Ο Ιούλιος Καίσαρας πρέπει να είχε καθίσει αρκετά λεπτά σκεπτικός μπροστά στον ποταμό Ρουβίκωνα εκείνη τη νύχτα της 10ης προς 11η Ιανουαρίου του 49 π.X. Γνώριζε πολύ καλά ότι το να τον διασχίσει δεν σήμαινε απλώς να προωθήσει τις λεγεώνες του μερικές ακόμη εκατοντάδες μέτρα. Το φυσικό αυτό σύνορο ήταν το όριο πέρα από το οποίο δεν μπορούσαν να κινηθούν οι λεγεώνες των στρατηγών. Μόνο οι πραίτορες, που εκτελούσαν αστυνομικά καθήκοντα, είχαν το δικαίωμα να πλησιάζουν περισσότερο τη Ρώμη φέροντας τον οπλισμό τους. Οποιαδήποτε παρέκκλιση από τον κανόνα ισοδυναμούσε με πραξικόπημα και σηματοδοτούσε το τέλος της ρωμαϊκής δημοκρατίας.
Μια αντίστοιχη αρχή συνοδεύει εδώ και δεκαετίες τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Οι ένοπλες δυνάμεις δεν μπορούν να επιχειρούν στο εσωτερικό της χώρας φέροντας τον οπλισμό τους. Αυτό τουλάχιστον ίσχυε μέχρι τις 3 Ιουλίου όταν το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας διέβη τον Ρουβίκωνα αγνοώντας όχι μόνο την αρχαία ιστορία αλλά και τις πολύ πιο πρόσφατες σκοτεινές σελίδες του 3ου Ραιχ.
Στις αρχές του καλοκαιριού τα μέλη του δικαστηρίου έδωσαν την άδεια στις ένοπλες δυνάμεις να επιχειρούν και στο εσωτερικό της χώρας. Ανατρέποντας προηγούμενες αποφάσεις οι δικαστές έκριναν ότι ο στρατός μπορεί να παρέμβει σε «εξαιρετικά σοβαρά περιστατικά» για να συνδράμει το έργο της αστυνομίας ή για να αντιμετωπίσει φυσικές καταστροφές.
Το ιστορικό της σχετικής απόφασης ξεκινά το 2006 όταν η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών και των πρασίνων προώθησε τη λεγόμενη Νομοθετική Πράξη για την Ασφαλεία των Αερομεταφορών, με την οποία έδινε το δικαίωμα στην πολεμική αεροπορία να καταρίπτει αεροσκάφη που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο αεροπειρατών. Η γερμανική κυβέρνηση δήλωνε ότι ήθελε να προλάβει κάποια τρομοκρατική επίθεση αντίστοιχη με την 11η Σεπτεμβρίου. Στην πραγματικότητα όμως άνοιγε και μια κερκόπορτα για το νέο ρόλο των ενόπλων δυνάμεων.
Το ανώτατο δικαστήριο όμως ακύρωσε το σχετικό νόμο. Στην αιτιολογία της απόφασής του μάλιστα υπενθύμιζε ότι βάσει του συντάγματος οι ένοπλες δυνάμεις δεν μπορούν να αναπτυχθούν με τον οπλισμό τους σε κανένα σημείο της γερμανικής επικράτειας. Έξι χρόνια αργότερα μια νέα ανάγνωση του συντάγματος έρχεται να απομακρύνει το δεύτερο περιορισμό.
Θεωρητικά το συνταγματικό δικαστήριο έλαβε όλα τα απαράιτητα μέτρα ώστε ο στρατός να μην παρέμβει ποτέ στις πολιτικές εξελίξεις, στρέφοντας τα όπλα του εναντίον του πληθυσμού. Μεταξύ άλλων οι δικαστές όρισαν ότι «η απειλή εναντίον ατόμων ή της περιουσίας τους από διαδηλωτές δεν συνιστά επαρκή λόγο για την παρέμβαση του στρατού». Ουσιαστικά με τη συγκεκριμένη φράση θέλουν να αποτρέψουν τις τάσεις που είχαν αναπτυχθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60 όταν κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας, σκέφτονταν σοβαρά να χρησιμοποιήσουν το στρατό για να καταστείλουν τις φοιτητικές και εργατικές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν το γαλλικό Μάη του 68.
Όπως επισημαίνουν όμως Γερμανοί συνταγματολόγοι η πρόσφατη απόφαση, παρά τους περιορισμούς που επιβάλλει, ανοίγει και πάλι μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της γερμανικής ιστορίας.
Η κληρονομιά του 3ου Ραιχ.
Μετά την κατάρρευση της ναζιστικής Γερμανίας στο δευτερο παγκόσμιο το νέο σύνταγμα της χώρας, ο λεγόμενος Βασικός Νόμος, περιελάμβανε σαφείς ρυθμίσεις που θα απέτρεπαν την επανεμφάνιση του γερμανικού μιλιταρισμού. Εκτός από τους περιορισμούς στην ανάπτυξη δυνάμεων στο εξωτερικό, όριζε ρητά ότι απαγορεύεται η χρήση ένοπλων στρατιωτών στο εσωτερικό της χώρας. Και οι δυο ρυθμίσεις επιβλήθηκαν στη Δυτική Γερμανία με την στήριξη των ΗΠΑ και των δυτικών συμμάχων τους, οι οποίοι αν και ήθελαν να δημιουργήσουν ένα οικονομικό ανάχωμα στην επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης, δεν ήθελαν να δουν και μια αναγέννηση των στρατιωτικών βλέψεων της Γερμανίας.
