Κ. Λαπαβίτσας – 20/5/2017
Στις 18 Μαΐου η Βουλή έδωσε ισχύ νόμου στη συμφωνία της κυβέρνησης με τους δανειστές, η οποία είχε τον τίτλο «Συμπληρωματικό Μνημόνιο Κατανόησης». Πρόκειται, λοιπόν, για ένα νέο Μνημόνιο που συμπληρώνει το καθοριστικό Τρίτο του Αυγούστου του 2015.
Αδυναμία πολιτικής σταθεροποίησης
Η ψήφιση του συμπληρωματικού Μνημονίου δείχνει καταρχήν την παντελή αποτυχία του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Για τα κυβερνητικά κόμματα δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτε –έχουν πλήρως εξαχρειωθεί. Ο εισηγητής της πλειοψηφίας ήταν βασικό στέλεχος των 53+, της κατά φαντασίαν «αντιμνημονιακής ψυχής» του ΣΥΡΙΖΑ. Κανένας από τους βουλευτές της συγκυβέρνησης δεν είχε το κουράγιο να αντιταχθεί, κάτι που έκαναν τόσοι άλλοι στα προηγούμενα Μνημόνια. Πρόκειται για μελανή κηλίδα στην ιστορία της ελληνικής Αριστεράς.
Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, από την άλλη, επιδόθηκαν σε όργιο υποκρισίας. Οι λυσσαλέοι υποστηρικτές του Τρίτου Μνημονίου, καταψήφισαν με ιερή αγανάκτηση το συμπλήρωμά του. Το ΚΚΕ επίσης καταψήφισε προβάλλοντας έναν γενικόλογο αντικαπιταλισμό που δεν προσφέρει τίποτε στην ελληνική κοινωνία. Η Χρυσή Αυγή δήλωσε ότι θα καταψήφιζε, αν ήταν παρούσα, συνεχίζοντας την προσπάθεια να εμφανιστεί ως δήθεν «αντισυστημική». Για τον κ. Λεβέντη δε χρειάζεται να γίνεται λόγος.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν συστηματικά ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι βαθιά αντιμνημονιακή. Στη Βουλή όμως δεν υπάρχει κανένας φορέας που να εκφράζει αυτή τη λαϊκή βούληση. Πρόκειται για την κεντρική αντίφαση της ελληνικής πολιτικής ζωής σήμερα. Από τη φύση της η αντίφαση δεν επιτρέπει την πολιτική σταθεροποίηση της χώρας. Είναι θέμα χρόνου να υπάρξει γενικευμένη πολιτική αστάθεια, ο χαρακτήρας της οποίας θα πηγάσει από αυτά που μόλις ψήφισαν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Το νεοφιλελεύθερο περιεχόμενο του Μνημονίου
Το συμπληρωματικό Μνημόνιο είναι ένα πυκνογραμμένο κείμενο που θεσμοθετεί μια εξωπραγματική λιτότητα με πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% τουλάχιστον μέχρι το 2021. Τα επιπλέον φορολογικά μέτρα, οι περικοπές των συντάξεων, οι μεγάλες επιβαρύνσεις του ασφαλιστικού, θα προσθέσουν ασφυκτική πίεση στα εργατικά και τα μεσαία στρώματα. Τα περιβόητα «αντίμετρα» θα ενεργοποιηθούν μόνον εάν και όταν επιτευχθεί το 3,5% το 2019 και θα περιλαμβάνουν περιορισμένες ελαφρύνσεις. Ακόμη χειρότερα, θα ανακουφίζουν στρώματα διαφορετικά από εκείνα που θα έχουν ήδη σηκώσει το επιπλέον φορολογικό και συνταξιοδοτικό βάρος.
Για να εξασφαλιστεί ο στόχος της λιτότητας, το Μνημόνιο παρεμβαίνει αποφασιστικά στην ελληνική πολιτεία. Η διορισμένη Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων θα ασκεί την πραγματική δημοσιονομική εξουσία στην Ελλάδα. Το Μνημόνιο προβλέπει ακόμη και τον ακριβή αριθμό και τη μέθοδο προσλήψεων της ΑΑΔΕ για το 2016-8 (1160 άτομα). Δεν χρειάζεται καλύτερη απόδειξη για το πως υποχωρεί η δημοκρατία, όταν μια χώρα χάνει την κυριαρχία στη διαχείριση των εσόδων της.
Το Μνημόνιο προβλέπει και άλλα με λεπτομέρεια, όπως για τα προβληματικά δάνεια των τραπεζών, την πορεία της ΔΕΗ, τα ειδικά μισθολόγια, τη Δικαιοσύνη. Ο πυρήνας της λογικής του είναι κλασικά νεοφιλελεύθερος: η ελληνική οικονομία θα σταθεροποιηθεί μέσω της λιτότητας και οι «μεταρρυθμίσεις» θα φέρουν ανάπτυξη. Οι «μεταρρυθμίσεις» περιλαμβάνουν, βεβαίως, περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, άνοιγμα επαγγελμάτων, κοκ.
