Ένα «πρωτοφανές», όπως το χαρακτηρίζουν επιστήμονες και ερευνητές, κύμα υψηλών θερμοκρασιών στα νερά του Βόρειου Ατλαντικού, προκαλεί ανησυχίες για την επίδρασή του στη θαλάσσια ζωή, αλλά και τους ανθρώπους — από την ανάπτυξη θανατηφόρων βακτηρίων μέχρι τη δημιουργία περισσότερων ακραίων καιρικών φαινομένων.
«Ο ανατολικός Ατλαντικός, από την Ισλανδία μέχρι κάτω στους τροπικούς, είναι πολύ θερμότερος από τον μέσο όρο. Όμως περιοχές γύρω από τμήματα της βορειοδυτικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανόμενων τμημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν μερικές από τις υψηλότερες θερμοκρασίες επιφάνειας σε σχέση με τον μέσο όρο». Αυτά ήταν τα λόγια του Στίβεν Μπέλτσερ, επικεφαλής επιστήμονα του Μετεωρολογικού Γραφείου της Εθνικής Υπηρεσίας Καιρού της Βρετανίας. Λίγο νωρίτερα, έθετε αυτά τα ύψη στις ιστορικές τους αναλογίες: «Ο Μάιος του 2023 έχει δει τις υψηλότερες θερμοκρασίες από κάθε άλλο Μάιο από το 1850 [σ.σ: δηλαδή από τότε που τηρούνται στοιχεία]. Όμως δεν σταματά εκεί. Έχει επίσης υπάρξει ο υψηλότερος μήνας πάνω από τον μέσο όρο συγκρινόμενος με οποιονδήποτε μεμονωμένο μήνα στη σειρά».
Η Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας των ΗΠΑ έθεσε περιοχές της Βόρειας Θάλασσας (ανάμεσα στη Βρετανία, τη Σκανδιναβία και τις Κάτω Χώρες) στην κατηγορία 4 θαλάσσιου καύσωνα, που χαρακτηρίζεται ως «ακραία». Ενώ τον Μάιο ο μέσος όρος της θερμοκρασίας επιφάνειας στον Βόρειο Ατλαντικό ήταν 1,25°C πάνω από τον μέσο όρο, τις προηγούμενες μέρες στα μέσα Ιουνίου είδαμε περιοχές με έως και 5°C υψηλότερη θερμοκρασία επιφάνειας από τον μέσο όρο.
Οι συνθήκες αυτές είναι «εντελώς πρωτοφανείς», δήλωσε στο CNN ο επίκουρος καθηγητής βιοεπιστημών στο πανεπιστήμιο του Σουόνσι στην Αγγλία, Ρίτσαρντ Άνσγουορθ. Είναι «πολύ πέρα από τις χειρότερες προβλέψεις για το μεταβαλλόμενο κλίμα της περιοχής. Είναι πραγματικά τρομακτικό το πόσο γρήγορα αλλάζει αυτή η ωκεάνια λεκάνη», συμπλήρωσε.
Η «έκπληξη» των επιστημόνων όπως ο Άνσγουορθ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο γεγονός πως το νερό ζεσταίνεται (αλλά και ψύχεται) πολύ πιο αργά από τον αέρα ή το έδαφος.
«Ο ωκεανός δεν είναι σαν την ατμόσφαιρα. Δεν ζεσταίνεται και ψύχεται γρήγορα. Παίρνει πολύ καιρό για να ζεσταθεί και πολύ καιρό για να κρυώσει», λέει στο AP ο ωκεανογράφος Τόμας Ρίπερ του πανεπιστημίου Μπάνγκορ. «Σε έναν χρόνο, οι θαλάσσιες θερμοκρασίες γύρω από το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να κινούνται κατά 10 ή 12 βαθμούς μεταξύ της μέσης του χειμώνα και της μέσης του καλοκαιριού. Βλέποντας αυτές τις διαφορές τεσσάρων ή πέντε βαθμών από το κανονικό είναι προφανώς πολύ μεγάλες διαφορές θερμοκρασίας», συμπλήρωσε.
