Ένας δημοσιογράφος καθορίζει το πλαίσιο στο οποίο θα πραγματοποιηθεί μια συνέντευξη. θέτει δηλαδή τα όρια πέρα από τα οποία ένα θέμα θεωρείται «ταμπού» οπότε δεν το αγγίζουμε. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο που ο ίδιος έχει θέσει μπορεί να κάνει σκληρές ή μαλακές (τις λεγόμενες softball) ερωτήσεις, να το παίξει νταής ή συγκαταβατικός κτλ.
Όσο στενότερο είναι αυτό το πλαίσιο, δηλαδή όσο λιγότερες οι πτυχές του προβλήματος που «επιτρέπεται» να συζητηθούν, τόσο περισσότερο ο δημοσιογράφος στηρίζει και προστατεύει το status quo. O καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κανείς αυτή τη διαδικασία είναι να παρακολουθήσει τα ντιμπέιτ των αμερικανικών εκλογών. Σε μια συζήτηση λόγου χάρη για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των πολιτών το πλαίσιο που θέτουν οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι ορίζει ότι δεν μπορεί να γίνει αναφορά στο ενδεχόμενο κοινωνικοποίησης του συστήματος ιδιωτικής υγείας, στην απαγόρευση των πατεντών με τις οποίες θυσαυρίζουν οι φαρμακοβιομηχανίες κοκ. Αφού καθοριστεί αυτό το πλαίσιο οι ερωτήσεις ενδέχεται να είναι και πολύ σκληρές για ορισμένους πολιτικούς και να οδηγήσουν ακόμη και στον δημόσιο διασυρμό τους. Ποτέ όμως δεν θα απειληθούν οι δομές του κυρίαρχου συστήματος.
Η οριοθέτηση ενός εξαιρετικά στενού πλαισίου ήταν το βασικότερο (ανάμεσα σε πολλά άλλα) προβλήματα της συνέντευξης που πήρε ο πρώην αρχηγός του Ποταμιού από τον νυν αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας. Όπως έχουμε εξηγήσει σε δυο ντοκιμαντέρ, πολλά podcast και ακόμη περισσότερα κείμενα, τα προβλήματα ασφαλείας που παρατηρούνται διεθνώς στους σιδηροδρόμους τις τελευταίες δεκαετίες προκύπτουν από την πολυδιάσπαση των υπηρεσιών που πραγματοποιείται ώστε να ιδιωτικοποιηθούν – προκειμένου δηλαδή να πάρουν οι ιδιώτες τα κερδοφόρα φιλέτα και να μείνει στους φορολογούμενους το κόστος συντήρησης του δικτύου. Αυτή η πολυδιάσπαση καταρχήν στερεί από το δημόσιο τομέα κάθε έσοδο που θα μπορούσε να διατεθεί στην συντήρηση και αναβάθμιση του δικτύου ενώ παράλληλα δημιουργεί ένα δαιδαλώδες δίκτυο δεκάδων (στην περίπτωση της Βρετανίας εκατοντάδων) εργολάβων και υπεργολάβων που φτάνουν να λειτουργούν χωρίς κεντρικό συντονισμό και επαρκή έλεγχο των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Αυτή η παρατήρηση, που αποτελεί την αρχή και το τέλος κάθε συζήτησης για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων, έμεινε προκλητικά εκτός του πλαισίου της συνέντευξης. Οι δυο πολιτικοί αρχηγοί (ο πρώην και ο νυν) μπορούσαν να ξιφουλκούν ελεύθερα εναντίον της ιταλικής εταιρείας διαχείρισης των τρένων (μίλησαν ακόμη και για «σαπάκια») χωρίς να θίξουν το ζήτημα της ιδιωτικοποίησης – και κατ’ επέκταση την ανάγκη επανεθνικοποίησης.
Με αυτόν τρόπο ο Θεοδωράκης δεν ξέπλυνε μόνο τον Μητσοτάκη αλλά και τον εαυτό του (που ως πολιτικός αρχηγός δεχόταν με ενθουσιασμό τις μνημονιακές πολιτικές για τις ιδιωτικοποιήσεις) αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ που πραγματοποίησε την ιδιωτικοποίηση του ήδη πολυδιασπασμένου συστήματος των σιδηροδρόμων.
Παρεμπιπτόντως στο πρώτο μας μήνυμά μας στο twitter μετά το δυστύχημα στα Τέμπη είχαμε προβλέψει ότι και τα δυο κόμματα εξουσίας θα επιχειρήσουν να απομακρύνουν τη συζήτηση από την ιδιωτικοποίηση και δυστυχώς επιβεβαιωθήκαμε.
Ας μην αναμένουμε πολλές αναφορές για το ρόλο της ιδιωτικοποίησης στην τραγωδία στα #Τεμπη. Ήταν δεξιάς εμπνεύσεως και “αριστερής” εφαρμογής οπότε αναμένεται σιωπή των δύο μεγάλων κομμάτων.
— Aris Chatzistefanou (@xstefanou) March 1, 2023
Να σημειωθεί ότι στην προσπάθεια διάσωσης του συστήματος ο Θεοδωράκης αρκέστηκε σε γενικόλογες αναφορές σε «συμφέροντα» χωρίς να κατονομάζει τις ελληνικές ιδιωτικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους σιδηροδρόμους Οι εταιρείες που διεκδικούν και παίρνουν τα συμβόλαια όμως έχουν όνομα (πχ ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – ΙΝΤΡΑΚΑΤ, ΑΒΑΞ – ALSTOM, ΑΚΤΩΡ – ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ). Εάν καταδικάζεις το δημόσιο τομέα για διαπλοκή, χωρίς να αναφέρεις με ποιους κρατικοδίαιτους ιδιώτες διαπλέκεται, τότε στην πραγματικότητα δεν στρέφεσαι εναντίον του αμαρτωλού δημοσίου αλλά των δημοσίων αγαθών.
Κλείνοντας, στα προβλήματα της συνέντευξης θα πρέπει φυσικά να προσθέσουμε και το επικοινωνιακό πυροτέχνημα των ερωτήσεων που έκαναν οι επιζήσαντες του δυστυχήματος – καμία από τις οποίες δεν θα μπορούσε να στριμώξει τον πρωθυπουργό αφού ήταν αναμενόμενα γενικόλογες. Όπως έχουμε εξηγήσει τα θύματα μιας τραγωδίας είναι πρωτίστως αυτόπτες μάρτυρες. Μπορεί να κάνουν μια καλή ερώτηση αλλά μπορεί και όχι. Οι σκληρές ερωτήσεις σε έναν πολιτικό απαιτούν έρευνα και για αυτό (πρέπει να) πραγματοποιούνται από τους δημοσιογράφους. Η ανάθεση των ερωτήσεων σαν υπεργολαβία στα θύματα είναι κίνηση εντυπωσιασμού που προσφέρει απλώς μια επίφαση σκληρής κριτικής.
Υ.Γ Μιλώντας για κινήσεις εντυπωσιασμού, τι απέγιναν όλα αυτά τα πλάνα που όπως είδαμε στο τρέιλερ της συνέντευξης έβγαζε ο Θεοδωράκης με το κινητό του στον πρωθυπουργό ; Κρίμα να πάει χαμένη τόσο δουλειά. Και ακόμη πιο κρίμα να βλέπεις ένα πρώην πολιτικό να προσποιείται το δημοσιογράφο που καταγράφει έναν πρωθυπουργό που προσποιείται ότι δουλεύει.