Τι κι αν τις τελευταίες μέρες οι λαοί της Ευρώπης θρηνούν τα θύματα των πρόσφατων αιματηρών τρομοκρατικών επιθέσεων; Ο κυρίαρχος λόγος είναι εκεί για «τσουβαλιάσει» δύο διαμετρικά αντίθετες κοσμοθεωρίες που εναντιώνονται στις αξίες του: η μία είναι θανατηφόρα και φονταμενταλιστική και η άλλη ανθρωπιστική και αναγεννησιακή. Και πάνω απ’ όλα είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει το δικαιικό σύστημα, μέσα από το οποίο αντλεί και την νομιμοποίησή του, για να διευρύνει ένα εμφωλεύον καθεστώς εξαίρεσης το οποίο χρονιά με τη χρονιά θεμελιώνεται ως κανονικότητα.
Όπως όλα δείχνουν η Ευρώπη φαίνεται να διαβαίνει αυτό «το κατώφλι της απροσδιοριστίας ανάμεσα στη δημοκρατία και στην απολυταρχία», για να χρησιμοποιήσουμε και τα λόγια του Τζ. Αγκάμπεν, με τη Γαλλία, ως ενσαρκώτρια του Ευρωπαϊκού ιδεώδους, να συνεχίζει να χαράζει μια συνεπή πολιτική βασιζόμενη στη λογική της περαιτέρω καταστολής, της στρατιωτικοποίησης και της καταπάτησης των ατομικών δικαιωμάτων. Με πρόσχημα τη δημόσια ασφάλεια η κυβέρνηση βρίσκει την ευκαιρία να ελέγξει δύο αναμενόμενες απειλές. Και μπορεί η μία να είναι οι εξτρεμιστές Ισλαμιστές αλλά η άλλη είναι τα δεκάδες κινήματα αντίστασης που γεννήθηκαν σε αυτή τη χώρα τα οποία καταπνίγονται με τεχνάσματα όπως οι καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης.
Μέσα στον Νοέμβριο λοιπόν, θα συζητηθεί ένα νέο νομοσχέδιο για την ασφάλεια που παρουσιάστηκε την Τρίτη στην Εθνοσυνέλευση από δύο βουλευτές του κόμματος «Η Δημοκρατία Μπροστά!», τον Ζαν-Μισέλ Φουβέργκ – πρώην διοικητή της Raid, μιας ειδικής μονάδας των δυνάμεων της αστυνομίας – και την Αλίς Θουρό.Ταυτόχρονα ο Υπουργός Εσωτερικών Ζεράλντ Νταρμανά ανακοίνωσε τη λήψη νέων μέτρων και αναφέρθηκε λεπτομερώς στο περιεχόμενο του νέου νομοσχεδίου που αποτελεί μια εξόφθαλμη παραχώρηση προνομίων στους διάφορους παράγοντες ασφαλείας, από τις δημοτικές αστυνομικές δυνάμεις έως τους ιδιωτικούς φορείς ασφαλείας. Προβλέπει την ενίσχυση των εξουσιών τους διοχετεύοντας περισσότερα χρήματα και πόρους σε αυτές. Η εν λόγω ενίσχυση, όπως ανέφερε και ο Υπουργός Εσωτερικών, αφορά για παράδειγμα τη δυνατότητα διενέργειας ελέγχων ταυτότητας και την πρόσβαση στο αρχείο κλεμμένων αυτοκινήτων ή ακόμη και την αναφορά ορισμένων αδικημάτων (όπως η χρήση ναρκωτικών, η μεταφορά όπλου χωρίς άδεια κ.λπ.). Ωστόσο, όσον αφορά την δημοτική αστυνομία, ο οπλισμός της εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των δημάρχων.