Οι κυνικοί υπολογισμοί της κυβέρνησης
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνομολόγησε τη βαθιά νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση της ελληνικής κοινωνίας, υπό τον πλήρη έλεγχο των δανειστών, κάνοντας κυνικούς υπολογισμούς. Πρώτο, ελπίζει ότι οι δανειστές θα έχουν τη γαλαντομία να δώσουν κάποια ελάφρυνση του χρέους το επόμενο διάστημα, την οποία θα παρουσιάσει ως θρίαμβο. Δεύτερο, πιστεύει ότι η καταφανής μετριότητα του κ. Μητσοτάκη και η ακόμη μεγαλύτερη μνημονιακή του αδιαλλαξία θα συνεχίσουν να φοβίζουν ευρύτατα λαϊκά στρώματα. Τρίτο και σημαντικότερο, προσδοκά ότι η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει ανάπτυξη το επόμενο διάστημα. Οι τρεις αυτοί παράγοντες, υπολογίζει ο κ. Τσίπρας, θα του δώσουν το περιθώριο να παραμείνει στην εξουσία.
Ο υπολογισμός είναι έωλος. Ο Υπουργός Οικονομικών μας κάλεσε από το βήμα της Βουλής να κοιτάξουμε τα «μικροοικονομικά» στοιχεία για να πειστούμε ότι η ελληνική οικονομία έχει γυρίσει σελίδα. Ο κ. Τσακαλώτος θα πρέπει να ξαναδεί τα στοιχεία επειγόντως. Η κατάρρευση των επενδύσεων, η μετριότητα των εξαγωγών, η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος, η σχετική σταθεροποίηση των πραγματικών μισθών δείχνουν στασιμότητα και όχι ταχύρρυθμη ανάπτυξη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Ελλάδα ουσιαστικά επέστρεψε στην ύφεση το τελευταίο τέταρτο του 2016 και το πρώτο τέταρτο του 2017. Ούτε ότι η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα αρνούνται πεισματικά να βελτιωθούν.
Η ελληνική οικονομία έχει σχετικά σταθεροποιηθεί ήδη από το 2014, όταν τελείωσε η οξεία φάση της κρίσης. Αλλά μέσα στο μνημονιακό πλαίσιο λιτότητας και «μεταρρυθμίσεων» η χώρα σέρνεται, με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και παροδικές υφέσεις. Παράλληλα συνεχίζει να χάνει την εκπαιδευμένη νεολαία της προς όφελος των ξένων.
Η αναγκαιότητα της ρήξης
Φτάνουμε έτσι στη βαθύτερη σημασία του νέου Μνημονίου του κ. Τσίπρα. Το Μνημόνιο πήγασε από την απόφαση ολόκληρου του πλέγματος εξουσίας της χώρας να παραμείνει στην ΟΝΕ και να αποδεχθεί τους όρους της ΕΕ με οποιοδήποτε κόστος. Η μόνη θετική προσφορά της εξευτελιστικής διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ είναι το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πορεία χωρίς ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ.
Το μνημονιακό στρατόπεδο συνεχίζει να φαντάζεται ότι μέσα στην ΟΝΕ η χώρα ανήκει στον «σκληρό πυρήνα» της ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης». Ας προσέξει λίγο καλύτερα. Η κρίση της Ευρωζώνης υποχωρεί μεν, αλλά αφήνει πίσω της ένα θεμελιωμένο διαχωρισμό της Ευρώπης σε «κέντρο-περιφέρεια». Το κέντρο είναι ο εξαγωγικός βιομηχανικός τομέας της Γερμανίας που έχει δημιουργήσει μια σειρά από περιφέρειες στην Ευρώπη με βασικό μοχλό τους μηχανισμούς της ΟΝΕ και της ΕΕ. Με το νέο Μνημόνιο η Ελλάδα εντάσσεται οριστικά στην περιφέρεια, ως μια ασήμαντη και γηρασμένη χώρα που θα λιμνάζει υπό το βάρος ενός υπέρογκου χρέους.
Μετά από εφτά χρόνια η ελληνική κρίση έχει πλέον μετατραπεί σε ζήτημα κοινωνικής και εθνικής επιβίωσης. Οι έχοντες και κατέχοντες έχουν αποδεχθεί την περιθωριοποίηση της χώρας. Η λύση θα πρέπει να έρθει από τα εργατικά και μεσαία στρώματα και να περιλαμβάνει τη ρήξη. Είναι απαραίτητο να έχει ταξικό χαρακτήρα, με ανατροπή της σημερινής πνιγηρής κοινωνικής κατάστασης, και να οδηγεί σε ανάκτηση της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας.
Μετά τον διασυρμό του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει διάχυτη απογοήτευση και απόγνωση στην ελληνική κοινωνία. Είναι λάθος όμως να συγχέεται η βουβή απέχθεια προς την πολιτική με την πλήρη παράδοση. Δεν υπάρχουν συνθήκες πραγματικής σταθεροποίησης της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι η συστηματική στράτευση, ώστε να αποκτήσει κοινωνική και πολιτική υπόσταση το μήνυμα της ρήξης.