Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Από μόνα τους τα ευρήματα που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΚΠΟΙΖΩ για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ήταν εντυπωσιακά. Το σημαντικότερο στοιχείο που περιλάμβανε η ποσοτική έρευνα με χρήση δομημένου ερωτηματολογίου, η οποία διεξήχθη το 2018, ήταν η έκταση της ενεργειακής φτώχειας: 51% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία, που εν προκειμένω ορίζεται ως εκείνο το ποσοστό των νοικοκυριών που δαπανούν πάνω από το 10% του ετήσιου οικογενειακού τους επιδόματος για τις ενεργειακές τους ανάγκες[1]. Είναι ένας απλός ορισμός της ενεργειακής φτώχειας που εισήχθη πρώτη φορά το 1991[2] ενώ σε ορισμένες χώρες (Αγγλία, Ιρλανδία) έχει θεσμοθετηθεί και νομοθετικά. Αν δε, κάνουμε και τη σχετική αναγωγή απαλείφοντας το 16% των ερωτηθέντων που απάντησαν «δεν ξέρω/δεν απαντώ», τότε το ποσοστό των ενεργειακών φτωχών υπερβαίνει το 60%. Πρόκειται για μέγεθος που προκαλεί δέος! Πολύ περισσότερο αν λάβουμε υπ’ όψη μας δύο επιπλέον παραμέτρους. Αρχικά, ότι υπερβαίνει σημαντικά κάθε άλλο ορισμό της φτώχειας. Για παράδειγμα το 2017 (τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την ΕΛΣΤΑΤ) ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ήταν 35% και τα άτομα με υλικές στερήσεις 36%. Κατά συνέπεια, η ενεργειακή φτώχεια υπερβαίνει σημαντικά την συμβατικά οριζόμενη φτώχεια, που σημαίνει ότι ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που δεν ανήκει στα φτωχά της τμήματα, συμπεριλαμβάνεται στους ενεργειακά φτωχούς! Κατά δεύτερο, ότι η ενεργειακή φτώχεια βρίσκεται σε τέτοιο θεαματικό ύψος σε μια περίοδο που η κορύφωση της κρίσης και των συμπαρομαρτούντων της (ανεργία, μείωση μισθών, κλπ) αποτελεί ένα όλο και πιο απόμακρο παρελθόν• όχι όμως η ενεργειακή φτώχεια, που όλα δείχνουν ότι ήρθε για να… μείνει.
Ξεκινώντας είναι σκόπιμο να σταθούμε, χάριν ακριβείας, στον ορισμό της ενεργειακής φτώχειας. Με βάση το Συνήγορο του Πολίτη είναι «η κατάσταση ενός νοικοκυριού που αδυνατεί να έχει πρόσβαση στις πλέον βασικές υπηρεσίες ενέργειας για επαρκή θέρμανση, μαγείρεμα, φωτισμό και χρήση οικιακών συσκευών». Το φαινόμενο αποκτά ευκρινές κοινωνικό πρόσημο αν πάρουμε υπ’ όψη μας ότι στη βιβλιογραφία θεωρείται το σημείο συνάντησης τριών διαφορετικών αιτιών: της ανόδου των τιμών της ενέργειας, της πτώσης των εισοδημάτων και της χαμηλής ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων[3]. Ως αποτέλεσμα, εκτιμάται ότι οι ενεργειακά φτωχοί στην ΕΕ ανέρχονται από 50 ως 160 εκ. άτομα, αναλόγως του πόσο αυστηρός είναι ο ορισμός. Στον υπόλοιπο κόσμο, που όλο και περισσότερο συγκλίνει με την ΕΕ, 1,06 δισ. άτομα δεν έχουν καμία πρόσβαση σε ηλεκτρικό ρεύμα[4].