Το ζήτημα του πού θα φτάσουν αυτές οι θερμοκρασίες έπειτα από δυο μήνες έντονης καλοκαιρινής ζέστης, δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα, όμως οι όποιες προβλέψεις δεν είναι ευοίωνες. Δεδομένου και του γεγονότος ότι στον Ειρηνικό βρίσκεται αναδυόμενο το φαινόμενο Ελ Νίνιο, που παραδοσιακά ανεβάζει τις ατμοσφαιρικές και υδάτινες θερμοκρασίες σε πολλά σημεία του κόσμου, μεταξύ των οποίων και στον Ατλαντικό, κλιματολόγοι και μετεωρολόγοι προβλέπουν ότι θα σπάσουν πολλά ρεκόρ θερμοκρασιών μέχρι να τελειώσει το φετινό θέρος.
Το φαινόμενο συνδέεται άρρηκτα με την ανθρωπογενή κλιματική κρίση. Ο θερμότερος από το κανονικό χειμώνας — παρά την ύπαρξη τα τελευταία τρία έτη του φαινομένου Λα Νίνια, που αντίθετα με το Ελ Νίνιο ρίχνει θερμοκρασίες — ήταν σίγουρα αποφασιστικός παράγοντας. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Science το 2020, η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή έχει προκαλέσει αύξηση 20 φορές των θαλάσσιων θερμών κυμάτων. Στις προβιομηχανικές εποχές, συνέβαιναν με συχνότητα εκατοντάδων ή και χιλιάδων χρόνων — με αύξηση της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας 1,5°C, στην οποία πλησιάζουμε επικίνδυνα, η συχνότητα τέτοιων φαινομένων προβλέπεται να είναι δεκαετής, ενώ με αύξηση 3°C έως και ετήσια.
Συνέβαλαν επίσης σίγουρα αφενός οι μικρότερες ποσότητες σκόνης από την έρημο Σαχάρα πάνω από τον Β. Ατλαντικό, όπως και μικρότερη κάλυψη πάγου στην Αρκτική. Αμφότερα αντανακλούν μέρος των ηλιακών ακτινών πίσω στο διάστημα, με αποτέλεσμα λιγότερες από αυτές να θερμαίνουν την επιφάνεια των υδάτων.
Από τις υψηλές θερμοκρασίες των υδάτων υπάρχουν έντονοι κίνδυνοι για τη θαλάσσια ζωή — πολλά ψάρια, κοράλλια και φύκια έχουν εξελιχθεί στη ζωή εντός συγκεκριμένου θερμοκρασιακού εύρους. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες μπορούν να διαταράξουν αναπαραγωγικούς κύκλους ή και να προκαλέσουν μαζικούς θανάτους ειδών — το θερμότερο νερό έχει μικρότερη δυνατότητα συγκράτησης οξυγόνου, με αποτέλεσμα ολόκληρα κοπάδια ψαριών να πεθαίνουν από ασφυξία.
«Υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα πως ζώα όπως στρείδια, φυτά και άλγη να σκοτωθούν από αυτόν τον Ευρωπαϊκό θαλάσσιο καύσωνα, ειδικά μέσα σε ρηχά νερά», είπε ο Άνσγουορθ.
Άλλα είδη άλγης, που αντέχουν καλύτερα στις υψηλές θερμοκρασίες, μπορεί να ευνοηθούν και να αναπτυχθούν υπερβολικά, στερώντας ακόμα περισσότερο οξυγόνο από την υπόλοιπη θαλάσσια ζωή. Και οι υψηλές θερμοκρασίες ευνοούν την ανάπτυξη βακτηρίων, όπως αυτά του γένους Vibrio, πολλά από τα οποία είναι επικίνδυνα για τους ανθρώπους — στο γένος Vibrio ανήκει το βακτήριο που προκαλεί τη χολέρα, αλλά και τα Vibrio parahaemolyticus, το οποίο προκαλεί γαστρεντερικά προβλήματα μέχρι και θάνατο, και Vibrio vulnificus, το λεγόμενο και «σαρκοφάγο βακτήριο» που προκαλεί σήψη και νέκρωση της σάρκας.
Η αυξημένη θερμοκρασία των επιφανειακών υδάτων επηρεάζει επίσης τις μετεωρολογικές συνθήκες, εντείνοντας τη συχνότητα αλλά και την ισχύ ακραίων φαινομένων, όπως καταιγίδες και πλημμύρες ή ξηρασία και πυρκαγιές. Τα θερμότερα νερά δίνουν «καύσιμη ύλη» στους τυφώνες και άλλους τροπικούς κυκλώνες — και θερμότερα νερά σε περιοχές πιο κοντινές στην Ευρώπη, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσουν τέτοιου είδους φαινόμενα και στη Γηραιά Ήπειρο, όπου είναι εξαιρετικά σπάνια.