«Γιατί… βίζα έχετε;» ρώτησε με υπεροπτικό χαμόγελο η υπάλληλος στα γραφεία των σαουδαραβικών αερογραμμών όταν ζήτησα ένα εισιτήριο για το Ριάντ. Η είσοδος στη Σαουδική Αραβία – ειδικά για έναν δημοσιογράφο – δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση και οι υπάλληλοι της Saudi Arabia Airlines φαίνεται να το γνωρίζουν καλύτερα από όλους. Το μαγικό χαρτάκι όμως, ύστερα από προσπάθειες μηνών, βρισκόταν επιτέλους κολλημένο στο διαβατήριο. Ο βασιλικός οίκος των Σαούντ άνοιγε τις πόρτες του.
Για ορισμένους η πρώτη επαφή με την πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας είναι τρομακτική – ίσως γιατί οι περισσότεροι ξένοι ταξιδιώτες μεταφέρουν στις αποσκευές τους και τις προκαταλήψεις των δυτικών μέσων ενημέρωσης. Φυσικά η πινακίδα με την προειδοποίηση «Η ΚΑΤΟΧΗ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟ», που αντικρίζεις μετά την παραλαβή των αποσκευών, δεν σε βοηθά να ξεπεράσεις την αμηχανία των πρώτων ωρών. Ούτε τα εκατοντάδες μπλόκα του στρατού και της αστυνομίας στο κέντρο της πόλης σε κάνουν να αισθανθείς καλύτερα.
Για μια ισχυρότερη δόση θανάτου μπορείς να κατευθυνθείς απευθείας στην πλατεία Ντέιρα – την «chop chop square», όπως την αποκαλούν οι αγγλόφωνοι κάτοικοι της πόλης από τον ήχο που κάνουν τα σπαθιά των δήμιων στις δημόσιες εκτελέσεις που πραγματοποιούνται εδώ κάθε Παρασκευή. Οι Δυτικοί που θα βρεθούν στην πλατεία συχνά απολαμβάνουν μια μακάβρια τιμή: το πλήθος ανοίγει για να περάσουν στην πρώτη σειρά και να παρακολουθήσουν από κοντά την εκτέλεση. Ο μελλοθάνατος τοποθετείται γονατιστός σε ένα μεγάλο πανί με τα μάτια δεμένα και το σώμα του να κοιτάζει προς τη Μέκκα. Ο θάνατος θεωρείται σχετικά ανώδυνος καθώς το κεφάλι του θύματος διατηρεί τις αισθήσεις του για μόλις 2 ή 3 δευτερόλεπτα. Η Σαουδική Αραβία είναι σήμερα μια από τις 76 χώρες του κόσμου στις οποίες εφαρμόζεται ακόμη η θανατική ποινή. Ο δημόσιος χαρακτήρας των εκτελέσεων προκαλεί φρίκη, παρόλα αυτά η χώρα δεν συγκαταλέγεται στα τρία πρώτα καθεστώτα με τον μεγαλύτερο αριθμό εκτελέσεων- την Κίνα, το Ιράν και τις ΗΠΑ.
Σε μικρή απόσταση από την εξέδρα των εκτελέσεων συναντάς το αρχηγείο της μουτάουα, της διαβόητης θρησκευτικής αστυνομίας που επιβάλλει την πιστή εφαρμογή της Σαρία – του ιερού νόμου των μουσουλμάνων. Τους άνδρες της μουτάουα θα τους βρεις σχεδόν σε κάθε περιοχή του Ριάντ, ακόμη και μέσα στη λεγόμενη «γειτονιά των διπλωματών», την απόρθητη συνοικία που φιλοξενεί τις περισσότερες διπλωματικές αποστολές. Επιβλέπουν την προσέλευση των πιστών στην προσευχή και το ντύσιμο των γυναικών ενώ συλλαμβάνουν ζευγάρια τα οποία δεν μπορούν να αποδείξουν ότι είναι παντρεμένα ή ότι συνδέονται με συγγένεια πρώτου βαθμού. Κάθε κίνηση μιας γυναίκας σε δημόσιο χώρο μπορεί να θεωρηθεί προκλητική όχι μόνο από τη θρησκευτική αστυνομία αλλά και από τους περαστικούς. «Κοίτα την τσούλα» μου είπε κάποια στιγμή ο οδηγός μου, βλέποντας μια γυναίκα να περπατά μόνη της στο δρόμο, παρά το γεγονός ότι είχε καλυμμένα ακόμη και τα μάτια της.
