντι όλων των άλλων ελευθεριών. Η αποτυχία του Μακρόν να αποκτήσουν οι μεταρρυθμίσεις του ευρεία κοινωνική στήριξη τα τελευταία χρόνια μοιάζει δεδομένη. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει απαραίτητα και τη μη εφαρμογή τους με μια κρατική επίδειξη ισχύος χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη Γαλλία.
Ο τίτλος του βιβλίου του Γκοντάν εξαρχής θέτει στον αναγνώστη με τρόπο ευθύ τον πυρήνα της προβληματικής: «Ο κοινωνικός πόλεμος στη Γαλλία. Οι οικονομικές καταβολές της αυταρχικής δημοκρατίας». Με αυτόν τον μάλλον επιθετικό τίτλο, ο Γκοντάν δε θέλει παρά να τονίσει το εξής γεγονός: η συστηματική ποινικοποίηση του συναθροίζεσθαι σε συγκεκριμένες γειτονιές του Παρισιού, η καταστολή ενάντια στο κίνημα των κίτρινων γιλέκων κάθε Σάββατο και τα χημικά σε πορείες για το κλίμα χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία την προστασία των διαδηλωτών από ταραξίες, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια του προέδρου Μακρόν να επιβάλλει πάση θυσία τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα του.
Πίσω στο 2017, όταν ο Μακρόν διεκδικούσε την εξουσία στις εκλογές ενάντια στην ακροδεξιά Λεπέν, το κεντρικό προεκλογικό του αφήγημα όσον αφορά την οικονομία έμοιαζε οικείο με την ελληνική πραγματικότητα. Για τον Μακρόν, η κάμψη των αναπτυξιακών και επενδυτικών δεικτών της γαλλικής οικονομίας οφειλόταν απλούστατα στη συστηματική άρνηση της κοινής γνώμης να αποδεχθεί την ευθυγράμμιση με τη νεοφιλελεύθερη τάση του καπιταλισμού, όπως αυτή εμφανίστηκε στις ΗΠΑ και τη Βρετανία τη δεκαετία του ’80, εισαγόμενη από τη Λατινική Αμερική. Παρόλο που η Γαλλία, ήδη από τη δεκαετία του ’80, ακολούθησε την παγκόσμια τάση μαζικών ιδιωτικοποιήσεων και άλλων νεοφιλελεύθερου τύπου μεταρρυθμίσεων, το οικονομικό μοντέλο της χώρας έμοιαζε ακόμα ατελές στα μάτια του μελλοντικού τότε προέδρου.
Η αλήθεια είναι ότι τα δεδομένα δείχνουν πως η Γαλλία σε σύγκριση με γειτονικές της χώρες κατάφερε με κάποιο τρόπο να διατηρήσει ένα πολύ ισχυρό κοινωνικό κράτος, με δυναμικά συνδικάτα και μια σημαντική παρουσία κρατικών εταιριών σε κομβικούς τομείς της οικονομίας. Ο πρώην καθηγητής οικονομικών του πανεπιστημίου της Σορβόννης και νυν του πανεπιστημίου της Γενεύης, Μπρούνο Αμάμπλ, θεωρεί πως η γαλλική οικονομία πράγματι βρίσκεται ακόμα σε ένα υβριδικό στάδιο. Αυτό συνέβη διότι η διαχρονική ύπαρξη κοινωνικού κινήματος πολλές φορές περιόρισε την εφαρμογή ή την πλήρη εφαρμογή νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων.
Πράγματι, λίγες είναι οι χώρες στην Ευρώπη με τόσα μαζικά κοινωνικά κινήματα μεταπολεμικά. Ξεκινώντας από τον Μάη του ’68 μεταφερόμαστε στις μεγάλες απεργίες του 1995 κατά των μεταρρυθμίσεων της κοινωνικής ασφάλισης, συνεχίζουμε στις μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 2006, περνάμε στις κινητοποιήσεις επί Σαρκοζί ενάντια στην απόπειρα ιδιωτικοποίησης των γαλλικών πανεπιστημίων και εν τέλει φτάνουμε στα μαζικά κινήματα και στις λαϊκές συνελεύσεις εναντίον των μεταρρυθμίσεων Ολάντ. Πρόκειται για αντιδράσεις άλλοτε πετυχημένες, άλλοτε αποτυχημένες, που ωστόσο διαμόρφωσαν αυτό το υβριδικό και όχι πλήρως νεοφιλελεύθερο μοντέλο της γαλλικής οικονομίας.