Για καθόλου τυχαίους λόγους τα περισσότερα μέτρα πολιτικής που συστήνονται εστιάζουν στην τρίτη αιτία, της ενεργειακής αποδοτικότητας. Από μια άποψη δικαιολογημένα, μιας και στις χώρες μέλη της ΕΕ το 75% του κτιριακού αποθέματος χαρακτηρίζεται μη αποδοτικό ενεργειακά, με το συνολικό μάλιστα κτιριακό απόθεμα να ευθύνεται για το 36% των αερίων θερμοκηπίου[5]. Μετά μάλιστα και το άδοξο τέλος που είχε το 2008 ο τραπεζικά χρηματοδοτούμενος οικοδομικός οργασμός, εύκολα μπορούμε να προβλέψουμε ότι στο εξής το κτιριακό απόθεμα θα γερνάει πολύ ταχύτερα σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Εξετάζοντας γενικότερα την αποδοτικότητα παρόλα αυτά, συμπεριλαμβάνοντας για παράδειγμα οικιακές συσκευές, ΙΧ, κ.α. είναι δεδομένο ότι η χαμηλή αποδοτικότητα δε σημαίνει κατ’ ανάγκη χαμηλή κατανάλωση ενέργειας. Ενδεικτικά, μια υπερπολυτελής μεζονέτα 300 τ.μ. μπορεί να είναι πιο ενεργειακά αποδοτική από μια γκαρσονιέρα με ξύλινες μπαλκονόπορτες και ρολά της δεκαετίας του ’60, μετά βεβαιότητας ωστόσο απαιτεί πολύ περισσότερη ενέργεια για να παραμείνει ζεστή το χειμώνα και δροσερή το καλοκαίρι. Η εστίαση ωστόσο του ενδιαφέροντος στην αποδοτικότητα, παρότι συχνά είναι χρήσιμη κι αναγκαία, διευκολύνει τις νέες πωλήσεις συσκευών και οχημάτων ανώτερων ενεργειακών κλάσεων, τις αλλαγές κουφωμάτων κι ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων, βοηθάει έτσι το χρήμα να κυλάει. Επίσης, το σημαντικότερο, απομακρύνει το ενδιαφέρον και τη δημόσια συζήτηση από τις δύο άλλες αιτίες, τη φτώχεια και την άνοδο της τιμής του ρεύματος, που είναι οι σημαντικότεροι λόγοι πίσω από την έκρηξη της ενεργειακής φτώχειας και τα θλιβερά ρεκόρ που κατέχει η Ελλάδα, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο μάλιστα.
Τα κατορθώματα της Ελλάδας αποτυπώνονται και στις πιο επίσημες μετρήσεις που διεξάγονται σε πανευρωπαϊκό μάλιστα επίπεδο, με ευθύνη της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία από το 2015 κιόλας συνέστησε Παρατηρητήριο για την Ενεργειακή Φτώχεια, με το ίδιο πιθανότατα ιερό συναίσθημα ευθύνης που κάθε ευρωπαϊκή χώρα – σοβαρός εξαγωγέας όπλων και πολεμικού υλικού χρηματοδοτεί ΜΚΟ και συνέδρια για την παγκόσμια… ειρήνη[6]. Για να γίνουν εμφανείς οι δραματικές διαστάσεις που έχει προσλάβει η ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα, αξίζει να μεταφέρουμε από τη συγκεκριμένη πηγή ορισμένους πιο αξιόπιστους μεν δείκτες, σε σχέση με την έρευνα της ΕΚΠΟΙΖΩ, που καταλήγουν ωστόσο στα ίδια συμπεράσματα[7]. Για παράδειγμα, στο ερώτημα «μπορεί το νοικοκυριό σας να διατηρήσει το σπίτι σας κατάλληλα ζεστό;», η Ελλάδα είχε το 2016 το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό αρνητικών απαντήσεων, 29,1%(!), μετά τη Βουλγαρία (39,2%), κι ενώ ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ήταν μόλις 8,7%. Αξίζει μάλιστα να δούμε ότι μόλις το 2010 το ποσοστό των αρνητικών απαντήσεων στην Ελλάδα ήταν το μισό: μόλις 15,4%, που κι αυτό μάλιστα ήταν υψηλότερο από το μέσο ευρωπαϊκό (9,5%)! Εκεί που ωστόσο η Ελλάδα κρατάει τα πρωτεία είναι στο κριτήριο των απλήρωτων λογαριασμών. Στην Ελλάδα το 42,2% των ερωτηθέντων το τελευταίο 12μηνο είχε απλήρωτο λογαριασμό ηλεκτρικού στην κύρια κατοικία του! Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ήταν μόλις 8,1%, στην επόμενη μετά την Ελλάδα χώρα, τη Βουλγαρία, απλήρωτους λογαριασμούς είχε το 31,7% των νοικοκυριών. Δεν κινδυνεύει επομένως εύκολα η πρωτιά μας! Πρέπει να τονίσουμε ότι και το 2010 η ελληνική επίδοση στους απλήρωτους λογαριασμούς λόγω οικονομικών δυσκολιών ήταν υπερδιπλάσια της μέσης ευρωπαϊκής: 18,8% έναντι 9,1%! Τέλος, υπάρχει ένα ακόμη κριτήριο που μαρτυρά την έκταση που έχει προσλάβει η ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα• είναι τα σπίτια που δε δροσίζονται επαρκώς το καλοκαίρι: 34% του συνόλου το 2012 όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος ήταν 19,2%. Δεν περνάει μάλιστα απαρατήρητο ότι ενώ από το 2007 ως το 2012 τα σπίτια χωρίς air condition στην Ευρώπη μειώθηκαν (19,2% του συνόλου από 25,8%) στην Ελλάδα αυξήθηκαν: 34% από 29,4%! Όλη η κοινωνική οπισθοδρόμηση που συνέβη στην Ελλάδα ελέω μνημονίων, και σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, σε τέσσερα ποσοστά…
Οι επιδόσεις της Ελλάδας στην ενεργειακή φτώχεια, που δεν αφορούν μόνο το παρελθόν και το παρόν, με δεκάδες χιλιάδες παιδιά για παράδειγμα ανήμπορα να διαβάσουν ελλείψει ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά και το μέλλον, καθώς θα προκαλέσουν σοβαρότατα προβλήματα υγείας, αναδεικνύουν τη σημασία που είχε στην έκρηξη της ενεργειακής φτώχειας η μείωση των εισοδημάτων και η άνοδος των τιμών του ρεύματος.
Σε ό,τι αφορά τα εισοδήματα, το μνημονιακό αποτύπωμα παραμένει ανεξίτηλο ακόμη και τώρα που τα προγράμματα δανεισμού αποτελούν παρελθόν. Με μια μέση μείωση μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων κατά 40% και την ανεργία ακόμη και τώρα να είναι στα διπλάσια επίπεδα από την εποχή πριν την κρίση, ενώ επίδομα ανεργίας παίρνουν λιγότεροι από το 20% των ανέργων, είναι εμφανές ότι ο λογαριασμός του ρεύματος ήταν ο τελευταίος που θα πληρωνόταν. Προείχε και προέχει το σούπερ μάρκετ, τα φροντιστήρια των παιδιών, τα έξοδα μετακίνησης, κ.ο.κ. Δεν είναι μάλιστα ελληνικό φαινόμενο. Ευρείας έκτασης έρευνες δείχνουν την αρνητική σχέση που διατηρεί το εισόδημα του νοικοκυριού με την ενεργειακή φτώχεια[8]: Όσο αυξάνεται το εισόδημα τόσο μειώνεται η ενεργειακή φτώχεια και το αντίστροφο. Πιο ευάλωτες δε, αποδεικνύονται οι γυναίκες.
