Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 19/08/2023
Η Νέα Υόρκη γιορτάζει τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τη δημιουργία ενός μουσικού είδους που κυριάρχησε σε όλο τον κόσμο. Μαζί γιορτάζουν και ορισμένοι από τους θεσμούς που τότε βρίσκονταν σε ανοιχτή σύγκρουση με τους ανθρώπους που δημιούργησαν τη ραπ μουσική.
Νέα Υόρκη
Ήταν 11 Αυγούστου του 1973, όταν σε ένα υπαίθριο πάρτι, στον αριθμό 1520 της λεωφόρου Σέντγουικ στο Νότιο Μπρονξ, ο DJ Kool Herc παρουσίασε μια περίεργη ιδέα. Έστησε δύο πικάπ το ένα δίπλα στο άλλο και τοποθέτησε δύο πανομοιότυπους δίσκους. Έτσι μπορούσε να απομονώσει και να παίζει συνεχώς μόνο τα breaks των τραγουδιών (το σύντομο πέρασμα ανάμεσα στο κουπλέ και το ρεφρέν όπου ακούγονται μόνο τα κρουστά). Δίπλα του στεκόταν ο Κόουκ λα Ροκ, ο οποίος (όταν δεν πουλούσε μικρά σακουλάκια με κάνναβη στους παρευρισκόμενους) έπαιρνε το μικρόφωνο και φώναζε τα ονόματα των φίλων του που έβλεπε να έρχονται στο πάρτι. Σύντομα άρχισε να λέει λίγο μεγαλύτερες ιστορίες. Η χιπ χοπ μουσική είχε μόλις γεννηθεί.
Αυτή τουλάχιστον είναι η (ελαφρώς απλουστευτική) ιστορία που ακούς verbatim τις τελευταίες εβδομάδες στο Μανχάταν, καθώς η Νέα Υόρκη γιορτάζει τα πενήντα χρόνια από τη δημιουργία ενός μουσικού είδους, το οποίο πλέον έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις και δημοτικότητα τη ροκ μουσική.
Προφανώς το να εντοπίζεις τη γέννηση της ραπ σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία είναι σαν να δηλώνεις ότι ξέρεις πότε γεννήθηκε η τζαζ ή πότε τραγούδησε πρώτη φορά ο πρώτος πρωτόγονος άνθρωπος. Οι ημερομηνίες, όμως, βοηθούν τις επετειακές εκδηλώσεις, ειδικά όταν σε αυτές εμπλέκονται ορισμένες από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας, δημόσια ιδρύματα αλλά και ο δήμος της πόλης – θεσμοί, δηλαδή, που πριν από μισό αιώνα βρίσκονταν σε ανειρήνευτο πόλεμο με τους πρωτεργάτες της ραπ.
Αυτό που αρκετοί ξεχνούν να αναφέρουν είναι ότι η σημερινή βιομηχανία της χιπ χοπ μουσικής, η οποία το 2021 είχε τζίρο 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια, ξεκίνησε με φόντο τις στάχτες που άφηνε στο Μπρονξ μια αόρατη ταξική μάχη. Το 1973 το Μπρονξ καιγόταν. Κυριολεκτικά. Και αυτές δεν ήταν οι «φλόγες» των φυλετικών συγκρούσεων που συγκλόνιζαν την προηγούμενη δεκαετία τος Λος Άντζελες, αλλά πραγματικές πυρκαγιές που εξαφάνιζαν σε καθημερινή βάση πολυκατοικίες και ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
«Όταν μεγάλωνα στην περιοχή, ήταν σαν να βρίσκεσαι στη Βηρυτό», εξηγούσε ο ράπερ Grandmaster Caz, ενώ οι ανταποκριτές του BBC που κάλυπταν τις εξελίξεις σαν να βρίσκονταν σε εμπόλεμη ζώνη υπολόγιζαν ότι κατά μέσο όρο ξεσπούσε μια νέα πυρκαγιά κάθε 45 λεπτά. Αυτός ο ακήρυχτος πόλεμος είχε τους δικούς του εσωτερικά εκτοπισμένους, αφού οι πυρκαγιές ανάγκασαν σχεδόν 250.000 ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους.
Για δεκαετίες στο συλλογικό υποσυνείδητο των κατοίκων της Νέας Υόρκης εντυπώθηκε η βεβαιότητα ότι για τις πυρκαγιές ευθύνονταν οι κάτοικοι του Μπρονξ και συγκεκριμένα οι τοπικές συμμορίες που είχαν εισέλθει σε μια δίνη αυτοκαταστροφικής βίας. Όπως εξηγούσε, όμως, η σκηνοθέτρια Γκρέτσεν Χίλντεμπραν στο ντοκιμαντέρ «Decade of Fire» («Η δεκαετία της φωτιάς»), οι πραγματικοί εμπρηστές ήταν οι ιδιοκτήτες των κτιρίων που τα πυρπολούσαν για να παίρνουν τις αποζημιώσεις από τις ασφαλιστικές αλλά και το αμερικανικό κράτος, το οποίο ήδη από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930 είχε μετατρέψει το Μπρονξ σε έναν κοινωνικό Καιάδα.
Από την εποχή του προέδρου Ρούσβελτ, οι ομοσπονδιακές υπηρεσίες πολεοδομίας, σε συνεργασία με τις μεγάλες τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες, έπαιρναν χάρτες και κύκλωναν με κόκκινο μαρκαδόρο τις γειτονιές όπου ζούσαν περισσότεροι μαύροι και λατινόφωνοι.
Αυτό το μαρκάρισμα (redlining) εξασφάλιζε ότι οι συγκεκριμένες κοινότητες λάμβαναν πολύ λιγότερα χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό (π.χ. για υπηρεσίες πυρόσβεσης, νοσοκομεία και κοινωνικά προγράμματα), ενώ οι τοπικοί μικροεπιχειρηματίες βρίσκονταν στις μαύρες λίστες των τραπεζών για δάνεια. Ο θεσμοθετημένος ρατσισμός από το κράτος και τον ιδιωτικό τομέα δημιουργούσε έναν φαύλο κύκλο εγκατάλειψης, φτώχειας, ανεργίας και εγκληματικότητας που ξεχείλισε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ξεθώριασε το θαύμα της μεταπολεμικής ανάπτυξης στις ΗΠΑ.
Η γέννηση της χιπ χοπ σκηνής σε αυτές τις συνθήκες αποτελούσε τη μοναδική διέξοδο για χιλιάδες νέους που μετά από χρόνια έβρισκαν ένα μέσο να εκφράσουν την οργή και τη δημιουργικότητά τους. Παράλληλα, ο μαύρος πληθυσμός αμφισβητούσε την απόλυτη κυριαρχία της ντίσκο στα μουσικά δρώμενα της πόλης (ακόμη και όταν δανείζονταν στοιχεία από αυτήν για να τα αποδημήσουν) και συχνά επέστρεφε στις σόουλ, τις φανκ ή ακόμη και τις τζαζ ρίζες του.
Έκτοτε, δεκάδες συγκροτήματα και καλλιτέχνες, από τους Public Enemy μέχρι τον 2Pac τίμησαν με τους στίχους τους την καταγωγή τους και την τάξη τους. Η μάχη όμως ήταν άνιση και χάθηκε σχετικά νωρίς, όταν ο «εχθρός» αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το ισχυρότερο όπλο του: την αφομοίωση. Η αμερικανική ραπ όπως και ολόκληρη η αμερικανική κοινωνία παρουσιάζουν μια αισθητή στροφή προς πιο αντιδραστικά και συχνά ακροδεξιά στοιχεία. Και οι πολυεκατομμυριούχοι ράπερ δεν περπατούν στους δρόμους τους νότιου Μπρονξ, αλλά μερικά στενά πιο κάτω, στο κόκκινο χαλί του Gala που διοργανώνει κάθε χρόνο το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.