Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 02/12/2023
Η συμμετοχή ενός ακροδεξιού Βρετανού πολιτικού σε γνωστό ριάλιτι τηλεπαιχνίδι φαίνεται εκ πρώτης όψεως να αλλάζει τα δεδομένα στο λεγόμενο funwashing, το ξέπλυμα πολιτικών μέσω ψυχαγωγικών εκπομπών ● Στην πραγματικότητα όμως οι κανόνες του παιχνιδιού είναι ίδιοι από τα χρόνια της ναζιστικής Γερμανίας.
«Ο Νάιτζελ Φάρατζ προετοιμάζεται να τσιμπήσει ένα αρ***ι». Η συγκεκριμένη φράση για τον ακροδεξιό πολιτικό και πρώην ηγέτη του κόμματος UKIP θα ήταν απόλυτα αναμενόμενη στην αρένα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Φάνταζε όμως ελαφρώς παράταιρη ως τίτλος στη σοβαρή, ηλεκτρονική έκδοση του Politico. Όπως παράταιρη ακούγεται και η πληροφορία που δημοσίευσαν τις ίδιες ημέρες οι «Τάιμς του Λονδίνου» ότι «ο Φάρατζ θα φάει τον πρωκτό ενός κροκόδειλου».
Το βρετανικό τηλεοπτικό κοινό βέβαια γνωρίζει ότι το να τρως όρχεις καμήλας και πρωκτούς κροκοδείλων είναι δύο από τις γνωστότερες δοκιμασίες στο τηλεπαιχνίδι επιβίωσης «I ‘m a celebrity… Get me out of here», το οποίο προβάλλεται εδώ και δύο δεκαετίες στο Ηνωμένο Βασίλειο και από φέτος έρχεται και στους φτωχούς (τηλεοπτικούς) συγγενείς της Ελλάδας.
Η πληροφορία στην οποία αναφέρονταν τα δύο μέσα ενημέρωσης ήταν ότι ο ακροδεξιός πολιτικός αναμένεται να λάβει 1,5 εκατομμύριο στερλίνες για να συμμετάσχει στο τηλεπαιχνίδι, το οποίο θα του εξασφαλίσει τον δημόσιο διασυρμό αλλά και την επιστροφή στο μιντιακό προσκήνιο.
Ο Φάρατζ είναι το τρίτο γνωστό μέλος της βρετανικής δεξιάς πολυκατοικίας που θα εμφανιστεί στο συγκεκριμένο τηλεπαιχνίδι μετά τον πρώην υπουργό Υγείας, Ματ Χάνκοκ, και την πρώην υπουργό Πολιτισμού, Ναντίν Ντόρις. Αυτή τη φορά όμως ο τηλεοπτικός σταθμός ITV που προβάλλει την εκπομπή κατηγορείται για το λεγόμενο funwashing, την προσπάθεια δηλαδή να ξεπλύνει τα ακροδεξιά και ακραία ρατσιστικά χαρακτηριστικά ενός πολιτικού.
Το funwashing είναι η τελευταία προσθήκη στα περίφημα «πλυντήρια» με τα οποία εξωραΐζεται η εικόνα πολιτικών, αυταρχικών καθεστώτων ή εταιρειών: το greenwashing για το ξέπλυμα ρυπογόνων επιχειρήσεων, το pinkwashing για την ωραιοποίηση κρατών που εμφανίζονται ως φιλικά προς τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, το sportswashing για το ξέπλυμα μέσω μεγάλων αθλητικών διοργανώσεων κ.ο.κ
Πρωτοπόρος στον χώρο του funwashing υπήρξε η Αυστραλή Πολίν Χάνσον, η οποία το 2004 συμμετείχε στο Dancing with the Stars. Καθώς οι θέσεις της για το μεταναστευτικό κινούνταν ανάμεσα στις απόψεις του Θάνου Πλεύρη και της ναζιστικής Χρυσής Αυγής, η Χάνσον επιχείρησε με αυτόν τον τρόπο να διευρύνει το ακροατήριό της που μέχρι τότε περιοριζόταν στους οπαδούς της θεωρίας της λευκής ανωτερότητας. Φυσικά από τη λίστα δεν μπορεί να λείπει ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος παρουσίαζε για χρόνια το ριάλιτι τηλεπαιχνίδι «The Apprentice» στο δίκτυο NBC.