Το 2017 λοιπόν η εκλογή του Μακρόν αποτελεί, σύμφωνα με το βιβλίο του Γκοντάν, την αρχή της αντεπίθεσης ενάντια σε μια Γαλλία που έχει το θράσος να διαθέτει ακόμα κοινωνικό κράτος και ισχυρά συνδικάτα. Αυτή τη φορά ο πρόεδρος Μακρόν δείχνει πεπεισμένος να εφαρμόσει μέχρι τέλους την ατζέντα του. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν υποχωρεί μπροστά στην κοινωνική ένταση ή αν το κάνει, αποτελεί προϊόν τακτικής για την επόμενη κίνηση. Παράλληλα, ο Μακρόν, εν αντιθέσει με τους προκατόχους του, δείχνει να εφαρμόζει την πολιτική του με μεγάλη ταχύτητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κοινωνικό σοκ και το περιθώριο οργανωμένης μαζικής αντίδρασης ενάντια σε κάθε μεταρρύθμιση.
Το ασυμβίβαστο του πολιτικού του προφίλ μπροστά στην κοινωνική ένταση αποδεικνύει τη φιλοδοξία του προέδρου, μετά τον Ρήγκαν και τη Θάτσερ, να ενταχθεί και αυτός στο πάνθεον της νεοφιλελεύθερης νικηφόρας αφήγησης. Στο τεύχος της 1ης Μαΐου του 2018 του περιοδικού Forbes και ενώ η γαλλική κυβέρνηση είχε ήδη αρχίσει να ξεδιπλώνει το πρόγραμμα της, ο πρόεδρος Μακρόν παραχώρησε μια εκτενή συνέντευξη. Ο τίτλος της συνέντευξης περιγράφει τον Μακρόν ως τον κατεξοχήν ηγέτη των ελεύθερων αγορών. Το μήνυμα της συνέντευξης, ανήμερα της Πρωτομαγιάς, προς τους εργαζομένους ήταν σαφές: η Γαλλία πρέπει επιτέλους να θέσει ως βασική προτεραιότητα της οικονομικής της πολιτικής την απόλυτη ελευθερία του κεφαλαίου, πριν από όλα τα άλλα.
Ωστόσο, ο Γκοντάν εξηγεί πως η νέα κατάσταση δεν φέρνει μονάχα μια μάχη νέας και παλιάς οικονομικής πολιτικής στη Γαλλία, αλλά έχει και πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Αυτό γιατί η νεοφιλελεύθερη ιδέα της ανάπτυξης απαξιώνει οτιδήποτε δεν προσφέρει άμεσο και σημαντικό κέρδος. Έτσι η πολιτισμική κληρονομιά αποκτά αξία μονάχα όταν είναι επισκέψιμη από τουρίστες. Η παραγωγή κοινωνικής και ανθρωπιστικής έρευνας από γαλλικά πανεπιστήμια, που για δεκαετίες καλλιέργησαν παράδοση σε αυτούς τους τομείς, ξαφνικά περιορίζεται εφόσον δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση της αγοράς. Φτιάχνεται λοιπόν μια νέου είδους start-up κοινωνία, με επίδοξους επιχειρηματίες να κυνηγούν την τύχη τους σε μια αγορά που υποτίθεται αυτορρυθμίζεται και δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους. Φυσικά η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, το κοινωνικό κράτος και οι λοιπές παροχές, είτε περισσεύουν είτε περιορίζονται στο βωμό της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας.
Βέβαια η Γαλλία δεν είναι η πρώτη χώρα που βιώνει την εξαναγκαστική πλήρη ευθυγράμμιση με τη διεθνή πλέον νεοφιλελεύθερη τάση του καπιταλισμού και σίγουρα δε θα είναι και η τελευταία. Ωστόσο, αυτό που ο Γκοντάν τονίζει στο βιβλίο του είναι πως στη Γαλλία ακόμα δεν έχει επιτύχει η προσπάθεια δημιουργίας ενός τεχνητού κινδύνου στην οικονομία, ώστε να καμφθεί η κοινωνική αντίδραση.
Παρόλο που η κρίση του 2008 χτύπησε με ένταση την Ευρωζώνη, τα γαλλικά επιτόκια δανεισμού ποτέ δεν επηρεάστηκαν σε ανησυχητικό βαθμό την τελευταία δεκαετία. Το ενδεχόμενο χρεοκοπίας ή κατάρρευσης του γαλλικού τραπεζικού συστήματος ποτέ δεν ήταν ρεαλιστικό. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, συνοψίζει ο Γκοντάν, η κοινωνική αντίδραση εντείνεται, με τον Μακρόν να οδηγείται σε συστηματικό βαθμό πλέον στο ύστατο μέσο της επίκλησης στην ισχύ. Άλλωστε, η εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης σκέψης επέβαλε, σε όλες τις περιπτώσεις της εφαρμογής της, την περιστολή δημοκρατικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Η Γαλλία δεν αποτελεί εξαίρεση.
Το βιβλίο του Γκοντάν είναι προς το παρόν διαθέσιμο στη γαλλική γλώσσα: Romaric Godin, La Guerre sociale en France. Aux sources économiques de la démocratie autoritaire, éd. La Découverte, Paris, 2019, p. 250.