Κι αν από την μια ήταν η συμπίεση των εισοδημάτων, από την άλλη είναι η άνοδος των τιμών του ρεύματος, άμεσο αποτέλεσμα της ιδιωτικοποίησης της αγοράς ενέργειας, όπως προωθείται κι εν μέρει συγκαλύπτεται κι εξωραΐζεται από την εγκατάλειψη της λιγνιτικής παραγωγής και την όλο και ταχύτερη εισαγωγή στο ενεργειακό μείγμα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Με άλλα λόγια, ο ενεργειακός πλούτος της κοινωνίας κι η ενεργειακή επάρκεια κι αξιοπρέπεια πολιτών και νοικοκυριών συνετρίβη στις Συμπληγάδες της φτωχοποίησης της κοινωνίας και της ιδιωτικοποίησης της ενέργειας.
Στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος τριπλασιάστηκε, με κύριο κι όχι αποκλειστικό ελκυστήρα ανόδου των τιμών στους λογαριασμούς το Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων (ΕΤΜΕΑΡ), που είναι το χρηματοδοτικό εργαλείο επιδότησης των ανανεώσιμων πηγών από τους καταναλωτές σε μια εποχή μάλιστα που κάθε είδους επιδότηση στην παραγωγή αποτελεί αντικείμενο διαπόμπευσης ως απομεινάρι της… Σοβιετίας. Εξαίρεση αποτελούν οι τράπεζες κι οι ΑΠΕ, με τις τελευταίες δε να εισπράττουν επιδότηση όχι μόνο για την παραγωγή, αλλά και την εγκατάστασή τους. Η τιμή του ΕΤΜΕΑΡ αυξήθηκε από 0,3 ευρώ /MWH στα 30 ευρώ ή 9.500%. Σε αυτό το πλαίσιο η πτώση της τιμής των φωτοβολταϊκών από το 2009 ως το 2017 κατά 75% ή η άνοδος της απόδοσής τους είναι προφανές ότι δε παράγει κανένα μετρήσιμο αποτέλεσμα. Εξ ίσου θεαματική ήταν κι η αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο από 21 ευρώ το χιλιόλιτρο το 2009 στα 280 ευρώ (1.344%) με στόχο, υποτίθεται, την πάταξη της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, τα οποία ωστόσο παραμένουν στο ύψος τους, όπως και οι φόροι… Παραπέρα, η άνοδος της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος για τους καταναλωτές προωθείται από τις δημοπρασίες (ΝΟΜΕ) που στέλνουν εκτός Ελλάδας ως εξαγωγές το φθηνό λιγνιτικό ρεύμα, και την υπό εξέλιξη ιδιωτικοποίηση της λιγνιτικής παραγωγής, που θα δώσει στους ιδιώτες τα λιγνιτικά εργοστάσια[9].
Δεν είναι μόνο στη χώρα μας που η μετάβαση στην λεγόμενη μετα-λιγνιτική εποχή τίναξε τα τιμολόγια στα ύψη. Στη Γερμανία, οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας από το 2006 ως το 2016 κατά τη διάρκεια της συνεχούς προώθησης της ηλιακής και αιολικής ενέργειας αυξήθηκαν κατά 51%, στη Δανία από το 1995, όταν ξεκίνησε να αναπτύσσει αιολικά πάρκα, οι τιμές αυξήθηκαν πάνω από 100%, κοκ[10]. Ενδιαφέρον έχει, πως η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση αρκετά έγκαιρα αναγνώρισε ως άμεσο αν και ανεπιθύμητο αποτέλεσμα της ενεργειακής μετάβασης και των πολιτικών ιδιωτικοποίησης την ενεργειακή φτώχεια. Από το 2009 κιόλας, πριν καν υπάρξει ένας ενιαίος ορισμός της ενεργειακής φτώχειας, στο πλαίσιο της προώθησης του λεγόμενου Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου καλούνται τα κράτη μέλη να προστατεύσουν τους ευάλωτους πολίτες, προβλέποντας το τσουνάμι που θα ερχόταν. Το ίδιο και στην Ελλάδα: ο όρος εισάγεται πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το Ν. 4001/2011, «για τη