«Αυτού του είδους οι εκπομπές έχουν μετατραπεί σε ένα δυστοπικό κέντρο απεξάρτησης και επανένταξης πολιτικών», έγραφε προ ημερών στον Independent η δημοσιογράφος Έλι Χάρισον. Πολύ πιο διεισδυτικός στη σκέψη του (και δυστοπικός στα συμπεράσματά του) ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ, Ορελιέν Μοντόν, εξηγούσε στο The Conversation ότι το funwashing είναι μόνο η κορυφή στο παγόβουνο του «εξανθρωπισμού» που προσφέρουν τα ΜΜΕ σε πολιτικούς οι οποίοι απειλούν άμεσα τη δημοκρατία. Οι εκλογικές νίκες του Χαβιέρ Μιλέι στην Αργεντινή και του Γκέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία αποτελούν για τον Μοντόν τα πιο πρόσφατα παραδείγματα ακροδεξιών πολιτικών τους οποίους η κυρίαρχη πολιτική φρόντισε να νομιμοποιήσει — ενώ τώρα προσποιείται ότι ξαφνιάζεται από τη νίκη τους.
Πολλές από τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται σήμερα ώστε να στηθεί το ανθρώπινο προφίλ ακροδεξιών πολιτικών έχουν τις ρίζες τους στις απαρχές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Στο βιβλίο της «Hitler at home» («Ο Χίτλερ στο σπίτι») η ιστορικός αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο του Μπάφαλο, Δέσποινα Στρατηγάκος, εξηγεί πώς τα διεθνή ΜΜΕ κατάφεραν να εξωραΐσουν την εικόνα του Χίτλερ παρουσιάζοντας στιγμές από την προσωπική του ζωή: την αγάπη του για τους σκύλους, τις φωτογραφίες όπου ποζάρει χαμογελαστός με παιδιά κ.ο.κ.
Ακόμη και τον Αύγουστο του 1939, εννιά μήνες μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων και έξι χρόνια μετά το άνοιγμα του Νταχάου, οι New York Times παρουσίασαν μεγάλο αφιέρωμα για τις καθημερινές δραστηριότητες του φίρερ και την «ήρεμη ευθυμία» που επικρατούσε στο εξοχικό του, στα σύνορα με την Αυστρία. Δώδεκα ημέρες μετά τη δημοσίευση του κειμένου ο Χίτλερ διέταξε την εισβολή στην Πολωνία προκαλώντας στις ναυαρχίδες του αστικού Τύπου της εποχής την ίδια «έκπληξη» με αυτήν που προκαλεί σήμερα η επικράτηση του Μιλέι και του Βίλντερς.
Κανείς δεν ξεχνά φυσικά το ελληνικό funwashing της ναζιστικής Χρυσής Αυγής όταν το Star Channel ρωτούσε τον Ηλία Κασιδιάρη αν προλαβαίνει να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και ο Σταύρος Θεοδωράκης από το Mega ρωτούσε τον Μιχαλολιάκο αν ήταν καλός μαθητής στο σχολείο.
Προφανώς, το μιντιακό ξέπλυμα δεν ήταν αυτό που επέτρεψε στον Χίτλερ να εισβάλει στην Πολωνία και στον Μιχαλολιάκο να αποσπάσει τα υψηλότερα εκλογικά ποσοστά στην ιστορία της Χρυσής Αυγής. Το funwashing δεν παράγει πολιτική. Πολύ συχνά όμως αντικατοπτρίζει τις προθέσεις του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου απέναντι στην Άκρα Δεξιά και τον φασισμό.
Ίσως το μοναδικό πρόβλημα είναι ότι άνθρωποι σαν τον Φάρατζ ανεβάζουν σε νέα ύψη τον πήχη του τηλεοπτικού ξεπλύματος. Αν οι ακροδεξιοί πολιτικοί τρώνε όρχεις καμήλας και πρωκτούς κροκοδείλων, φανταστείτε τι πρέπει να κάνουν οι δημοσιογράφοι που τους προωθούν.