του Στάθη Κουβελάκη
από το περιοδικό Jacobin
Η μέχρι πρότινος επικρατούσα πρόβλεψη ήταν ότι γαλλικές προεδρικές εκλογές του επόμενου Απριλίου θα οδηγούσαν εκ νέου σε μια νέα εκλογική μονομαχία μεταξύ του νεοφιλελεύθερου Εμμανουέλ Μακρόν και της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες ο ανταγωνισμός αυτός κλονίζεται από έναν άλλο πιθανό διεκδικητή, παρασύροντας τη δημόσια συζήτηση ακόμη δεξιότερα.
Μια περσόνα των ΜΜΕ με εμπρηστικό λόγο κατά των μεταναστών και του ισλάμ, ο Ερίκ Ζεμούρ, διάσημος για τις πληθωρικές παρεμβάσεις του τόσο στον συντηρητικό αστικό Τύπο όσο και στο κανάλι Cnews – το οποίο προσομοιάζει με το αμερικανικό Fox News – διαδίδει εδώ και καιρό την ιδέα ότι η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια απειλή που θέτει σε κίνδυνο την ίδια την επιβίωσή της. Ένθερμος θιασώτης της φασιστικής θεωρίας της «μεγάλης αντικατάστασης», σύμφωνα με την οποία ο λευκός «γηγενής» πληθυσμός της Γαλλίας κινδυνεύει να εξαφανιστεί από το «μεταναστευτικό τσουνάμι» που προωθούν οι παγκοσμιοποιημένες κυβερνώσες ελίτ, ο Ζεμούρ κατακρίνει ακόμη και την Λεπέν για υποχωρητικότητα στις αντιμεταναστευτικές της θέσεις. Χωρίς να το έχει ακόμη τυπικά ανακοινώσει, τα γαλλικά ΜΜΕ βρίθουν εικασιών ότι σχεδιάζει να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις, ο Ζεμούρ, ένα από τα πλέον προβεβλημένα πρόσωπα των ΜΜΕ, συγκεντρώνει ένα 15 με 17% της πρόθεσης ψήφου σε εθνικό επίπεδο. Αλλά όπως γράφει ο Στάθης Κουβελάκης, σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε αρχικά στο γαλλικό περιοδικό Contretemps, και κατόπιν στο αμερικάνικο Jacobin, το φαινόμενο Ζεμούρ είναι κάτι περισσότερο από μια μιντιακή φούσκα. Η δυνητική υποψηφιότητά του αντικατοπτρίζει ευρύτερες ανατροπές στο δεξιό άκρο του πολιτικού σκηνικού, με την παραδοσιακή Δεξιά να βρίσκεται σε κρίση και το κόμμα της Λεπέν να φυλλοροεί στις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές. Ωστόσο, και μόνο το ενδεχόμενο να εμφανίζεται ο Ζεμούρ ως ένας υπολογίσιμος παίκτης σηματοδοτεί μια στροφή προς μια εμμονική πολιτική της ταυτότητας, για την οποία ο ίδιος έχει συμβάλει αποφασιστικά.
Τη μετάφραση του άρθρου από το αριστερό αμερικανικό περιοδικό Jacobin έκαναν οι Άννα Κόκκαλη και Στάθης Κουβελάκης. Ακολουθεί το άρθρο:
Η άνοδος του Ερίκ Ζεμούρ στη γαλλική πολιτική σκηνή μπορεί να φαντάζει μετεωρική, σίγουρα όμως δεν έπεσε από τον ουρανό. Η ολοένα και πιο πιθανή είσοδος αυτής της μιντιακής περσόνας της σκληρής Ακροδεξιάς στην κομματική-πολιτική αρένα είναι ένα σύμπτωμα που συμπυκνώνει τις βαθύτερες τάσεις της τρέχουσας περιόδου.
