Πριν από περίπου έξι δεκαετίες δολοφονήθηκε ένας άνθρωπος που θέλησε να αλλάξει το μέλλον του Κονγκό και ολόκληρης της αφρικανικής ηπείρου. Η μνήμη του κατατρύχει ακόμη την παγκόσμια βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας.
«O Λουμούμπα είναι το μικρό μου αγόρι. Τον ονόμασα έτσι προς τιμήν ενός μεγάλου άνδρα που πολέμησε για την ελευθερία του Κονγκό». Η ερμηνεύτρια Μίριαμ Μακέμπα, γνωστή και ως Μάμα Άφρικα, τραγουδούσε για τον εγγονό της, που έφερε το βαρύ όνομα ενός ανθρώπου που ταυτίστηκε με τον αντιαποικιακό και αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Κάθε χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ είχε ονομάσει τουλάχιστον έναν δρόμο ή μια πλατεία προς τιμήν του ενώ το όνομά του συμπεριλαμβανόταν σε δεκάδες τραγούδια, βιβλία και ταινίες.
Ο Τσε Γκεβάρα από το 1964 –τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του– προειδοποιούσε ότι η ανθρωπότητα θα πρέπει να διδαχτεί από τη δολοφονία του Λουμούμπα. Παρ’ όλα αυτά φέτος, στην επέτειο των 60 χρόνων από τη δολοφονία του, το όνομα Λουμούμπα με δυσκολία κέρδισε μερικούς τίτλους στις ειδήσεις των μεγαλύτερων μέσων ενημέρωσης.
Ο Πατρίς Λουμούμπα γεννήθηκε το 1925 στη σκιά της βελγικής αποικιοκρατίας. Μερικές δεκαετίες νωρίτερα η χώρα του είχε γνωρίσει μία από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς ο βασιλιάς Λεοπόλδος Β’ του Βελγίου είχε εξοντώσει 10-15 εκατομμύρια ανθρώπους για να εξασφαλίσει τη συνεχή ροή καουτσούκ προς τις αγορές της Δύσης. Ο βελγικός στρατός κατοχής έκοβε το δεξί χέρι ακόμα και σε ανήλικα παιδιά, όταν δεν κατάφερναν να συγκεντρώσουν την καθορισμένη ποσότητα καουτσούκ. Σύμφωνα μάλιστα με τον γερμανικό Τύπο της εποχής, σε μία ημέρα είχαν φτάσει να κόψουν 1.308 χέρια.
Στα χρόνια του Λουμπούμπα η γενοκτονία είχε σταματήσει χάρη στις διεθνείς πιέσεις (και το γεγονός ότι η τόσο σκληρή τιμωρία μείωνε την… παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού). Οι κάτοικοι του Κονγκό όμως παρέμεναν ουσιαστικά σκλάβοι του Βελγίου, όπως τους παρουσίαζε και ο σκιτσογράφος Ζορζ Ρεμί στις απροκάλυπτα ρατσιστικές ιστορίες του Τεν Τεν.
Η πραγματική αλλαγή που συντελούνταν δεν αφορούσε τόσο τις συνθήκες εργασίας όσο τις πρώτες ύλες που αντλούσαν οι δυτικές δυνάμεις από το Κονγκό. Το καουτσούκ έδωσε τη θέση του σε πολύτιμα μέταλλα όπως το κοβάλτιο και το κολτάνιο, τα οποία χρησιμοποιούνται και σήμερα στις περισσότερες ηλεκτρονικές συσκευές. Ήδη από το 1946 οι ΗΠΑ είχαν κατατάξει το κοβάλτιο στα «στρατηγικής σημασίας» μεταλλεύματα, τα οποία θεωρούνταν «αναντικατάστατα» για τη λειτουργία της Πολεμικής Αεροπορίας, του Στρατού Ξηράς και των διαστημικών αποστολών.
Η εμπλοκή, βέβαια, των ΗΠΑ στην περιοχή είχε ξεκινήσει από το 1885, όταν έγιναν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε το Κονγκό ως προσωπική κτήση του βασιλιά Λεοπόλδου Β’.