Ιδιαίτερη σημασία όμως φαίνεται να έχουν τα άρθρα 21,22 και 24. Το άρθρο 21 αφορά τις μεμονωμένες κάμερες των αστυνομικών και ορίζει ότι οι εικόνες που προκύπτουν από τις επεμβάσεις της αστυνομίας μπορούν να μεταδοθούν σε πραγματικό χρόνο στη διοίκηση της σχετικής υπηρεσίας και στο προσωπικό που συμμετέχει στη διεξαγωγή και εκτέλεση της επέμβασης. Πρόσωπα και διάφορα διακριτικά που ενδέχεται να φέρουν οι διαδηλωτές θα κατοχυρώνονται αυτόματα και θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ενοχοποιητικά σε συνδυασμό φυσικά με το άρθρο 22 που αφορά το δικαίωμα χρήσης από την αστυνομία «αερομεταφερόμενων καμερών», έναν όρο που αναφέρεται σε συσκευές όπως drone και όλες τις «κάμερες που είναι εγκατεστημένες σε αεροσκάφη».
Το άρθρο 24 ασχολείται με τη σύλληψη εικόνων αστυνομικών από τρίτους σε επιχειρήσεις επιβολής του νόμου. Το άρθρο σκοπεύει να τιμωρήσει με φυλάκιση ενός έτους και 45.000 ευρώ «το γεγονός της διάδοσης, με οποιονδήποτε τρόπο και οποιοδήποτε μέσο, εικόνας του προσώπου ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο αναγνώρισης ενός υπαλλήλου της εθνικής αστυνομίας ή ενός στρατιώτη της εθνικής χωροφυλακής όταν ενεργεί στο πλαίσιο αστυνομικής επιχείρησης, με σκοπό να βλάψει τη σωματική ή πνευματική του ακεραιότητα». Είναι φανερό ότι κάτι τέτοιο λύνει τα χέρια στην αστυνομία να οργανωθεί και να απαιτήσει από τα κοινωνικά δίκτυα, μεγάλα ή μικρά, να λογοκρίνουν οποιαδήποτε εικόνα που εκθέτει τους υπαλλήλους της. Για τον Ζεράλντ Νταρμανά, αυτή η διάταξη εκπληρώνει την «υπόσχεση» που έδωσε στην αστυνομία, αυτή της «μη προβολής τους στα κοινωνικά μέσα».
«Υπάρχει μια αρχή, αυτή της διαφάνειας του δημόσιου υπαλλήλου και της ευθύνης του. Χωρίς αυτήν την αρχή, οι υποθέσεις των Ζενεβιέβ Λεγκέ ή Μπενάλα δεν θα ήταν γνωστές », λέει ο Πόλ Κάσια, καθηγητής δημοσίου δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού I Panthéon-Sorbonne.
Κι αν είναι να ονομάσουμε ένα πολιτικό φαινόμενο που παρουσιάζει εκθετική άνοδο τα τελευταία χρόνια και του οποίου χαρακτηριστικό είναι η έλλειψη διαφάνειας, αυτό είναι σίγουρα η κρατική βία. Κάθε κατάχρηση εξουσίας, κάθε λογής κτηνωδία από βασανισμούς μέχρι ακρωτηριασμούς, έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας εξαιτίας της δύναμης της εικόνας και του ήχου. Κι όμως τώρα τέτοια αποδεικτικά μέσα δεν θα έχουν πια καμία αξία μπροστά στον εισαγγελέα. Αντίθετα αγωνιστές και αγωνίστριες θα σέρνονται στα δικαστήρια, όπως ήδη συμβαίνει, σε περιπτώσεις επιθέσεων από τα ένστολα φερέφωνα. Η μόνη διαφορά ωστόσο είναι ότι τώρα πια, το κάθε λογής αλλοιωμένο ή μονταρισμένο βίντεο θα λογίζεται ως αποδεικτικό στοιχείο σε μια ειρωνική αντιστροφή της πραγματικότητας όπου η εικόνα μετατρέπεται από το μοναδικό όπλο των καταπιεσμένων, σε ένα επιπλέον όπλο των καταπιεστών. Γιατί για τον Μακρόν δεν υπάρχει αστυνομική βία. Και πρέπει να κατοχυρώσει με κάθε τρόπο ότι κανένας δεν θα ξανακούσει γι’ αυτή ανοίγοντας τον δρόμο σε μια εποχή όπου και οι Γάλλοι θα μπορούνε πια να κοιμούνται με τις πόρτες ανοιχτές.
Δήμητρα Μπέη