Ας τις συνοψίσουμε σχηματικά. Από την περίοδο της προεδρίας του Νικολά Σαρκοζί το 2007-12, το κέντρο βάρους της γαλλικής δημόσιας συζήτησης — ή μάλλον αυτού που έφθασε να θεωρείται δημόσια συζήτηση—ριζοσπαστικοποιείται αδιάκοπα προς τα δεξιά. Θέματα που κάποτε αποτελούσαν μονοπώλιο της Ακροδεξιάς έχουν σήμερα κατακλύσει τον πολιτικό λόγο των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, καλύπτοντας έναν πολιτικό χώρο που εκτείνεται από την (αυτοπαρουσιαζώμενη ως) «ρεπουμπλικανική Αριστερά» – του πρώην πρωθυπουργού του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Μανουέλ Βαλς – έως τον Εθνικό Συναγερμό (πρώην Εθνικό Μέτωπο) της Μαρίν Λεπέν, συμπεριλαμβανομένης της παραδοσιακής Δεξιάς αλλά και της κυβέρνησης του Εμμανουέλ Μακρόν. Σύσσωμες αυτές οι δυνάμεις έχουν κηρύξει εκστρατεία κατά του λεγόμενου «ισλαμοαριστερισμού» και του μουσουλμανικού «αυτονομισμού». Αυτές οι θεματικές αποκρυσταλλώνονται γύρω από έναν απροκάλυπτο πλέον ρατσισμό, με βασική συνιστώσα την ισλαμοφοβία, που καταλήγει στο μύθο της «μεγάλης αντικατάστασης» — ένα μύθο που εγκυμονεί εξολοθρευτική βία μεγάλης κλίμακας.
Ο Ερίκ Ζεμούρ είναι ένα από τα εξέχοντα πρόσωπα – και προσωπεία – αυτής της δυναμικής εκφασισμού. Η πανταχού παρουσία του στα γαλλικά ΜΜΕ είναι το επιστέγασμα μιας διαδικασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και πολλά χρόνια, ταυτόχρονα η απόληξή της και ένας από τους βασικούς καταλύτες της.
Αλλαγή σκηνικού
Μεγάλος είναι λοιπόν ο πειρασμός να θεωρήσουμε την άνοδο του Ζεμούρ ως μια απλή δημοσκοπική φούσκα ή ως ένα καθαρό «δημιούργημα των μέσων ενημέρωσης». Ωστόσο η μεταλλαγή μιας διάσημης έστω μιντιακής φιγούρας σε υπολογίσιμο πολιτικό παίκτη – ο οποίος σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις έχει πιθανότητες να φτάσει έως και στον δεύτερο γύρο – δεν είναι καθόλου προφανής. Μόλις πριν από λίγους μήνες, ποιος θα πίστευε ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο;
Ποιος μπορούσε να προβλέψει ότι ο Ζεμούρ θα ήταν σε θέση να αποσταθεροποιήσει τη Μαρίν Λεπέν και το κόμμα της – μία δύναμη με σταθερά εδραιωμένη εκλογική ηγεμονία στην Ακροδεξιά εδώ και τέσσερις δεκαετίες, που έχει ήδη περάσει δύο φορές (2002 και 2017) στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών και που, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις της περασμένης άνοιξης, φαινόταν ότι έκλεινε τη διαφορά με τον Μακρόν εν όψει ενός δεύτερου γύρου τον Απρίλιο του 2022; Με άλλα λόγια, αν και το φαινόμενο Ζεμούρ δεν είναι κατανοητό, ξεκομμένο από τη μακροπρόθεσμη δυναμική που το τροφοδοτεί, η τροπή που έχει πάρει παραπέμπει σε κάτι καινοτόμο: την αλλαγή της συγκυρίας των τελευταίων μηνών.
Κάτι λοιπόν συνέβη, ή μάλλον έγινε ορατό, στις περιφερειακές εκλογές του Ιουνίου, με το απογοητευτικό αποτέλεσμα του Εθνικού Συναγερμού της Μαρίν Λεπέν που απέτυχε να κατακτήσει, ή ακόμα και να διεκδικήσει με σοβαρούς όρους τη νίκη έστω σε μία περιφέρεια. Αυτή η αποτυχία — παρά το υψηλό ποσοστό του κόμματος σε εθνικό επίπεδο (19,3%) — κόμιζε δυσοίωνα μηνύματα για τις προεδρικές εκλογές, καθώς κατέστησε σαφές ότι, όποια κι αν είναι η διάταξη του δεύτερου γύρου (Ακροδεξιά έναντι Δεξιάς, Ακροδεξιά έναντι Αριστεράς ή Δεξιά έναντι Αριστεράς με αποκλεισμό στον πρώτο γύρο της Ακροδεξιάς), ο Εθνικός Συναγερμός είναι καταδικασμένος στην ήττα. Το γεγονός ότι αυτό σηματοδοτεί την αποτυχία της λεγόμενης «στρατηγικής της αποδαιμονοποίσης» που ακολουθεί η Λεπέν εδώ και πολλά χρόνια. Μια τέτοια κίνηση έχει νόημα μόνο ως «στρατηγική δεύτερου γύρου», πολιτικού «ανοίγματος» μέσω ενός φαινομενικά ηπιότερου λόγου, με στόχο τη συγκέντρωση πλειοψηφίας εν όψει μιας θεωρούμενης ως βέβαιης παρουσίας στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Αυτή η αναζήτηση ευρύτερης αποδοχής αποτελεί εξάλλου μονόδρομο για κάθε κόμμα που επιδιώκει να διαχειριστεί το αστικό κράτος και τα συμφέροντα του κεφαλαίου – εξού και τα πολυάριθμα διαπιστευτήρια που επέδειξε τους τελευταίους μήνες η Λεπέν προς τις γαλλικές και ευρωπαϊκές άρχουσες τάξεις: εγκατάλειψη οποιαδήποτε ιδέας εξόδου από την ευρωζώνη, δέσμευση για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της Γαλλίας και για τη συμβατότητα με το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ της προτεινόμενης πολιτικής της «εθνικής προτεραιότητας», δηλαδή της συνταγματικής κατοχύρωσης της προτεραιότητας των «γνήσιων Γάλλων υπηκόων» σε όλες τις θέσεις εργασίας και τις κοινωνικές παροχές. Στις αρχές του τρέχοντος έτους και έως τις παραμονές της εκλογικής αναμέτρησης του Ιουνίου, η Λεπέν εμφανιζόταν να έχει επιτύχει τον μετασχηματισμό του Εθνικού Συναγερμού σε ένα δυνητικό «κυβερνητικό κόμμα» και η έλευσή του στην εξουσία – σε συμμαχία με μέρος της παραδοσιακής Δεξιάς – εθεωρείτο ευρέως ως σοβαρό ενδεχόμενο.
Ωστόσο, οι απογοητευτικές επιδόσεις στις περιφερειακές εκλογές κλόνισαν βαθιά αυτό το σενάριο, προκαλώντας ή επιταχύνοντας την αποχώρηση εκλεγμένων αντιπροσώπων, κομματικών στελεχών και μελών. Κατέστη σαφές ότι παρά τα υψηλά ποσοστά των δημοσκοπήσεων και την επιρροή του στα πιο καθοριστικά τμήματα του εκλογικού σώματος (νέοι, εργάσιμες ηλικίες, λαϊκές τάξεις), ως κομματικός οργανισμός αλλά ακόμη και ως εκλογική μηχανή, ο Εθνικός Συναγερμός κινείται σε μέτρια επίπεδα. Ως εκ τούτου είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα, που δεν αφήνει αδιάβλητη την αρχηγική εικόνα της Λεπέν, ο ρόλος της οποίας είναι καθοριστικός σε ένα πολιτικό ρεύμα όπου η/ο ηγέτης βρίσκεται εξ ορισμού στο επίκεντρο. Η τάση ενισχύεται από τον οργανωτικό ερασιτεχνισμό και τον νεποτισμό που χαρακτηρίζουν τη διαχείριση των εσωτερικών υποθέσεων του κόμματος. Σε μια συγκυρία όπου διακυβεύεται η ίδια η δυνατότητα κατάκτησης της κυβερνητικής εξουσίας, μια (σχετική έστω) εκλογική αποτυχία μετατρέπεται σε στρατηγική ήττα.