Σε αυτές τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, οι οποίες οξύνθηκαν με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, ανέλαβε πολιτική δράση ο Πατρίς Λουμούμπα, ο οποίος έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του ανεξάρτητου Κονγκό. Αν και δεν ασπάστηκε ποτέ τις αρχές του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού, προωθούσε τον κεντρικό ρόλο του κράτους για τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών εναντίον των ιδιωτικών εταιρειών του Βελγίου. Κυρίως όμως αναγνώριζε το δικαίωμα της ένοπλης πάλης σε εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα που αναπτύσσονταν σε ολόκληρη την Αφρική. Ο ίδιος στράφηκε πρόσκαιρα προς τη Σοβιετική Ένωση, μόνο όταν απέτυχαν και οι τελευταίες προσπάθειές του να προσεγγίσει χώρες όπως οι ΗΠΑ και ενώ ο ΟΗΕ τηρούσε συχνά ίσες αποστάσεις ανάμεσα στον ίδιο και τους στρατιωτικούς που επιχειρούσαν να τον ανατρέψουν.
H μοίρα του είχε ήδη προαποφασιστεί και η σύλληψη και η εκτέλεσή του ήταν θέμα χρόνου, καθώς αμερικανικές και βελγικές Μυστικές Υπηρεσίες κατέστρωναν συνεχώς σχέδια για τη δολοφονία του με εμπλοκή πρακτόρων της CIA και μισθοφόρων από το Βέλγιο. Παρά το γεγονός όμως ότι και οι δύο χώρες έχουν αποδεχτεί, άμεσα ή έμμεσα, την εμπλοκή τους στη δολοφονία, κανένας από τους δράστες ή τους ηθικούς αυτουργούς δεν οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη.
Ένας από αυτούς τους ανθρώπους, που φέρεται να εμπλέκεται άμεσα, είναι και ο Ετιέν Νταβινιόν, πάλαι ποτέ αντιπρόεδρος της Κομισιόν και πρώην διευθυντής γιγαντιαίων επιχειρήσεων και τραπεζών όπως η Société Générale de la Belgique. Το 1960 ως νεαρός διπλωμάτης στο βελγικό υπουργείο Εξωτερικών έστειλε ένα τέλεξ στο οποίο αναφερόταν ότι το Βέλγιο ζητά την οριστική εξόντωση (élimination définitive) του πρωθυπουργού του Κονγκό. Έξι δεκαετίες αργότερα ο Νταβινιόν επιμένει ότι είχε απλώς χρησιμοποιήσει μια λάθος λέξη και αντί για «εξόντωση» εννοούσε «παραγκωνισμό».
Είχα την τύχη (;) να γνωρίσω τον Νταβινιόν στα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ «This is not a coup» για μια άλλη ιστορική του ιδιότητα: του επικεφαλής του λόμπι των Ευρωπαίων τραπεζιτών και βιομηχάνων που επέβαλαν τη δημιουργία του ενιαίου νομίσματος. Αν και η συζήτησή μας δεν περιστράφηκε γύρω από τη δολοφονία του Λουμούμπα, είχα συνεχώς την αίσθηση ότι συνομιλώ με έναν από τους σημαντικότερους, εν ζωή, εκπροσώπους της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας.
Χωρίς ανθρώπους σαν τον Νταβινιόν, και τους συναδέλφους του στα υπουργεία Εξωτερικών και τις Μυστικές Υπηρεσίες του Βελγίου και των ΗΠΑ, το Κονγκό ίσως να ήταν μια πραγματικά ανεξάρτητη χώρα, η οποία δεν θα βυθιζόταν σε έναν διαρκή εμφύλιο σπαραγμό. Κατέχοντας το 64% των παγκόσμιων αποθεμάτων κολτανίου θα μπορούσε θεωρητικά να μετατραπεί στη «Σαουδική Αραβία» της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας.
Επαρκείς λόγοι ώστε ορισμένοι να θέλουν να ξεχάσουμε το όνομα του Πατρίς Λουμούμπα.