Προκειμένου να αλλάξει αυτό το καθεστώς το Βερολίνο θα έπρεπε σήμερα να τροποποιήσει το Βασικό Νόμο. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία την οποία δεν διαθέτουν αυτή τη στιγμή οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες. Το συνταγματικό δικαστήριο δηλαδή παρέκαμψε αυτή τη πολιτική πραγματικότητα δίνοντας τη δική του ερμηνεία στο Σύνταγμα. Όπως εκτιμούσε και ο Ράινχαρντ Γκάιερ, ένα από τα 16 μέλη του ανώτατου δικαστηρίου που μειοψήφισαν, η απόφαση μπορει να μην παραβαίνει το γράμμα του νόμου αλλά ουσιαστικά καταστρατηγεί το πλαίσιο της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στο ίδιο μήκος κύματος και η έγκριτη γερμανική εφημερίδα Σιντόιτσε Τσάιτουγκ σημείωνε εμμέσως πλην σαφώς ότι η απόφαση αποτελεί επιστροφή σε άλλες εποχές… και ο νοών νοείτο.
Η απόφαση δεν είναι φυσικά προτώγνορη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Στην Ιταλία ο Μπερλουσκόνι δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει το στρατό στο εσωτερικό της χώρας, με πρόσχημα την εγκληματικότητα και το πρόβλημα της μετανάστευσης, ενώ οι πρόσφατοι ολυμπιακοί αγώνες έφεραν στο κέντρο του Λονδίνου μονάδες του στρατού, οι οποίες λίγες εβδομάδες νωρίτερα πολεμούσαν στο Αφγανιστάν. Παλαιότερα οι μεγάλες συνεδριάσεις των G8 ή του ΔΝΤ σε διάφορες ευρωπαϊκές πρωτεύουσσες αποτέλεσαν αφορμή για την τοποθέτηση αντιαεροπορικών πυραύλων στο κέντρο των πόλεων αλλά ακόμη και για την κινητοποιήση του πολεμικού ναυτικού σε λιμάνια ή ποτάμια.
Το πολιτικό και οικονομικό βάρος της Γερμανίας όμως δίνει άλλες διαστάσεις στο όλο εγχείρημα.
Κάντο σαν τις ΗΠΑ
Η φιλοσοφία της χρήσης ένοπλων στρατιωτών για την αντίμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού» έχει τις ρίζες της στις ΗΠΑ και έχει οδηγήσει σε τραγικές καταστάσεις. Η δολοφονία τεσσάρων φοιτητών από την εθνοφρουρά του Οχάιο το 1970, κατατρύχει ακόμη και σήμερα την αμερικανική κοινωνία. Πολύ πιο πρόσφατα, το 1993, η παρέμβαση αξιωματούχων του στρατού στην προσπάθεια εκένωσης κτιρίου στο Γουάκο του Τέξας, οδήγησε στο θάνατο 76 ατόμων μεταξύ των οποίων βρίσκονταν 20 παιδιά και δυο έγγυες γυναίκες. Επί προεδρίας Μπους μάλιστα όχι μόνο χρησιμοποιήθηκε η εθνοφρουρά με πρόσχημα την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών στη Νέα Ορλεάνη αλλά αρκετές από τις αρμοδιότητές της, για τη φύλαξη της πόλης, «ιδιωτικοποιήθηκαν» και προσφέρθηκαν στην εταιρεία μισθοφόρων Μπλακγουότερ.
Ακόμη και με αυτή την αιματηρή ιστορία όμως οι ΗΠΑ δεν διέβηκαν ποτέ τον ρουβίκωνα με τον τρόπο που το κάνει τώρα η Γερμανία. Σε αντίθεση με την εθνοφρουρά, ο αμερικανικός ομοσπονδιακός στρατός, που αποτελεί το αντίστοιχο των ευρωπαϊκών ενόπλων δυνάμεων, απαγορεύεται ρητά να κινηθεί με όπλα στο εσωτερικό της χώρας. Η σχετική απόφαση ελήφθη το 1878 και είχε στόχο να προστατεύσει τον πληθυσμό από τη δύναμη των πανίσχυρων λόμπι των βιομηχάνων και των τραπεζιτών στην Ουάσινγκτον. Μέχρι τότε αρκετοί πρόεδροι είχαν υποκύψει στις πιέσεις επιχειρηματιών και είχαν στείλει στρατιωτικές δυνάμεις για να καταστείλουν απεργίες και άλλες κινητοποιήσεις εργαζομένων.
Προκειμένου να αποφύγουν τέτοια περιστατικά οι νομοθέτες της εποχής θωράκισαν την απαγόρευση χρήσης του στρατού με ένα ατράνταχτο λογικό επιχείρημα. «Οι ένοπλες δυνάμεις», αναφερόταν στη σχετική απόφαση, «εκπαιδεύονται για να λειτουργούν σε τέτοιες συνθήκες που αν επικρατούσαν στις ΗΠΑ δεν θα είχαμε τον απαιτούμενο χρόνο για να προφυλάξουμε τις συνταγματικές μας ελευθερίες». Πιο απλά, οι νομοθέτες έθεταν τις συνταγματικές ελευθερίες πάνω από οποιαδήποτε κατάσταση έκτατης ανάγκης η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σνα πρόσχημα για τη ανάπτυξη του στρατού εναντίον του πληθυσμού.
Η Γερμανία φαίνεται όμως ότι ξέχασε αυτή τη βασική αρχή.
Αρης Χατζηστεφάνου
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Σεπτέμβριος 2012