Από τους προβολείς των ΜΜΕ στην πολιτική σκακιέρα
Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως ερμηνεύεται αυτή η αποτυχία. Εδώ υπεισέρχεται ο «παράγοντας Ζεμούρ» — ή ακριβέστερα, η μεταλλαγή του από μιντιακό κήρυκα των ακροδεξιών ιδεών σε έναν πιθανό παίκτη στην πολιτική σκακιέρα. Γιατί ο Ζεμούρ προσέφερε μια δόκιμη — από την δική του σκοπιά — εξήγηση αυτής της εξέλιξης. Την επαύριο κιόλας των περιφερειακών εκλογών, ο Ζεμούρ τόνισε τις συνέπειες του «εξευγενισμού» του λόγου της Λεπέν σε συνδυασμό με τη συνολικότερη μεταστροφή του πολιτικού σκηνικού προς την Ακροδεξιά. Ας παραθέσουμε τα δικά του λόγια:
«Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει πλέον καμία διαφορά σήμερα μεταξύ του λόγου της και του Εμμανουέλ Μακρόν ή του Ξαβιέ Μπερτράν [νυν προέδρου της περιφέρειας του Βορρά και επικρατέστερου υποψήφιου της παραδοσιακής Δεξιάς]. . . . Η Μαρίν Λεπέν μιλάει όπως ο Εμμανουέλ Μακρόν, ο Εμμανουέλ Μακρόν μιλάει σαν την Μαρίν Λεπέν, κάνουν ήδη σαν να βρίσκονται στον δεύτερο γύρο [των προεδρικών εκλογών ], αφού γι’ αυτούς τίποτε δεν έχει σημασία εκτός αυτού του δεύτερου γύρου, και είναι σαφές ότι οι ψηφοφόροι αρνούνται να υποκύψουν σε αυτό τον εκβιασμό.»
Αυτός ο ευτελισμός του λεπενικού λόγου (μιλάει «όπως όλοι οι άλλοι», αφού κατάφερε να κάνει «όλους τους άλλους» να μιλούν όπως η ίδια) – ένα παράδοξο αποτέλεσμα της «λεπενοποίησης των πνευμάτων» για την οποία υπερηφανευόταν κάποτε ο πατήρ Λεπέν – υπονομεύει σοβαρά την ικανότητά του να λειτουργεί ως υποδοχέας του λαϊκού θυμού και της πολύμορφης δυσαρέσκειας όπως το είχε επιτύχει στην προηγούμενη περίοδο.
