του Ανδρέα Κοσιάρη
Μια μετέωρη κατάσταση έχει αφήσει στο γαλλικό πολιτικό σκηνικό ο δεύτερος γύρος των βουλευτικών εκλογών της περασμένης Κυριακής, με τον συνασπισμό του επανεκλεγέντος προέδρου Μακρόν να έρχεται πρώτος χωρίς να νικά, αλλά και να ηττάται χωρίς ουσιαστικά να χάνει. Ιστορική επιτυχία σε ποσοστά, αλλά χωρίς αντίκρυσμα για τη NUPES του Μελανσόν, τρίτη ενισχυμένη θέση για την ακροδεξιά της Λε Πεν.
Μόλις λίγες εβδομάδες έπειτα από την επανεκλογή του στον προεδρικό θώκο, που παρουσιάστηκε ως «θρίαμβος» από τους φιλικούς προς αυτόν σχολιαστές, ο Μακρόν προβλέψιμα δεν κατάφερε να επιτύχει απόλυτη πλειοψηφία στις γαλλικές κοινοβουλευτικές εκλογές. Οι απώλειες εδρών του κόμματός του είναι μεγάλες (-105 έδρες) και η μη επανεκλογή σημαντικών προσώπων της κυβέρνησής του, όπως οι υπουργοί Υγείας, Πράσινης Μετάβασης και Θάλασσας, σίγουρα αποτέλεσαν ηχηρό χαστούκι. Η πρόσφατα ορισθείσα πρωθυπουργός της κυβέρνησης, Ελιζαμπέτ Μπορν, θα αντιμετωπίσει ψήφο εμπιστοσύνης όταν συνέλθει το νέο κοινοβούλιο, καθώς το κόμμα του Μακρόν θα ψάχνει συμμαχίες στις νέες ισορροπίες των εδρών.
Όμως, σημαντικά, το αποτέλεσμα για τον Μακρόν δεν είναι μια τόσο «ακυβέρνητη» Γαλλία, όσο θα ήθελαν πολλοί από τους αντιπάλους του. Οι 245 έδρες μπορεί να απέχουν από τις 289 της απόλυτης πλειοψηφίας, όμως η πολιτική ατζέντα του Γάλλου προέδρου έχει φιλικά ώτα στο κοινοβούλιο. Αφενός, υπάρχει η παραδοσιακή δεξιά της Γαλλίας (Ένωση Δεξιάς και Κέντρου) που έμεινε στο εξαιρετικά χαμηλό των 64 εδρών. Μπορεί ο Κριστιάν Ζακόμπ, πρόεδρος των Ρεπουμπλικανών, της μεγαλύτερης συνιστώσας του συνασπισμού αυτού με 61 έδρες, να μην έκανε και τις πιο φιλικές προς τον Μακρόν δηλώσεις στον απόηχο του αποτελέσματος. Όμως μεγάλα κομμάτια της νομοθετικής ατζέντας του προέδρου, όπως η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, η «μεταρρύθμιση» (δηλαδή περικοπή) επιδομάτων και οι μειώσεις φόρων, αποτελούν παραδοσιακά τμήμα της ατζέντας της δεξιάς, στα οποία οι Ρεπουμπλικανοί δεν θα δυσκολευτούν να συμφωνήσουν. Και οι ψήφοι τους είναι αρκετές.
Ο Μακρόν ίσως χρειαστεί να θυσιάσει ορισμένα άλλα τμήματα της ατζέντας του για να συμφωνήσει σε μία κυβέρνηση με τη στήριξη της παραδοσιακής δεξιάς, όπως η πρότασή του για τοπικά συμβούλια με μεγαλύτερη συμμετοχή στη δημοκρατική διακυβέρνηση της Γαλλίας. Όπως επίσης ίσως χρειαστεί να αλλάξει ή να μετριάσει τις ιδέες του για την «ενεργειακή μετάβαση», όμως κι εδώ δεν θα βρει τεράστιες διαφωνίες από τους Ρεπουμπλικανούς.
