Ο θάνατος του Κρίστοφερ Λι σηματοδοτεί το δεύτερο κινηματογραφικό τέλος του Κόμη Δράκουλα, μετά τον θάνατο του Μπέλα Λουγκόσι. Μερικοί βρικόλακες όμως, όπως αυτοί που περιέγραφε στα έργα του ο Κάρολος Μαρξ ή ακόμη και ο Νιλ Γιανγκ, παραμένουν απέθαντοι.
«Είμαι, μωρό μου, ένας βρικόλακας που ρουφά αίμα από το έδαφος. Είμαι μια μαύρη νυχτερίδα με υψηλό αριθμό οκτανίων» τραγουδούσε πριν από τέσσερις δεκαετίες ο Νιλ Γιανγκ. Ούτε ο ίδιος δεν φανταζόταν βέβαια ότι ο πόλεμος που κήρυσσε εναντίον της βιομηχανίας του πετρελαίου -εν μέσω μάλιστα της πετρελαϊκής κρίσης της δεκαετίας του ’70- θα τον κυνηγούσε σαν ζωντανός νεκρός για το υπόλοιπο της ζωής του. Μόλις πριν από μερικούς μήνες εταιρείες όπως η Shell τού επιτέθηκαν με την κατηγορία ότι δυσφημεί το έργο τους.
Ο Νιλ Γιανγκ δεν είναι φυσικά ο μόνος που χρησιμοποιεί παρομοιώσεις με βρικόλακες για να περιγράψει τα πρωτοπαλίκαρα του σύγχρονου καπιταλισμού. Στο ίδιο μήκος κύματος το συγκρότημα Thievery Corporation συγκρίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με έναν βρικόλακα ο οποίος πίνει το αίμα των χωρών που πέφτουν στην παγίδα του χρέους. «Πηγαίνω στο Λάγος, βαμπίρ. Πηγαίνω στην Κινσάσα, βαμπίρ. Πηγαίνω στο Νταρφούρ, βαμπίρ» τραγουδούσαν οι Thievery Corporation, σε μια εποχή που η Ελλάδα δεν συγκαταλεγόταν επισήμως στα τριτοκοσμικά θύματα του ΔΝΤ. Ηταν όμως η εποχή που δημοσιογράφοι ερευνητές, όπως ο Ματ Τάιμπι, απέδιδαν για πρώτη φορά στην Goldman Sachs τον τίτλο του βρικόλακα – τον οποίο φέρει ακόμη και σήμερα.
Το πρόβλημα φυσικά με τους βρικόλακες είναι ότι είναι απέθαντοι και συνεπώς προσφέρονται για κάθε είδους παρομοιώσεις και συγκρίσεις. Το 1931, όταν ο Μπέλα Λουγκόσι υποδύθηκε τον Κόμη Δράκουλα, μορφοποιώντας την εικόνα με την οποία τον γνωρίζουμε ακόμη και σήμερα, οι βρικόλακες και άλλα τέρατα του γερμανικού εξπρεσιονισμού εξέφραζαν τη συλλογική αγωνία της ανθρωπότητας απέναντι στη Μεγάλη Ύφεση και τα σύννεφα του πολέμου που συσσωρεύονταν στην Ευρώπη. Τι πραγματικά συμβόλιζε όμως ο πρώτος Κόμης Δράκουλας, ο ήρωας δηλαδή που παρουσίασε το 1897 ο συγγραφέας Μπραμ Στόκερ;
Για αρκετές σύγχρονες και μεταμοντέρνες θεωρίες ο ζωντανός-νεκρός κόμης από την Τρανσιλβανία εκφράζει την εικόνα του «Αλλου», που τρόμαζε τη νεαρή αλλά ήδη πανίσχυρη αστική τάξη της Βρετανίας.
Τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του αριστοκράτη παρέπεμπαν στο παλαιό καθεστώς της φεουδαρχίας, που δεν έλεγε να αφήσει την τελευταία του πνοή, όσες ξύλινες σφήνες και αν του κάρφωνε στην καρδιά η Βιομηχανική Επανάσταση. Συμπληρωματική αυτής της προσέγγισης είναι και η θεωρία που θέλει τον Κόμη Δράκουλα να συμβολίζει τη ρωσική απειλή.