Εδώ πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της αποτυχίας του Εθνικού Συναγερμού στις περιφερειακές εκλογές του Ιουνίου. Παρά τις προσδοκίες, η εκλογική του επίδοση επλήγη ιδιαίτερα από την τεράστια αποχή (67% στον 1ο γύρο, 65% στον 2ο), σε μεγαλύτερο ακόμη βαθμό από την επίδοση των άλλων κομμάτων (με εξαίρεση την Ανυπότακτη Γαλλία του Μελανσόν). Σύμφωνα με ένα exit poll του Ινστιτούτου IFOP, γύρω στο 71% των ψηφοφόρων της Λεπέν του 2017 δεν προσήλθε στις κάλπες του Ιουνίου. Βλέποντας την προοπτική της εκλογικής νίκης να απομακρύνεται, ένα σημαντικό μέρος των στελεχών του Εθνικού Συναγερμού άρχισε να επικρίνει όλο και περισσότερο την ελαστικοποίηση του λόγου και την αστικοποίηση (όπως την αντιλαμβάνονται) του κόμματός τους. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε στην Le Monde ένας πρώην υπεύθυνος της νομαρχιακής οργάνωσης του Ντε-Σεβρ (Deux-Sèvres):
«Το χάσμα μεγάλωσε με την πάροδο του χρόνου. Μας απαγορεύτηκε να συμμετέχουμε στη “Manif pour tous” [μια σειρά διαμαρτυριών κατά του γάμου του ίδιου φύλου], κατόπιν να στηρίξουμε την [ανοιχτά νεοφασιστική] Generation Identitaire [Ταυτοτική Γενιά]. Η Μαρίν Λεπέν δήλωσε ότι η “μεγάλη αντικατάσταση” είναι μια θεωρία συνωμοσίας και ότι το Ισλάμ είναι συμβατό με το Γαλλικό Πολίτευμα [Republique], ότι δεν θα αποχωρήσει από τη Συνθήκη του Σένγκεν [τον χώρο ελεύθερης κυκλοφορίας στην ΕΕ] ή από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων των Ανθρώπου… Είναι μια αριστερή που μεγάλωσε σε έναν πύργο και κληρονόμησε το όνομα Λεπέν.»
Αυτή η ανατροπή της συγκυρίας άνοιξε τον δρόμο της ορμητικής εισόδου του Ζεμούρ στο πολιτικό παιχνίδι. Έχοντας επίγνωση των αιτιών της εκλογικής αποτυχίας της Ακροδεξιάς, και χάρη σε μια μιντιακή του υπερπροβολή που τον καθιέρωσε ως έναν από τους καταλύτες της ακροδεξιάς ριζοσπαστικοποίησης, ο Ζεμούρ βρέθηκε σε θέση να εκμεταλλευτεί τις δυσκολίες τού μέχρι τότε θεσμικά αναγνωρισμένου εκφραστή τής ακροδεξιάς παράταξης. Μπορεί τώρα να παρουσιάζεται στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού ως υπολογίσιμος φορέας μιας φασιστικοποίησης για την οποία εργάστηκε τόσο σκληρά στον χώρο των ΜΜΕ.
Ορισμένες πρόσφατες δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν ποιοτικά στοιχεία της μετεωρικής ανόδου του δυνητικού, προς το παρόν, υποψηφίου. Διαφαίνεται ότι ο Ζεμούρ προσελκύει ψηφοφόρους τόσο από τον χώρο της Ακροδεξιάς (της Μαρίν Λεπέν και του δορυφόρου της, Νικολά Ντυπόν-Αινιάν) όσο και από αυτόν της παραδοσιακής Δεξιάς. Επιπλέον, σε αντίθεση με ό,τι έδειχναν προηγούμενες δημοσκοπήσεις, φαίνεται επίσης ικανός να προσελκύσει σημαντικό μέρος του λαϊκού (και, σε μικρότερο βαθμό, του νεανικού) εκλογικού σώματος. Πρόκειται για τμήμα του εκλογικού σώματος που, ας μην ξεχνάμε, στρέφεται όλο και περισσότερο προς την Ακροδεξιά εδώ και αρκετά χρόνια, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το υψηλό ποσοστό αποχής που χαρακτηρίζει την εκλογική συμπεριφορά αυτών των στρωμάτων. Ήδη πριν από την ανάδυση του Ζεμούρ, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ένα επίπεδο διείσδυσης της Ακροδεξιάς μεταξύ των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων που ξεπερνούσε ακόμη και τα πρωτοφανή επίπεδα στα οποία είχε φθάσει στις προεδρικές εκλογές του 2017. Οι τρεις ακροδεξιοί υποψήφιοι είχαν τότε συνολικά συγκεντρώσει περίπου το 40% της ψήφου των εργατoϋπαλλήλων στον πρώτο γύρο – και μεταξύ 47% και 60% στον δεύτερο – με το σύνολο των αριστερών υποψηφίων στις ίδιες κατηγορίες να κυμαίνεται μόλις μεταξύ 22% και 25%.