Τα δικαιώματα των γυναικών αποτελούν ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα για το λεγόμενο εκδημοκρατισμό του βασιλείου. Τα τελευταία χρόνια η σαουδαραβική κοινωνία συζητά με θέρμη αν θα πρέπει να δωθεί άδεια οδήγησης σε γυναίκες. Το θέμα μάλιστα, επανήλθε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων πριν από μερικές ημέρες όταν μια γυναίκα αναγκάστηκε να πιάσει το τιμόνι για να μεταφέρει τον λιπόθυμο άνδρα της στο πλησιέστερο νοσοκομείο. «Ήταν παράβαση;» αναρωτιόταν την επόμενη ημέρα η εφημερίδα Αλ Βατάν που αποκάλυπτε με δέος ότι ο ασθενής είχε δώσει στη σύζυγό του μερικά μαθήματα οδήγησης στα βάθη της σαουδαραβικής ερήμου.
Ακόμη και η Χανάντι Χίντι, η πρώτη γυναίκα πιλότος της Σαουδικής Αραβίας, αν και κατάφερε να τιθασεύσει τους αιθέρες δεν μπορεί να οδηγήσει το αυτοκίνητό της μέχρι το αεροδρόμιο, όπου την περιμένει το μονοκινητήριο αεροσκάφος της. Η μουτάουα μπορεί να τη συλλάβει ανά πάσα στιγμή ακόμη και αν μπει μόνη τη σε ταξί.
Τα καταφύγια για αυτή τη νέα γενιά δυναμικών γυναικών της Σαουδικής Αραβίας είναι ελάχιστα και επιτρέπουν την είσοδο μόνο στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Όπως το περίφημο καφέ «The Globe», στρατηγικά τοποθετημένο στην κορυφή του δεύτερου μεγαλύτερου ουρανοξύστη που δεσπόζει στο αστικό τοπίο του Ριάντ. Σε ύψος 280 μέτρων από την επιφάνεια της γης η θεοκρατία υποχωρεί ταπεινωμένη μπροστά στη δύναμη της πλουτοκρατίας. Εδώ τα προνόμια της θρησκευτικής αστυνομίας αίρονται. Ο πορτιέρης έχει το δικαίωμα να απαγορεύσει την είσοδο στην μουτάουα προκειμένου να προστατεύσει τα (συνήθως παράνομα) ζευγάρια δισεκατομμυριούχων που βρίσκουν καταφύγιο στο πολυτελές κατάστημα. «Αυτό το καφέ είναι ότι πλησιέστερο στον ηδονισμό, μπορεί να προσφέρει το Ριάντ» έγραψε κάποτε ένας από τους γνωστότερους ταξιδιωτικούς οδηγούς περιγράφοντας τους νεαρούς και της νεαρές θαμώνες του Globe που ανταλλάσσουν γραπτά μηνύματα στα κινητά τους. Δεν τολμούν να σηκώσουν το βλέμμα για να κοιτάξουν το ερωτικό αντικείμενο του πόθου τους ακόμη και όταν κάθονται στο διπλανό τραπέζι. Τα κινητά τηλέφωνα, το Ίντερνετ και η δορυφορική τηλεόραση ανατρέπουν συνήθειες αιώνων στο βασίλειο των Σαούντ. Η εξέλιξη όμως πρέπει να περάσει από τα μεσαιωνικά καλντερίμια που οικοδόμησε το θεοκρατικό καθεστώς.
Η ζωή εντός των τειχών
Ίσως το δεύτερο σημαντικότερο «άντρο του ηδονισμού» να βρίσκεται στα περίφημα «κομπάουντς», τις απόρθητες πολιτείες των αλλοδαπών που αψηφούν τους κανόνες και τους ρυθμούς ζωής της συντηρητικής σαουδαραβικής πρωτεύουσας. Οι παροικούντες τα κομπάουντς έχτισαν γύρω τους «μεγάλα κ’ υψηλά τείχη». Τοποθέτησαν ένοπλους φρουρούς στο εξωτερικό και δημιούργησαν το δικό τους lifestyle στο εσωτερικό. Ακούν τη δική τους μουσική, βλέπουν τα δικά τους DVD και συχνά επιχειρούν να κατασκευάσουν τα δικά τους αλκοολούχα ποτά. «Μπορεί να μπουν και να βγουν από τη Σαουδική Αραβία με τις προκαταλήψεις τους χωρίς να καταλάβουν που βρίσκονται» μου λέει μια Ελληνίδα που είχε ζήσει για αρκετά χρόνια εντός των τειχών.
Η ελληνική κοινότητα της Σαουδικής Αραβίας έχει οργανώσει και αυτή το δικό της τρόπο ζωής στο εσωτερικό των απόρθητων πολιτειών. Εγκατεστημένοι εδώ και χρόνια στη Σαουδική Αραβία για λογαριασμό μεγάλων κατασκευαστικών ή ναυτιλιακών εταιρειών αισθάνονται μέλη της τοπικής κοινωνίας, αν και συνήθως παραπονιούνται για υπαρκτούς και ανύπαρκτους κινδύνους. Δεν είναι λίγοι αυτοί που ύστερα από μακροχρόνια παραμονή στο Ριάντ ή τη Τζέντα αποφάσισαν να επιτρέψουν στην πατρίδα (μαζί με τα πλούτη και το πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό τους) για να διαπιστώσουν λίγες εβδομάδες αργότερα ότι δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τη ζωή του ελεύθερου αλλά εύπορου «πολιορκημένου» που είχαν συνηθίσει στη Σαουδαραβία.
Οι συνθήκες είναι φυσικά εντελώς διαφορετικές εάν είσαι κάτοχος ενός διαβατηρίου από τον… άξονα του καλού. «Εσείς αισθάνεστε απόλυτα ασφαλείς γιατί είστε Έλληνας… για ρωτήστε όμως και τους Βρετανούς ή τους Αμερικανούς του Ριάντ», μου εξηγεί ένας Δυτικός διπλωμάτης καθώς με ξεναγεί στη «γειτονιά των διπλωματών». Ακόμη και εδώ, παρά τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, ορισμένες εθνικότητες αισθάνονται την καυτή ανάσα της τρομοκρατίας. Το προσωπικό της αμερικανικής ή της βρετανικής πρεσβείας, λόγου χάρη, καλείται συχνά να μαζέψει τα πράγματά του, κάθε φορά που φτάνει από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ή το Φόρειν Όφις μια νέα ταξιδιωτική οδηγία. Και κάθε φορά που η σύζυγος του Αμερικανού ή του Βρετανού πρέσβη κλείνει την βαλίτσα της, ένα μικρό ηλεκτρικό σοκ χτυπά την διεθνή αγορά πετρελαίου.
Το βασίλειο βυθίζεται στα πετροδολάρια
Για μια χώρα που «επιπλέει» επάνω στα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου του πλανήτη η εκτίναξη των τιμών του μαύρου χρυσού δεν είναι απειλή… είναι ευλογία. Αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο το βασίλειο των Σαούντ μετατρέπεται και πάλι σε ένα τεράστιο θησαυροφυλάκιο, έτοιμο να εκραγεί.
Στις 2 Αυγούστου, την ημέρα που κηδεύτηκε ο εκλιπών βασιλιάς Φαχντ, οι σημαίες στη Σαουδική Αραβία δεν κυμάτισαν μεσίστιες. Δεν κηρύχθηκε ούτε μια ημέρα πένθους. Δεν κρατήθηκε ενός λεπτού σιγή. Οι αυστηροί θρησκευτικοί κανόνες του ουαχαμπισμού, της πλέον σκληροπυρηνικής ερμηνείας του Ισλάμ, δεν επιτρέπουν τέτοιου είδους τελετές. Ο άνθρωπος που κυβέρνησε τη Σαουδική Αραβία για τουλάχιστον δυο δεκαετίες θάφτηκε σε ένα ταπεινό τάφο ο οποίος δεν αναγράφει ούτε το όνομά του.
Σε μια άλλη γωνιά του πλανήτη όμως, στην μικρή ισπανική πόλη Μαρμπέλα, το κλίμα ήταν εντελώς διαφορετικό. Άλλοτε τουριστικό θέρετρο της βασιλικής οικογένειας των Σαούντ, η Μπαρμπέλα βυθίστηκε στο πένθος. Οι κάτοικοι κατέβασαν τις σημαίες στο μέσο του ιστού και οι τοπικοί άρχοντες διάβασαν επικήδειους λόγους. Όλοι θυμήθηκαν την τελευταία επίσκεψη του βασιλιά Φαχντ και φυσικά τα περίπου 90 εκατομμύρια ευρώ που άφησε πίσω του. Ο βασιλιάς είχε φέρει μαζί του μια «ευάριθμη» παρέα τριών χιλιάδων ανθρώπων – μέλη της βασιλικής οικογένειας, φίλους, αυλικούς και σωματοφύλακες. Έκλεισε 300 υπερπολυτελή δωμάτια ξενοδοχείων μόνο για την οικογένειά του, προσέλαβε άλλα 500 άτομα ως υπηρετικό προσωπικό και διέταξε την αντιπροσωπεία της Mercedes να του στείλει από τη Γερμανία 100 πολυτελή οχήματα για τις μετακινήσεις του.
Και οι κάτοικοι της Μαρμπέλα δεν ήταν οι μόνοι που θρήνησαν τον εκλιπόντα ηγέτη και τα δισεκατομμύρια πετροδολάρια της οικογένειάς του. Το Πακιστάν κήρυξε εθνικό πένθος επτά ημερών. Παλιοί και νέοι αξιωματούχοι θυμούνται ακόμη τα σαουδαραβικά κεφάλαια που έφταναν εδώ για να χτιστούν (με τις ευλογίες της Δύσης) οι «μεντρεσέδες», οι ιερατικές σχολές από τις οποίες ξεπήδησαν ορισμένα από τα πλέον εξτρεμιστικά στοιχεία του σύγχρονου πολιτικού Ισλάμ. Θρήνος για τον Φαχντ και στο Αφγανιστάν, καθώς η βασιλική οικογένεια είχε προσφέρει σχεδόν τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια για να ενισχύσει τους Μουτζαχεντίν, που μάχονταν την σοβιετική εισβολή. Ακόμη και τα εναπομείναντα μέλη των Ταλιμπάν εξέφρασαν, με τηλεγράφημά τους, τη βαθεία θλίψη για το θάνατο του λατρευτού μονάρχη και ζήτησαν συγγνώμη επειδή «οι συνθήκες δεν τούς επέτρεψαν να παραστούν στην κηδεία». Ίσως κάποιοι να έχυσαν ένα δάκρυ ακόμη και στη μακρινή Νικαράγουα, όπου οι ακροδεξιοί αντάρτες Κόντρας έλαβαν 32 εκατομμύρια δολάρια στην μάχη τους εναντίον της εκλεγμένης κυβέρνησης.
Στο πέρασμα των τελευταίων δεκαετιών τα δισεκατομμύρια πετροδολάρια από το Ριάντ ανέτρεψαν αρκετές φορές τις διεθνείς ισορροπίες συνήθως προς όφελος της Δύσης και συγκεκριμένα των ΗΠΑ. Η Σαουδική Αραβία επωμίστηκε το μεγαλύτερο τμήμα από το κόστος του πρώτου πολέμου του Κόλπου, τοποθετώντας έναν εκρηκτικό μηχανισμό στα θεμέλια της εθνικής της οικονομίας. Η ίδια χώρα αγόρασε τα περισσότερα μαχητικά αεροσκάφη (περισσότερα και από τους πιλότους της) ενισχύοντας τις πολεμικές βιομηχανίες της Δύσης. Το Ριάντ στήριξε την αμερικανική οικονομία για χρόνια προσφέροντας προνομιακές τιμές πετρελαίου ενώ αργότερα συγκράτησε το οικονομικό σοκ της 11ης Σεπτεμβρίου αυξάνοντας αστραπιαία την παραγωγή πετρελαίου.
«Η χώρα μου εξάγει δύο προϊόντα: πετρέλαιο και κεφάλαια» μου έλεγε από το γραφείο του στο κέντρο της σαουδαραβικής πρωτεύουσας ο Ιχσάν Αλί Μπου Χουλαϊγά, γνωστός οικονομολόγος και μέλος της τοπικής εθνοσυνέλευσης που ίδρυσε το βασίλειο σε μια απόπειρα εκδημοκρατισμού της χώρας. Η εποχή, όμως, όπου τα πετροδολάρια ξεκινούσαν μόνο από το Ριάντ για να ανατρέψουν πολιτικές και γεωστρατηγικές ισορροπίες σε κάθε γωνιά του πλανήτη δίνει τη θέση της σε μια νέα περίοδο. Τώρα ήρθε η σειρά της ίδιας της Σαουδικής Αραβίας να πνιγεί μέσα στον ίδιο της τον πλούτο. «Μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου» εξηγεί ο Χουλαϊγά «οι Σαουδάραβες επενδυτές αντιμετώπισαν εχθρότητα στις αγορές της Δύσης και αναγκάστηκαν να επαναπατρίσουν τα κεφάλαιά τους». Σε συνδυασμό με την τρομακτική αύξηση στην τιμή του πετρελαίου, το βασίλειο βρέθηκε να επιπλέει σε μια θάλασσα δισεκατομμυρίων πετροδολαρίων. Μπορείς να αισθανθείς τον παφλασμό αυτής της θάλασσας με μια απλή βόλτα στο κέντρο του Ριάντ – στα πολυτελή εμπορικά κέντρα, στα γραφεία που στεγάζονται στους δυο ουρανοξύστες της πόλης, στις βίλες των επτά χιλιάδων μελών της βασιλικής οικογένειας και των συνεργατών τους. Μπορείς να νιώσεις την υπερχείλιση των θησαυροφυλακίων ακόμη και σε γειτονικές χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στα οποία ταξιδεύουν οι Σαουδάραβες κροίσοι για τα ψώνια και τις διακοπές τους αλλά και για να δοκιμάσουν το απαγορευμένο αλκοόλ.
Ο Μπισρ Μπαχίτ, γνωστός οικονομικός αναλυτής στο Ριάντ, ήταν ένας από τους ανθρώπους που έζησαν από κοντά την νέα άνθιση στη χώρα του μαύρου χρυσού. «Ζούμε ένα οικονομικό μπούμ» μου έλεγε καθώς παρατηρούσαμε μαζί το γενικό δείκτη του χρηματιστηρίου να σπάει για μια ακόμη ημέρα το ρεκόρ της προηγούμενης συνεδρίασης. Στις αρχές του 2004 βρισκόταν ο γενικός δείκτης βρισκόταν στις 4.500 μονάδες. Ένα χρόνο αργότερα είχε ξεπεράσει τις 14.300.
Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται τους τελευταίους μήνες σε όλες τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες του Περσικού Κόλπου. Στη Σαουδική Αραβία όμως, τη χώρα που φιλοξενεί στο υπέδαφός της το έναν τέταρτο των παγκόσμιων κοιτασμάτων πετρελαίου, η άνοδος στην τιμή του μαύρου χρυσού θέτει σε λειτουργία τα γρανάζια ενός κολοσσιαίου μηχανισμού αυτοάμυνας που διαθέτει το βασίλειο. Ορισμένοι το έχουν ονομάσει «αραβική σοσιαλδημοκρατία» και κάποιοι άλλοι… εξαγορά συνειδήσεων. Πρόκειται για ένα ιδιόμορφο κοινωνικό συμβόλαιο που επιτρέπει στο παλάτι να κατευνάζει κάθε αντιπολιτευόμενη φωνή ανοίγοντας τους κρουνούς του θησαυροφυλακίου. «Οι φύλαρχοι και κάθε είδους τοπικοί άρχοντες σχηματίζουν ουρές για να λάβουν το μερίδιο τους από τα κέρδη που προσφέρει το πετρέλαιο» μου εξηγεί ένας στενός συνεργάτης του βασιλιά Αμπντάλα. Και δεν είναι μόνο αυτοί. Κάθε φοιτητής που ολοκληρώνει τις σπουδές του δεν λαμβάνει… χρυσούν ωρολόγιον αλλά μια κρατική επιταγή 13 χιλιάδων δολαρίων. Παρόμοια επιδόματα επιτρέπουν στον οίκο των Σαούντ να τιθασεύει τις φωνές διαμαρτυρίας.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η σαουδαραβική τρομοκρατία του Οσάμα Μπιν Λάντνεν κατάφερε να στρατολογήσει τα περισσότερα μέλη της μόνο όταν απειλήθηκε η λειτουργία του κοινωνικού συμβολαίου. Όταν δηλαδή η οικονομική ατμομηχανή του βασιλείου άρχισε να προχωρά ασθμαίνοντας λόγω του τεράστιου κόστους που επωμίστηκε στην πρώτη αμερικανική εκστρατεία εναντίον του Ιράκ.
Χάρη όμως στην άνοδο της τιμής του μαύρου χρυσού το Ριάντ κατάφερε μέσα σε λίγους μήνες να μετατρέψει το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού σε πλεόνασμα και να θέσει και πάλι σε λειτουργία την αραβική σοσιαλδημοκρατία. «Αλήθεια, πιστεύετε και εσείς όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί σας, ότι το βασίλειό μας απειλείται;» με ρώτησε ρητορικά ο σύμβουλος του Βασιλιά Αμπντάλα και ύστερα από παύση μερικών δευτερολέπτων έδωσε μόνος του απάντηση στο ερώτημά του: «όσο υπάρχει πετρέλαιο μην φοβάστε τίποτα»! Η βεβαιότητα του σε ξαφνιάζει! Σε μια χώρα όπου επτά στους δέκα κατοίκους δεν έχουν κλείσει το 25 έτος της ηλικίας τους και όπου το ποσοστό ανεργίας ενδέχεται να ξεπερνά και το 20% οι βεβαιότητες θα έπρεπε να σπανίζουν.
Ασφάλεια των πετρελαιοπηγών
Η καρδιά της σαουδαραβικής πετρελαιοβιομηχανίας χτυπά αδιάκοπα στα ανατολικά σύνορα της χώρας, στις εγκαταστάσεις της Ρας Τανούρα στον Περσικό Κόλπο. Οι διεθνείς αγορές αντλούν από αυτή την περιοχή περίπου 4,5 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα. Οι εγκαταστάσεις φυλάσσονται επί 24ωρου βάσεως από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Μαχητικά αεροσκάφη περιπολούν σε σχηματισμούς ενώ συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων είναι έτοιμες να καταρρίψουν οποιοδήποτε ιπτάμενο αντικείμενο εισέλθει σε ακτίνα εκατοντάδων χιλιομέτρων. Εδώ βρίσκονται και οι περισσότεροι από τους 30.000 στρατιώτες που έχουν επιφορτιστεί με τη φύλαξη του δικτύου παραγωγής και μεταφοράς πετρελαίου που διαθέτει το βασίλειο. Πιστεύεται ότι μόνο τον περασμένο χρόνο η Σαουδική Αραβία δαπάνησε περίπου 5.5 δισεκατομμύρια δολάρια για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων.
Η Ρας Τανούρα αποτελεί μια από τις καλύτερα φυλασσόμενες περιοχές σε ολόκληρο τον κόσμο, παρόλα αυτά κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι ο κινητήρας της σαουδαραβικής πετρελαιοβιομηχανίας και κατά συνέπεια η σταθερότητα της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου, δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο. «Σκεφτείτε» μου έλεγε ο Σαουδάραβας οικονομολόγος Μπισρ Μπαχίτ «ότι στο παρελθόν σημειώθηκαν απόπειρες δολοφονίας εναντίον του Αμερικανού προέδρου. Αν δεν μπορούν να προστατέψουν ένα άτομο πως εμείς θα πούμε με βεβαιότητα ότι δεν θα σημειωθεί μια ασήμαντη επίθεση στο αχανές δίκτυο αγωγών της χώρας. Ε και λοιπόν! Δεν θα βάλουμε και τα κλάματα. Θα το επιδιορθώσουμε και θα συνεχίσουμε» κατέληξε ο Μπαχίτ.
Το επιχείρημά του φαντάζει απόλυτα λογικό, η φωνή του όμως δεν φαίνεται να αγγίζει τους παράγοντες της διεθνούς αγοράς του μαύρου χρυσού. Γι’ αυτούς οι εγκαταστάσεις δεν αρκεί να είναι ασφαλείς. Όπως και η γυναίκα του Καίσαρα, πρέπει επίσης να δείχνουν ασφαλείς προς το εξωτερικό. Ο Μπιλ Λάντεν και οι συνοδοιπόροι του δεν χρειάζεται να χτυπήσουν τη Ρας Τανούρα με κάποια αποστολή αυτοκτονίας. Αρκεί να απειλήσουν ότι θα το κάνουν, όπως συνέβη στο παρελθόν, για να εκτινάξουν στα ύψη το λεγόμενο «fear premium», το φόβο των διεθνών αναλυτών που προσθέτει αρκετά δολάρια στην τιμή κάθε βαρελιού πετρελαίου.
Αρης Χατζηστεφάνου, Ριάντ
Περιοδικό Κ, Καθημερινή Αύγουστος 2005