Άρης Χατζηστεφάνου για το Sputnik
«Με ιδιαίτερη λαμπρότητα πραγματοποιήθηκε φέτος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η απονομή του βραβείου Ζαχάροφ σε όσους συμμετείχαν ενεργά στο κίνημα Αntifa αλλά και σε ολόκληρο τον λαό των ΗΠΑ που αγωνίζεται εδώ και χρόνια για την ελευθερία του». Θα μπορούσε να γραφτεί και να αναγνωστεί κάποτε μια τέτοια είδηση; Η απάντηση είναι προφανώς, όχι.
Το 2017 όμως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο βράβευσε τη λεγόμενη «δημοκρατική αντιπολίτευση της Βενεζουέλας» παρά το γεγονός ότι αρκετά από τα μέλη της επιδίδονταν σε ωμότητες στους δρόμους του Καράκας. Μεταξύ άλλων, είχαν δολοφονήσει αρκετούς αστυνομικούς και υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος, φτάνοντας, μάλιστα, στο σημείο να κάψουν ζωντανό έναν από αυτούς. Αρκετά από τα μέλη της αντιπολίτευσης παραδέχθηκαν ότι χρηματοδοτούνταν για χρόνια από υπηρεσίες ξένων χωρών και κυρίως των ΗΠΑ, και, αργότερα, άρχισαν να ζητούν την εισβολή αμερικανικών δυνάμεων στη χώρα τους και να χρηματοδοτούν ομάδες μισθοφόρων με στόχο την απαγωγή του Προέδρου.
Την ίδια περίοδο, στο Χονγκ Κονγκ ομάδες διαδηλωτών κατέβαιναν στους δρόμους κραδαίνοντας την αστερόεσσα και ζητώντας την παρέμβαση των ΗΠΑ.
Πώς θα είχε αντιδράσει άραγε η κυβέρνηση Τραμπ αν οι διαδηλωτές στη Μινεάπολη σκότωναν αστυνομικούς και έκαιγαν ζωντανούς ψηφοφόρους του Τραμπ ή εάν κυκλοφορούσαν στους δρόμους της Ουάσινγκτον κρατώντας σημαίες της Κίνας και δήλωναν ότι χρηματοδοτούνται από εχθρικές κυβερνήσεις, όπως, παραδείγματος χάριν, του Ιράν;
Δεν αποτελεί προφανώς στόχο αυτού του κειμένου να συγκρίνει τα κίνητρα των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων της Βενεζουέλας ή του Χονγκ Κονγκ με αυτές των ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση υπάρχουν δίκαια αιτήματα και άνθρωποι που διαδηλώνουν για τις αρχές και τις αξίες τους χωρίς να καθοδηγούνται από την πλησιέστερη αμερικανική πρεσβεία. Θα πρέπει όμως να συγκρίνουμε τον τρόπο με τον οποίο αντιδρά το αμερικανικό κράτος και η λεγόμενη «διεθνής κοινότητα» σε κινητοποιήσεις που μπορεί να λάβουν βίαια χαρακτηριστικά.
Είναι βέβαιο ότι σε όλες τις περιπτώσεις είχαμε υπέρμετρη χρήση βίας από τις αστυνομικές δυνάμεις. Αναλογικά όμως με την απειλή την οποία αντιμετωπίζει η ασφάλεια του κράτους και η εκλεγμένη κυβέρνηση, οι ΗΠΑ έχουν αντιδράσει μέχρι στιγμής με πολύ μεγαλύτερη βαναυσότητα.
Σε αντίθεση, παραδείγματος χάριν, με την Κίνα η οποία δεν κινητοποίησε τον στρατό εναντίον των διαδηλωτών, οι ΗΠΑ κατέβασαν σε μεγάλες πόλεις το σύνολο των στρατιωτών της εθνοφρουράς, ενώ ο Τραμπ απειλεί καθημερινά με ανάπτυξη ισχυρών δυνάμεων του Πενταγώνου. Ακόμη και η αστυνομία όμως χρησιμοποιεί στρατιωτικό εξοπλισμό που είχε αναπτυχθεί για πολεμικές επιχειρήσεις. Την ίδια στιγμή δημοσιογράφοι στοχοποιούνται και συλλαμβάνονται ακόμη και κατά τη διάρκεια ζωντανών συνδέσεων ή δέχονται πυρά με πλαστικές σφαίρες και χημικά. Όσο για τον πρόεδρο Τραμπ, απείλησε να κλείσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που διαφωνούν με τις θέσεις του.
Με αυτά τα δεδομένα μπορούμε λοιπόν να στήσουμε ένα υποθετικό σενάριο για το ποια θα ήταν η αντίδραση ξένων κυβερνήσεων σε αυτή την κατάσταση εάν οι ΗΠΑ δεν αποτελούσαν μια οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη.
Μπορούμε λόγου χάρη να υποθέσουμε ότι η σύζυγος κάποιου πρωθυπουργού της Ευρώπης θα έγραφε στον προσωπικό της λογαριασμό στο twitter ότι «επιτέλους η προεδρία Τραμπ φτάνει στο τέλος της». Ο σύζυγος της εν λόγω κυρίας με τη βοήθεια του υπουργού Εξωτερικών, θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν τον Τζο Μπάιντεν σαν «νόμιμο» πρόεδρο των ΗΠΑ. Η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ θα παρουσιαζόταν σαν στυγνή δικτατορία, παρά το γεγονός ότι προέκυψε από εκλογές, και όσοι αντιδρούσαν στην ανατροπή της θα έπαιρναν τον τίτλο του «τραμπαίου» (κατά το «μαδουραίος»).
Η Τράπεζα της Αγγλίας θα δέσμευε τα αποθέματα χρυσού των ΗΠΑ, ενώ αρκετές κυβερνήσεις θα απειλούσαν τις εταιρείες τους με σκληρές κυρώσεις εάν συνεργάζονταν με την Ουάσιγκτον. Για τον λόγο αυτόν, μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα δέσμευαν λογαριασμούς και θα ακύρωναν εμπορικές συναλλαγές των ΗΠΑ ακόμη και αν αυτές σχετίζονταν με την αγορά φαρμάκων και τροφίμων για τις ανάγκες του πληθυσμού. Παράλληλα το ΔΝΤ θα απέρριπτε τις εκκλήσεις των ΗΠΑ για την παροχή δανείων με στόχο την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού, ενώ το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί το δημόσιο χρέος του στις διεθνείς αγορές.
Ναυτικές δυνάμεις ξένων χωρών θα περιπολούσαν στα παράλια των ΗΠΑ και θα απειλούσαν κάθε εμπορικό πλοίο που θα τολμούσε να παραβιάσει τον διεθνή αποκλεισμό. Για τον πρόεδρο των ΗΠΑ θα είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, εάν όχι με την κατηγορία εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας ή εμπορίας ναρκωτικών, σίγουρα για τις παλαιότερες σχέσεις του με τον προαγωγό και παιδεραστή Τζέφρι Επστάιν.
Εάν πραγματοποιούνταν αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του προέδρου των ΗΠΑ, η οργάνωση Human Rights Watch δεν θα την καταδίκαζε. Ο επικεφαλής της όμως θα εξέφραζε την ανησυχία του ότι μετά την αποτυχία ο Τραμπ θα έβρισκε ένα πρόσχημα για να σκληρύνει τη στάση του απέναντι στην αντιπολίτευση.
Διεθνείς ΜΚΟ που θα χρηματοδοτούνταν άμεσα από ξένες κυβερνήσεις θα δραστηριοποιούνταν στο εσωτερικό των ΗΠΑ χρηματοδοτώντας τον Τζο Μπάιντεν αλλά και μέλη του κινήματος antifa, ενώ εταιρείες μισθοφόρων θα αναλάμβαναν επιχειρήσεις αποσταθεροποίησης και απαγωγής του προέδρου των ΗΠΑ.
Ευτυχώς για τις ΗΠΑ τίποτα σχετικό δεν θα συμβεί. Δυστυχώς για την ανθρωπότητα αυτά και άλλα πολλά συμβαίνουν καθημερινά σε αρκετές χώρες που καλώς ή κακώς βρίσκονται στο στόχαστρο της Ουάσιγκτον.