Η δυναμική που αποπνέει μια (δυνητική προς το παρόν) υποψηφιότητα του Ζεμούρ σκιαγραφεί ένα εν δυνάμει πλειοψηφικό μπλοκ, επεκτείνοντας την επιρροή της άκρας Δεξιάς και χτίζοντας γέφυρες με μέρος της κλασικής Δεξιάς που τελεί πλέον υπό την ηγεμονία της Ακροδεξιάς. Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να επιταχύνει τη διάλυση της παραδοσιακής αστικής παράταξης, μέρος της οποίας έχει ήδη συσπειρωθεί γύρω από τον Μακρόν ή προτίθεται να το κάνει το επόμενο διάστημα, με το νεοσύστατο κόμμα του πρώην πρωθυπουργού, Εντουάρ Φιλίπ, να ετοιμάζεται να υποδεχτεί αυτούς τους παράγοντες.
Μια ημιτελής κίνηση
Το «φαινόμενο Ζεμούρ» αποτελεί όντως το σύμπτωμα της φασιστικής ριζοσπαστικοποίησης του γαλλικού πολιτικού σκηνικού. Σηματοδοτεί επίσης ότι αυτή η διαδικασία υπερβαίνει πλέον ή τουλάχιστον αιφνιδιάζει, εκείνους που μέχρι στιγμής υπήρξαν οι κύριοι πολιτικοί της εκπρόσωποι. Περισσότερο από «αστική εναλλακτική λύση», όπως διατείνεται ο Ugo Palheta — με την έννοια ότι η αστική τάξη επεξεργάζεται διάφορες προτάσεις έτσι ώστε να μπορεί να επιλέξει την καταλληλότερη (για τα δικά της συμφέροντα) την κρίσιμη στιγμή – το φαινόμενο παραπέμπει σε μια εκδοχή «αυτονομίας του πολιτικού». Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μια διαδικασία που ξεφεύγει από τον έλεγχο των αρχικών εμπνευστών της και ακολουθεί τη δική της λογική. Με τον τρόπο αυτό λειτουργεί ως καταλύτης που οξύνει τον κατακερματισμό, και συνεπώς την αστάθεια, ενός ήδη αποσαθρωμένου πολιτικού συστήματος. Μια τέτοια εξέλιξη δεν ανταποκρίνεται αναγκαστικά στις επιθυμίες της αστικής τάξης, που δεν αγαπά τίποτα περισσότερο από τη σταθερότητα και τις απρόσκοπτες εναλλαγές κυβερνήσεων.
Αυτή η αυτονομία είναι όμως σχετική. Και τούτο όχι μόνο με την έννοια ότι οι πολιτικές επιλογές του Ζεμούρ προφανώς εξυπηρετούν τα ίδια συμφέροντα του κεφαλαίου όσο αυτές των υπόλοιπων εκπροσώπων του αστικού μπλοκ. Για να μεταφέρει επιτυχώς στο πεδίο κομματικού ανταγωνισμού το κεφάλαιο που έχει συσσωρεύσει χάρη στην παρουσία του στα ΜΜΕ, ο Ζεμούρ θα πρέπει να καταβάλει τέλη εισόδου. Το κόστος τους είναι δε υψηλό, ειδικά για μια προεδρική εκστρατεία. Αυτό σημαίνει όχι μόνο τη συλλογή 500 υπογραφών από εκλεγμένους αντιπροσώπους (δήμαρχους, βουλευτές ή περιφερειακούς συμβούλους), αλλά και άφθονη χρηματοδότηση, δημόσιες συγκεντρώσεις και μία έστω και περιορισμένη «ακτιβιστική» παρουσία ανά την επικράτεια.