Καθώς οι τσάροι σχεδίαζαν για χρόνια την ένωση των σλαβικών χωρών υπό τη δική τους κηδεμονία, το Λονδίνο φοβόταν ότι θα έχανε τη δυνατότητα να ασκεί την πολιτική τού διαίρει και βασίλευε για να ελέγχει την ισχύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και φυσικά, σύμφωνα με αυτές τις θεωρίες, κανένας και τίποτα δεν θα μπορούσε να συμβολίσει καλύτερα τον φόβο απέναντι στη φεουδαρχική Ασία και τα Βαλκάνια από τη φιγούρα ενός αιμοσταγή άρχοντα από την Τρανσιλβανία.
Την προσέγγιση αυτή θα επιχειρήσει να ανατρέψει το 1982 ο μαρξιστής στοχαστής Φράνκο Μορέτι σε ένα κείμενό του με τίτλο «Η διαλεκτική του φόβου», που κυκλοφόρησε στο New Left Review. Ο Δράκουλας, εξηγούσε ο Μορέτι, έχει μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός αριστοκράτη, ενώ στην πραγματικότητα φαίνεται να εμπνέεται περισσότερο από τα κείμενα του Ανταμ Σμιθ.
Χωρίς ούτε έναν υπηρέτη (ο ορισμός της μη παραγωγικής εργασίας που, σύμφωνα με τον Ανταμ Σμιθ, περιορίζει το κεφάλαιο του αφεντικού του) αναγκάζεται να κάνει μόνος του ακόμη και τις βασικές δουλειές του σπιτιού. Οσο για τη δίψα του για αίμα, δεν πηγάζει από τις ακόρεστες επιθυμίες που χαρακτήριζαν την αριστοκρατία στα χρόνια της φεουδαρχίας, αλλά από την ανάγκη να διατηρηθεί στη ζωή συγκεντρώνοντας -και όχι σπαταλώντας- το αίμα των άλλων.
Για τον Μορέτι, ο Κόμης Δράκουλας αντιπροσωπεύει τη φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού, που τρομάζει τη νεαρή αστική τάξη της Αγγλίας όχι λόγω της αριστοκρατικής αμφίεσής του ή της σλαβικής καταγωγής του, αλλά επειδή συνθλίβει τις βεβαιότητες για τη φύση του οικονομικού συστήματος που επικρατούσαν μέχρι τότε.
Για να φτάσει βέβαια σε αυτό το συμπέρασμα, ο Μορέτι έχει πατήσει σε πλάτες γιγάντων και συγκεκριμένα στον Κάρολο Μαρξ. Αν και ο συγγραφέας του «Κεφαλαίου» δεν έζησε για να διαβάσει τον «Κόμη Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ, η εικόνα του βρικόλακα με τα ευγενή εξωτερικά χαρακτηριστικά είχε δημιουργηθεί ήδη το 1816 από τον συγγραφέα Τζον Πολιντόρι (για την Ιστορία, το έγραψε ταυτόχρονα με τον «Φρανκενστάιν» της Μέρι Σέλεϊ, με την οποία έκανε διακοπές σε μια βίλα στην Ελβετία).
Ο Μαρξ θα συμπεριλάβει τρεις σαφείς αναφορές σε βρικόλακες στο «Κεφάλαιο» και αναρίθμητες άλλες σε κείμενα και ομιλίες του. «Το κεφάλαιο» -έγραφε ο Μαρξ- «είναι νεκρή εργασία, που σαν βρικόλακας, ζει μόνο ρουφώντας το αίμα της ζωντανής εργασίας.
Και όσο πιο πιο πολύ αίμα ρουφάει τόσο περισσότερο ζει». Δεκάδες αναλυτές του Μαρξ θα επιχειρήσουν, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, να εξηγήσουν την εμμονή του με τους βρικόλακες, εστιάζοντας στη διάκριση του κεφαλαίου ως νεκρού σώματος που τρέφεται και επιβιώνει από τη «ζωντανή εργασία».
Παρά τις μεταξύ τους διαφορές και αντιπαραθέσεις, το συμπέρασμα όλων αυτών των αναλυτών είναι φυσικά απλό: Βρικόλακας είναι ο καπιταλισμός… ηλίθιε.
Διαβάστε:
The Dialectic of Fear (New Left Review 1982)
O Φράνκο Μορέτι συγκρίνει τον Φρανκενστάιν με τον Κόμη Δράκουλα, ταυτίζοντάς τους με το προλεταριάτο και τον μονοπωλιακό καπιταλισμό αντίστοιχα.
The Political Economy of the Dead: Marx’s Vampires
Ο πανεπιστημιακός Mark Neocleous εξετάζει εξονυχιστικά την εμμονή του Μαρξ με τους βρικόλακες από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας.