του Mouin Rabbani*
Η σχέση μεταξύ σιωνισμού και αντισημιτισμού είναι συχνά παρερμηνευμένη και εξίσου συχνά σκόπιμα διαστρεβλωμένη.
Ο σύγχρονος πολιτικός σιωνισμός αναδύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στην Ευρώπη ως μία από τις διάφορες εβραϊκές απαντήσεις στις διπλές πιέσεις των διώξεων και της χειραφέτησης. Οι Ευρωπαίοι Εβραίοι στοχαστές πρότειναν ως προσεγγίσεις για την εξασφάλιση του μέλλοντος των κοινοτήτων τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο την αφομοίωση υπό φιλελεύθερα καθεστώτα, την ενσωμάτωση μέσω της προλεταριακής επανάστασης και τη διατήρηση μέσω της εντατικοποιημένης θρησκευτικής ορθοδοξίας.
Ο πολιτικός σιωνισμός προσέφερε μια ριζικά διαφορετική προοπτική. Απορροφώντας το εθνικιστικό περιβάλλον της εποχής, ο Θέοντορ Χερτζλ και οι σύγχρονοί του διακήρυξαν ότι οι Εβραίοι της Ευρώπης δεν αποτελούσαν θρησκευτική κοινότητα, εθνική μειονότητα ή κοινούς πολίτες, αλλά μάλλον έναν λαό και ένα έθνος από μόνοι τους, με τη σύγχρονη, πολιτική έννοια αυτών των όρων (οι μη Ευρωπαίοι Εβραίοι απουσίαζαν με ελάχιστες εξαιρέσεις από τις σιωνιστικές θεωρήσεις μέχρι το ναζιστικό Ολοκαύτωμα).
Από τη σιωνιστική οπτική γωνία οι Εβραίοι της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ρωσίας δεν ήταν Γάλλοι, Βρετανοί ή Ρώσοι υπήκοοι, αλλά μέλη ενός εβραϊκού έθνους και άνθρωποι που έτυχε να κατοικούν σε αυτές τις χώρες, όπως ένας Γάλλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δανία ή τη Γερμανία. Στο ευρωπαϊκό πολιτικό περιβάλλον του 19ου αιώνα ένας λαός μπορούσε να επιτύχει την ολοκλήρωσή του μόνο στο πλαίσιο ενός έθνους-κράτους, μιας καθορισμένης και αναγνωρισμένης περιοχής στην οποία αποτελούσε μια αδιαμφισβήτητη δημογραφική πλειοψηφία και ασκούσε πολιτική καθώς και εδαφική ηγεμονία.
Εξ ου ο τίτλος και το περιεχόμενο του πιο γνωστού έργου του Χερτζλ, «Der Judenstaat» (το οποίο μεταφράζεται ποικιλοτρόπως ως «Το Εβραϊκό Κράτος» ή «Το Κράτος των Εβραίων»).
Αναγνωρίζοντας ότι η ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην επικράτεια ενός υπάρχοντος ευρωπαϊκού κράτους ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθεί, οι πρώτοι σιωνιστές αγκάλιασαν την άλλη ευρωπαϊκή συνεισφορά στην ανθρωπότητα: την αποικιοκρατία.
Ακόμη και μια πρόχειρη ανάγνωση των απομνημονευμάτων του Herzl αποκαλύπτει ότι ο ήρωας και το πρότυπό του ήταν ο Σέσιλ Ρόουντς, ο ιδρυτής της θλιβερής πρώην αποικίας της Ροδεσίας. Οι πρώτοι Σιωνιστές εξέταζαν ως τόπο εγκατάστασης του κράτους τους, μεταξύ άλλων, την Αργεντινή, την Κύπρο, την Κένυα, τη Λιβύη, τη Μαδαγασκάρη, τη Μαντζουρία, τον Άγιο Δομίνικο, τη χερσόνησο του Σινά (τι ειρωνεία!), την Ουγκάντα και τις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες, προτού καταλήξουν στην Παλαιστίνη.
Το έκαναν κυρίως επειδή πίστευαν ότι θα είχε απήχηση στους κατά τα άλλα σκεπτικιστές Ευρωπαίους Εβραίους, οι οποίοι παρά την τρέχουσα σιωνιστική προπαγάνδα είχαν δείξει ανά τους αιώνες μικρή διάθεση να μεταναστεύσουν στη Σιών, παρόλο που υπήρχαν πολλές ευκαιρίες για να το κάνουν. Το ίδιο, παρενθετικά, θα μπορούσε να ειπωθεί και για τους Εβραίους της Μέσης Ανατολής, η πλειονότητα των οποίων για αιώνες ζούσε υπό την ίδια οθωμανική κυριαρχία με την Παλαιστίνη, αλλά απέφευγε να μεταναστεύσει εκεί (σε αντίθεση με την πραγματοποίηση θρησκευτικού προσκυνήματος). Το «του χρόνου στην Ιερουσαλήμ» ήταν μια φιλόδοξη θρησκευτική επίκληση, όχι ένα πολιτικό πρόγραμμα.
Δεδομένων των σημερινών προσπαθειών της Defamation League [ΣτΜ: ο συγγραφέας μετονομάζει εσκεμμένα την φιλοισραηλινή ομάδα πίεσης στις ΗΠΑ, Anti-Defamation League] και άλλων απολογητών του Ισραήλ να συγχέουν τον αντισιωνισμό με τον αντισημιτισμό, πρέπει να θυμηθούμε ότι οι πρώτοι αντισιωνιστές δεν ήταν ούτε Παλαιστίνιοι ούτε Άραβες, αλλά μάλλον Ευρωπαίοι Εβραίοι.
Οι θρησκευόμενοι ανάμεσά τους θεωρούσαν ότι η Επιστροφή στη Σιών που επιτυγχάνεται μέσω ανθρώπινης και όχι θεϊκής ενέργειας δεν ήταν τίποτα λιγότερο από βλασφημία. Οι φιλελεύθεροι φοβούνταν ότι η ύπαρξη ενός εβραϊκού κράτους θα οδηγούσε σε κατηγορίες για διπλή πίστη, και οι σοσιαλιστές και άλλοι επαναστάτες επέμεναν ότι αποτελούσε παραίτηση από τον αγώνα για εβραϊκή χειραφέτηση και ισότητα.
Οι τελευταίοι είχαν δίκιο, διότι αποτελεί θεμελιώδη αρχή του Σιωνισμού ότι ο αντισημιτισμός είναι μόνιμος και αμετάβλητος και η καταπολέμησή του μάταιη. (Ενδιαφέρουσα ιστορική υποσημείωση: το μόνο μέλος του βρετανικού υπουργικού συμβουλίου που το 1917 ψήφισε κατά της έγκρισης της Διακήρυξης Μπάλφουρ ήταν επίσης το μοναδικό εβραϊκό μέλος του, ο φιλελεύθερος πολιτικός Έντουιν Σάμιουελ Μοντάγκου. Ο Μοντάγκου κατήγγειλε τον σιωνισμό ως «ένα κακόβουλο πολιτικό δόγμα» που θα υποδαύλιζε τον αντισημιτισμό).
Δεδομένου ότι το σιωνιστικό κίνημα δεν διέθετε τη δύναμη και τους πόρους για να αποικίσει ανεξάρτητα την Παλαιστίνη, έδεσε το αστέρι του σε μια ακόμη ευρωπαϊκή συμβολή στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις: τον ιμπεριαλισμό.
Οι προκαταρκτικές προσπάθειες για την ίδρυση εβραϊκών οικισμών στην Παλαιστίνη κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Πρώτης Αλιγιάς του 1881-1903, οι οποίες είχαν μια ισχνή σχέση με τον Σιωνισμό και δεν είχαν την υποστήριξη μεγάλων δυνάμεων, είχαν περιορισμένη μόνο επιτυχία.
Κατά τη διάρκεια αυτών των δεκαετιών, εκατομμύρια Εβραίοι διέφυγαν από τα εντεινόμενα πογκρόμ και τις διώξεις στην ανατολική Ευρώπη, κυρίως για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την υπόλοιπη Αμερική. Δευτερευόντως για τη Βρετανία και τη Δυτική Ευρώπη. Υποστηριζόμενοι με χρηματοδότηση από τους Ρόθτσιλντ, όπως οι Αμερικανοί σήμερα κάνουν αφορολόγητες δωρεές στις ισραηλινές τρομοκρατικές ομάδες και στους παράνομους οικισμούς τους στη Δυτική Όχθη, οι Σιωνιστές ακτιβιστές ήλπιζαν να χρησιμοποιήσουν αυτή την προσφυγική κρίση και τη χρηματοδότηση για να δημιουργήσουν μόνιμους οικισμούς στην Παλαιστίνη. Αλλά οι περισσότεροι Εβραίοι έφυγαν απογοητευμένοι μετά από λίγους μόνο μήνες.
Οι σιωνιστές ηγέτες αναγνώρισαν από την αρχή τη χρησιμότητα της ενεργοποίησης του αντισημιτισμού των Ευρωπαίων ηγετών για να ζητήσουν την υποστήριξή τους για τον εποικισμό της Παλαιστίνης. Υπό αυτές τις συνθήκες τόνισαν όχι μόνο την αποφασιστικότητα του Σιωνισμού να προωθήσει τη μετανάστευση των εγκατεστημένων εβραϊκών πληθυσμών από τα ευρωπαϊκά κράτη στην Παλαιστίνη, αλλά ιδιαίτερα την απομάκρυνση των άπορων ανατολικοευρωπαίων Εβραίων μεταναστών
οι οποίοι είχαν γίνει μια όλο και πιο ορατή και ανεπιθύμητη παρουσία. Όπως και τα ακροδεξιά κόμματα σήμερα, οι σιωνιστές αξιωματούχοι προσπάθησαν να ικανοποιήσουν ειδικά τις αντιμεταναστευτικές προκαταλήψεις — σε αυτή την περίπτωση εναντίον εκείνων που ισχυρίζονταν ότι ήταν ο δικός τους λαός. Ο Βίττε, ο Βον Πλέβε [ΣτΜ: Ρώσοι πολιτικοί — ο Σεργκέι Βίττε υπήρξε υπουργός Οικονομικών και αργότερα Πρωθυπουργός της τσαρικής Ρωσίας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ ο Βιάτσεσλαβ βον Πλέβε υπήρξε διοικητής της τσαρικής αστυνομίας και έπειτα υπουργός Εσωτερικών, υπεύθυνος για ορισμένα από τα χειρότερα πογκρόμ εναντίον Εβραίων στην τσαρική Ρωσία] και άλλοι, όλοι καλλιεργήθηκαν ως δυνητικοί στρατηγικοί σύμμαχοι.
Το σιωνιστικό κίνημα βρήκε τελικά τον υπέρμαχό του στο πρόσωπο του Άρθουρ Μπάλφουρ, ο οποίος, όταν ήταν πρωθυπουργός το 1905, είχε επανειλημμένα και ρητά κατακριθεί για «αντισημιτισμό» από τους Βρετανούς Εβραίους για την υποστήριξή του στον νόμο περί αλλοδαπών, μιας νομοθεσίας ειδικά σχεδιασμένης για να κρατήσει τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης μακριά από το Ηνωμένο Βασίλειο. Ενώ η βρετανική χορηγία προς τον σιωνισμό αφορούσε κυρίως τη διώρυγα του Σουέζ, ο Μπάλφουρ — όπως και το σιωνιστικό κίνημα — αναμφίβολα έβλεπε την προοπτική λιγότερων Εβραίων,
και ιδιαίτερα λιγότερων Εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης, στη Μεγάλη Βρετανία με ευχαρίστηση.
Δεδομένου ότι τόσο ο σιωνισμός όσο και ο ευρωπαϊκός αντισημιτισμός είχαν κοινό στόχο την απομάκρυνση των Εβραίων της Ευρώπης από την ήπειρο και αμφότεροι αντιτάχθηκαν στην περαιτέρω ενσωμάτωση ή αφομοίωσή τους στην ευρωπαϊκή κοινωνία και αμφότεροι θεωρούσαν τον αντισημιτισμό ως τη φυσική τάξη πραγμάτων, η συνεργασία τους είναι απολύτως λογική και όχι αντιφατική.
Η σιωνιστική πολιτική κατά τις δεκαετίες του 1930 και 1940 δεν ήταν διαφορετική. Το 1933, το σιωνιστικό κίνημα διαπραγματεύτηκε τη Συμφωνία Ha’avara (Μεταφορά) με το Τρίτο Ράιχ, ματαιώνοντας έτσι το αντιναζιστικό μποϊκοτάζ. Το 1937 ο Αδόλφος Άιχμαν επισκέφθηκε την Παλαιστίνη ως προσκεκλημένος του σιωνιστικού κινήματος. Το 1941 ο μελλοντικός ισραηλινός ηγέτης Γιτζάκ Σαμίρ έφτασε στο σημείο να προτείνει επίσημη συμμαχία με τη ναζιστική Γερμανία εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας.
Ο αναθεωρητικός σιωνισμός, ο κλάδος εκείνος του κινήματος που δημιούργησε το σημερινό Λικούντ, ιδρύθηκε από τον Βλαντιμίρ Τζαμποτίνσκι μιμούμενος το ιταλικό φασιστικό κόμμα του Μουσολίνι. Οι σιωνιστές αντίπαλοί του συνήθιζαν να τον καταγγέλλουν ως «Βλαντιμίρ Χίτλερ».
Συχνά λησμονείταιι ότι πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα, οι Ναζί ήταν αρκετά ευτυχείς με μια ενδεχόμενη αποχώρηση των Εβραίων και στην πραγματικότητα ενθάρρυναν την εβραϊκή μετανάστευση. Ήταν μια πολιτική που βρήκε πρόθυμο εταίρο στο σιωνιστικό κίνημα. Καθώς οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο έκλειναν τις πόρτες τους στους απελπισμένους Εβραίους πρόσφυγες μετά την εδραίωση της εξουσίας των Ναζί, η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο είχαν την υποστήριξη μιας σιωνιστικής ηγεσίας που θα υποστήριζε μόνο την εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη.
Όπως το έθεσε κυνικά ο Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν στα τέλη της δεκαετίας του 1930 σχετικά με την kindertransport: «Αν ήξερα ότι ήταν δυνατόν να σώσω όλα τα παιδιά της Γερμανίας μεταφέροντάς τα όλα στην Αγγλία και μόνο τα μισά μεταφέροντάς τα στην Παλαιστίνη, θα επέλεγα το δεύτερο, γιατί μπροστά μας δεν είναι μόνο οι αριθμοί αλλά και η ιστορική αναμέτρηση του λαού του Ισραήλ».
Όπως καθιστά σαφές ο Μπεν-Γκουριόν, η μοναδική εμμονή του Σιωνισμού με την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους είχε πάντοτε προτεραιότητα έναντι της επιβίωσης των εβραϊκών κοινοτήτων της διασποράς, και αυτό δεν ήταν διαφορετικό κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.
Το μοτίβο δεν διαφέρει από τότε που ιδρύθηκε το Ισραήλ το 1948. Μπορεί το Ισραήλ να είναι ένα εβραϊκό κράτος, αλλά οι ηγέτες του βασίζουν τις σχέσεις τους με ξένες δυνάμεις και άτομα όχι στη βάση της στάσης τους απέναντι στους Εβραίους, αλλά μάλλον στην πολιτική τους απέναντι στο Ισραήλ. Όπως έχει αποδειχθεί επανειλημμένα και με συνέπεια στην πράξη, η υποστήριξη προς το Ισραήλ, και ιδιαίτερα προς τις πιο βίαιες και παράνομες πολιτικές του, καθιστά τον αντισημιτισμό συγχωρητέο αμάρτημα. Ο Στρέσνερ της Παραγουάης, η Χούντα της Αργεντινής, ο Ίντι Αμίν της Ουγκάντα είναι μερικά μόνο παραδείγματα.
Πιο πρόσφατα η ακροδεξιά, η οποία παρά τις φασιστικές της ρίζες και τον επίμονο αντισημιτισμό της έχει δώσει προτεραιότητα στην ισλαμοφοβία και εξυμνεί το Ισραήλ ως πρότυπο για την αντιμετώπιση των σκουρόχρωμων ιθαγενών, έχει γίνει — μαζί με τους ευαγγελικούς χριστιανούς — η πιο ενθουσιώδης και αξιόπιστη βάση υποστήριξης του Ισραήλ. Ναζιστικοί χαιρετισμοί και εξύμνηση της Γκεστάπο ή του Ολοκαυτώματος; Κανένα πρόβλημα, υπό την προϋπόθεση ότι κάποιος χαιρετίζει τη γενοκτονία που διαπράττει το ίδιο το Ισραήλ.
Ωστόσο, επειδή ο αντισημιτισμός απέκτησε την ιδιότητα μιας μοναδικά ολέθριας μορφής ρατσισμού στον απόηχο του Ολοκαυτώματος, τόσο λόγω της φύσης της ναζιστικής εκστρατείας εξόντωσης όσο και επειδή τα θύματά του ήταν Ευρωπαίοι και όχι, για παράδειγμα, Αφρικανοί, το Ισραήλ δεν έχασε ταυτόχρονα ευκαιρία να καταγγείλει κάθε επικριτή ως αντισημίτη. Οι φιλοϊσραηλινοί αντισημίτες παίρνουν επαίνους, ακόμα και ένα πιστοποιητικό kosher από την Defamation League, αλλά οι αντισιωνιστές Εβραίοι απονομιμοποιούνται ως αντισημίτες.
Το Ισραήλ συγκρίνει πάντα και αβίαστα τους εχθρούς του με τον Χίτλερ. Ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, ο Γιασίρ Αραφάτ, ο Σαντάμ Χουσεΐν, ο Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, και πολλοί άλλοι, όλοι έχουν δεχτεί αυτή τη σύγκριση. Την ίδια στιγμή, και είναι περιττό να το πούμε, οποιαδήποτε σύγκριση του Ισραήλ με τη ναζιστική Γερμανία έχει προκαλέσει κραυγές οργής με το πρόσχημα ότι το Ολοκαύτωμα ήταν μοναδικό και είναι απαγορευμένο να συγκρίνεται ποτέ οτιδήποτε με αυτό το ασύγκριτα άθλιο κεφάλαιο της ιστορίας. Τώρα έχουμε φτάσει στο σημείο όπου το Ισραήλ — το εβραϊκό κράτος όπως θέλει να αυτοαποκαλείται — υποβαθμίζει το ναζιστικό Ολοκαύτωμα για να ενισχύσει τις δικές του πολιτικές.
Έτσι, πριν από αρκετά χρόνια, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπινιαμίν Νετανιάχου ισχυρίστηκε ότι ο Χίτλερ δεν ευθύνεται για την πρόταση μαζικής εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης και ότι η σκέψη αυτή δεν του είχε περάσει από το μυαλό μέχρι που του την έβαλε ο Παλαιστίνιος ηγέτης Χατζή Αμίν αλ-Χουσεϊνί. Φανταστείτε τη σφοδρότητα των αντιδράσεων — που θα ξεκινούσε, εννοείται, από το Ισραήλ — αν ένας Άραβας ή Ευρωπαίος ηγέτης είχε προτείνει ότι το Ολοκαύτωμα δεν ήταν ιδέα του Χίτλερ. Στην περίπτωση του Νετανιάχου τα σχόλιά του αντιμετωπίστηκαν με εκκωφαντική σιωπή.
Ωστόσο, σήμερα, για να προωθηθεί η γενοκτονία που διαπράττει το Ισραήλ, μας ενημερώνουν ότι το ναζιστικό Ολοκαύτωμα ήταν σχετικά καλοήθες, επειδή ο Χίτλερ ήθελε να σκοτώσει μόνο τους Εβραίους της Ευρώπης, ενώ η Χαμάς θέλει να σκοτώσει όλους τους Εβραίους παντού και στη συνέχεια να εξερευνήσει το διάστημα για περαιτέρω σημάδια εβραϊκής ζωής. Το Ισραήλ και τα τσιράκια του, συχνά με επικεφαλής την Defamation League, έχουν μετατρέψει τον όρο «αντισημίτης» σε έναν όρο χωρίς νόημα. Με αυτόν τον ρυθμό σύντομα θα φοριέται ως σήμα διάκρισης από τους αντιπάλους της γενοκτονίας, συμπεριλαμβανομένου του ναζιστικού Ολοκαυτώματος.
Τα θύματα αυτής της εξ ολοκλήρου κυνικής εκστρατείας δεν είναι μόνο τα παλαιστινιακά και αραβικά θύματα του Ισραήλ, αλλά και οι Εβραίοι που είναι θύματα πραγματικού αντισημιτισμού και μπορεί να βρουν τις επιθέσεις κατά των προσώπων, των περιουσιών και των θεσμών τους να απορρίπτονται ως υπερβολικά επανειλημμένες κραυγές για λύκους. Είναι ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο ο Σιωνισμός, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το Ισραήλ και οι πολιτικές του εκπροσωπούν και διεξάγονται για λογαριασμό των απανταχού Εβραίων, στην πράξη θέτει σε κίνδυνο την εβραϊκή ευημερία και ασφάλεια.
*Ο Mouin Rabbani είναι Ολλανδο-Παλαιστίνιος δημοσιογράφος και αναλυτής της Μέσης Ανατολής. Το κείμενο αποτελεί μετάφραση ανάρτησής του στο X (πρώην Twitter).