Η παρακμή των πολιτικών κομμάτων στη Γαλλία ασφαλώς ευνοεί την είσοδο αουτσάιντερ στην πολιτική αρένα. Η απρόβλεπτη εκλογή του Μακρόν πριν από τέσσερα χρόνια αποτελεί από μόνη της απόδειξη αυτής της υπόθεσης. Το ίδιο ισχύει και για τις εκστρατείες που στηρίχθηκαν σε έναν υποτυπώδη μηχανισμό όπως συνέβη με την υποψηφιότητα του Ζαν Λυκ Μελανσόν, το 2017. Αλλά και στις δύο αυτές περιπτώσεις οι υποψήφιοι μπόρεσαν να μοχλεύσουν σημαντικούς πόρους. Στην περίπτωση του Μακρόν, προέρχονταν από τις οικονομικές ελίτ της χώρας και στην περίπτωση του Μελανσόν, ήταν καρπός της μακράς πολιτικής διαδρομής εντός της Αριστεράς. Το αν ο Ζεμούρ μπορεί να κινήσει μια παρόμοια διαδικασία παραμένει ως τώρα ένα ανοιχτό ερώτημα και αυτός είναι αναμφίβολα ο λόγος που ο ίδιος έχει καθυστερήσει την ανακοίνωση της απόφασής του για το ενδεχόμενο υποψηφιότητας για την προεδρία.
Ως έκφραση μιας (σχετικής) αυτονομίας της πολιτικής σε συνθήκες βαθειάς κρίσης εκπροσώπησης και υφέρπουσας φασιστικοποίησης, η ανάδειξη της δυνητικής υποψηφιότητας του Ζεμούρ είναι σημάδι ταυτόχρονα δύναμης και αδυναμίας. Δύναμης, γιατί καταδεικνύει ότι η διαδικασία ακροδεξιάς ριζοσπαστικοποίησης είναι πλέον βαθιά ριζωμένη, ότι διαθέτει αποθέματα που υπερβαίνουν αυτά που διαχειρίζονταν οι μέχρι πρότινος αναγνωρισμένοι εκπρόσωποί της. Αδυναμία, γιατί απομένει να αποδειχθεί ότι ένας τέτοιος υποψήφιος μπορεί να υπερβεί τις επιδόσεις της Μαρίν Λεπέν και ότι μια Ακροδεξιά χωρισμένη σε δύο πτέρυγες συγκρίσιμου εκλογικού βάρους είναι πιο αξιόπιστη από τον ενιαίο σχηματισμό που επικρατούσε μέχρι τώρα.
Σε αυτή την περίπτωση, τίθεται αναπόφευκτα το ερώτημα του cui bono/ποιος ωφελείται. Ενδέχεται η πραγματική αποστολή – συνειδητή ή μη – αυτής της προερχόμενης από τα σπλάχνα της πιο αντιδραστικής αστικής δεξιάς (δηλαδή από τις στήλες της Le Figaro) φιγούρας να συνίσταται στην υπονόμευση του μοναδικού πόλου που φαινόταν μέχρι πρότινος ικανός, δεδομένης της παρακμής της Αριστεράς, να βάλει σε δύσκολη θέση το νυν πρόεδρο και οργανικό υποψήφιο του αστικού μπλοκ. Μια υπονόμευση που εξασφαλίζει όμως ταυτόχρονα στις φασιστικές ιδέες που προάγει ένα πρωτοφανές επίπεδο προβολής και αποδοχής.
Με αυτή την έννοια, ακόμα κι αν δεν ολοκληρώσει την πολιτική τροχιά του, ο Ερίκ Ζεμούρ έχει ήδη κερδίσει.