Στις πρώτες τους δηλώσεις μετά το αποτέλεσμα, πάντως, τα στελέχη του κόμματος του Μακρόν δείχνουν αισιόδοξα για την επίτευξη μιας συμφωνίας πλειοψηφίας, και επιχείρησαν ανοίγματα προς τα δεξιά, αλλά και προς μετριοπαθή στελέχη του αριστερού συνασπισμού του Μελανσόν, κυρίως το Σοσιαλιστικό κόμμα των 26 εδρών.
Ο Γάλλος ηγέτης της Αριστεράς, που δεν ήταν υποψήφιος βουλευτής, θα δυσκολευτεί να κρατήσει τον συνασπισμό του ενωμένο απέναντι στις κυβερνητικές πιέσεις, αλλά και απέναντι στο αποτέλεσμα. Αυτό μπορεί μεν να είναι ιστορική επιτυχία για έναν συνασπισμό υπό τη σκέπη της Αριστεράς, όμως οι 131 έδρες απέχουν από το να καταστήσουν τη NUPES «ρυθμιστή» οποιουδήποτε ζητήματος, κάνοντάς τη μια αξιωματική αντιπολίτευση χωρίς ιδιαίτερο ρόλο στο κοινοβούλιο. Ο Μελανσόν, απευθυνόμενος στους ψηφοφόρους του είπε πως επιστρε΄φει «στην πρώτη γραμμή της μάχης», όμως είναι αβέβαιο αν είναι πρόθυμος ή και ικανός να εμπνεύσει μια λαϊκή αντίσταση στις κυβερνητικές επιθυμίες, ειδικά αν κοιτάξει κανείς την αδυναμία του να εμπνεύσει τους απέχοντες, που άγγιξαν το 54% στον δεύτερο γύρο.
Ίσως μοναδική πραγματικά «κερδισμένη» των εκλογών, η ηγέτιδα της γαλλικής ακροδεξιάς Μαρίν Λε Πεν, έχει όλα τα χαρτιά με το μέρος της. Αφενός έχει τη δυνατότητα να καθίσει στις διόλου ευκαταφρόνητες έδρες της, τις οποίες υπερδεκαπλασίασε σε 89, παρακολουθώντας ατάραχη την αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και περιμένοντας να την εκμεταλλευτεί. Αφε΄τερου και ίσως ταυτόχρονα, μπορεί να πιέσει προς τα ακροδεξιά ένα κυβερνητικό σχήμα που ήδη από την προηγούμενη παντοδυναμία Μακρόν έχει αγκαλιάσει τα αντιμουσουλμανικά, ξενοφοβικά και φιλοκατασταλτικά στοιχεία της ακροδεξιάς ατζέντας.
Αν μη τι άλλο, οι γαλλικές βουλευτικές εκλογές κατέδειξαν και ενέτειναν την ύπαρξη κρίσης στη Γαλλική δημοκρατία — όχι τόσο για την κυβερνησιμότητά της, αφού εκεί κάποιου είδους συμβιβασμός θα επέλθει που θα εξυπηρετεί το στάτους κβο. Αλλά για το κατά πόσο ακόμα κι αυτή, η θεωρητικά «πιο αντιπροσωπευτική» των πολιτικών διαιρέσεων στη γαλλική κοινωνία βουλή, εκπροσωπεί τον οποιονδήποτε.
Η πλειοψηφία των Γάλλων επέλεξε να μη συμμετάσχει κι αυτοί που συμμετείχαν επέλεξαν είτε να στηρίξουν τη συνέχιση της ίδιας αποτυχημένης νεοφιλελεύθερης συνταγής, είτε μια «αλλαγή» χωρίς σαφή προσανατολισμό και έμπνευση, είτε τον ξεκάθαρο νεοφασισμό (που βέβαια έρχεται από τα παλιά).