λειτουργία των Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου»[11] που ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο οδηγία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου. Μετά βεβαιότητας περισσότερο μηχανικά και λιγότερο συνειδητά, κι εδώ εν τούτοις οι ενεργειακές αγορές ήρθαν χέρι-χέρι με την «ενεργειακή πενία», όπως είναι όρος που επιλέγεται… Κι η αλήθεια είναι ότι από το 2015 και μετά έχει εφαρμοσθεί ένα ατελείωτο μωσαϊκό μέτρων για τη διευκόλυνση εκείνων των νοικοκυριών που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της ενεργειακής φτώχειας, με κομμένες τις συνδέσεις και τις φιάλες υγραερίου να μετατρέπονται σε από μηχανής Θεό: επιδόματα πετρελαίου θέρμανσης, κοινωνικά τιμολόγια (που επιβαρύνουν όμως τους καταναλωτές), επανασυνδέσεις, ευνοϊκοί διακανονισμοί και άλλα πολλά μέτρα που λειτουργούν ωστόσο σαν σταγόνα στον ωκεανό, έστω κι αν πρόσκαιρα ευνοούν χιλιάδες φτωχούς. Σε μια εποχή που οι μεγαλοστομίες για μετατροπή της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο περισσεύουν και τα γεωτρύπανα σε Δυτική Ελλάδα και Κρητικό υπόσχονται ένα μέλλον πλούσιο από μαύρο χρυσό, η πτώση των εισοδημάτων και η ιδιωτικοποίηση/απολιγνιτοποίηση της παραγωγής ενέργειας αποδεικνύονται μόνιμη πηγή ενεργειακής φτώχειας και κοινωνικής οπισθοδρόμησης.
[1] ΕΚΠΟΙΖΩ, Δελτίο Τύπου: Αποτελέσματα έρευνας: «Γνωρίζεις τι ξοδεύεις για το ηλεκτρικό ρεύμα;», 5 Δεκεμβρίου 2018, https://www.ekpizo.gr [τελευταία πρόσβαση: 24/2/2019].
[2] Boardman B. (1991), Fuel Poverty: From Cold Homes to Affordable Warmth, London: Belhaven Press.
[3] Energy Poverty, Study for the ITRE Committee (2017), Directorate – General for Internal Policies, European Parliament.
[4] International Bank for Reconstruction and Development (IBRD), International Energy Agency (IEA) (2017), Sustainable Energy for All Global Tracking Framework Progress towards Sustainable Energy 2017. Washington (DC): The World Bank.
[5] Droppa G. & Vajnai A. (2018) Solving Energy Poverty could be one of the biggest achievements of the 21st century, Transform! Europe, ePaper, www.transform-network.net
[6] Ιορδανίδου Σ. (2018), Σε διαρκή πόλεμο η δημοσιογραφία, περ. Δημοσιογραφία τ. 16, χειμώνας 2018, σελ. 21.
[7] Thomson H. & Bouzarowski (2018) Addressing Energy Poverty in the European Union: State of Play and Action, EU Energy Poverty Observatory, European Commission.
[8] Bollino C. A. & Botti F. (2017) Energy poverty in Europe: A multidimensional approach, PSL Quarterly Review, vol. 70 n. 283, 473-507.
[9] Βατικιώτης Λ. (2018) Η λιγνιτική παραγωγή στους ιδιώτες, τα τιμολόγια στα ύψη, περ. Δημοσιογραφία τ. 17 άνοιξη – καλοκαίρι 2018, σελ. 18-23.
[10] Βλάχος, Θ. Ρούμπος, Χρ. Αντζουλάτος Β. (2019) Η αναγκαιότητα διατήρησης του λιγνίτη στο μείγμα καυσίμων της χώρας, Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων, newsletter – ηλεκτρονική ενημέρωση [τελευταία πρόσβαση: 24/2/2019]
[11] Βαταβάλη Φ. & Χατζηκωνσταντίνου Ε. (2018), Γεωγραφίες της ενεργειακής φτώχειας στην Αθήνα της κρίσης, Εκδ. angelus novis.
Πηγή: περιοδικό Δημοσιογραφία