του Ανδρέα Κοσιάρη
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα η ελληνική αστική τάξη, οι κατά Ραφαηλίδη «κομπραδόροι» (ο πιο ευγενικός του χαρακτηρισμός), αρνούνται το δικαίωμα στην ύπαρξη ακόμα και σε μία διεκδίκηση που δεν ξεφεύγει στιγμή εκτός του πλαισίου της αστικής νομιμότητας.
Σε κάθε διεκδίκηση που ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της «αστικής νομιμότητας» στη χώρα (το οποίο έχει τα τελευταία χρόνια στενέψει κι άλλο), μια δράκα αυτοαποκαλούμενων «αστών» με στασίδι σε μέσα ενημέρωσης και πολιτικά γραφεία αναλαμβάνει άμεσα δράση (συχνά και προληπτικά) για να μειώσει, να συκοφαντήσει, και με απώτερο σκοπό να απαγορεύσει, τη διεκδίκηση και όσους συμμετέχουν σε αυτήν.
Είτε πρόκειται για μικρές απεργίες και διαδηλώσεις, είτε για τις πιο μαζικές τους εκδοχές, και φυσικά σίγουρα για πιο μαχητικές μεθόδους διεκδίκησης, η απέχθεια αυτών των «αστών» γίνεται γρήγορα εμφανής και προσποιείται πάντοτε πως «υπερασπίζεται τη νομιμότητα».
Τι γίνεται όμως όταν πρόκειται για μια διεκδίκηση που απαιτεί απλά την εφαρμογή του νόμου και τον τερματισμό μιας κομπίνας εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος; Τότε βγαίνει στον αφρό η κατά Ραφαηλίδη «κομπραδόρικη» φύση αυτής της ομάδας ανθρώπων, των εχόντων την πιο άμεση επαφή με την εξουσία στη χώρα.
Το «Κίνημα για Ελεύθερες Παραλίες» δεν διεκδικεί κάποια θεμελιώδη ρήξη με την έννομη τάξη. Το ακριβώς αντίθετο: κάτοικοι τουριστικών περιοχών και παραθεριστές, δηλαδή όχι απαραίτητα ένα ταξικά ομοιογενές και «εχθρικό» προς τους αστούς μείγμα, διεκδικούν να εφαρμοστεί ο νόμος — απλά. Να παύσει η εκμετάλλευση του δημόσιου χώρου των παραλιών από μικρο- ή μεγαλο-επιχειρηματίες, με την ανοχή (στην καλύτερη) τοπικών και υπερτοπικών αρχών και να περιοριστεί στην προβλεπόμενη από τον νόμο έκταση, πυκνότητα και είδος.
Δεν είναι κάτι ρηξικέλευθο, δεν είναι κάτι βίαιο, δεν είναι κάτι ουτοπικό ή (μπρρρ) κομμουνιστικό. Είναι απλά αυτονόητο. Όμως ακόμα κι αυτό, η θαρραλέα απόφαση κάποιων ανθρώπων να πουν «ως εδώ!» για ένα μικρό θέμα που επηρεάζει την καθημερινότητά τους, τρομάζει τους «αστούς».
Έτσι έπρεπε αυτοστιγμεί να μετονομαστεί σε «Κίνημα της πετσέτας» — γιατί η «πετσέτα», σε όλους αυτούς που πάλι κατά Ραφαηλίδη «ακόμα δεν ξεσυνήθισαν τα τσαρούχια», φέρνει με κάποιον μαγικό τρόπο την εικόνα της παρακμής. Εικόνα που, λόγου χάριν, δεν τους φέρνουν οι σπασμένες και πλημμυρισμένες αποχετεύσεις στην πανάκριβη και τουριστικά υπερφορτωμένη Μύκονο.
Οι συνδέσεις έγιναν άμεσα — από την πετσέτα εκπορεύεται η ομπρέλα, το καρεκλάκι, το ψυγειάκι, το τάπερ, η «τετραμελής οικογένεια» που αηδιάζει τους πλούσιους τουρίστες, όπως έσπευσε να μας πληροφορήσει βέρος αστός αρθρογράφος της «ναυαρχίδας του αστικού τύπου».
Οι αστοί του δόγματος «νόμος και τάξη» έφτασαν να υπερασπίζονται την πλήρη ανομία και το χάος των μπιτσόμπαρων γιατί δήθεν «Ετσι παίζεται το παιχνίδι παγκοσμίως» και «ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας» και δεν «θέλουμε να επιστρέψουμε στην εποχή του μπατιροτουρισμού».
Τι κι αν, πλην ολίγιστων πλήρως εκχωρημένων σε ιδιώτες εξαιρέσεων, πουθενά στον κόσμο δεν υφίσταται το ελληνικό φαινόμενο της μονοκαλλιέργειας της ξαπλώστρας. Τι κι αν η πετσέτα δεν μπορεί να σταθεί νοηματικά ως αξεσουάρ «μπατιροτουρισμού» (διάολε, ποιος πάει θάλασσα χωρίς πετσέτα;!). Τι κι αν η «βαριά βιομηχανία» αφορά μονάχα τον πλουτισμό των λίγων και την καταστροφή του ζωτικού χώρου για τους πολλούς και μπορεί να είναι «βαριά» μόνο μέσω εκμετάλλευσης και παρανομιών.
Οι αντιφάσεις και ο παραλογισμός της ρητορικής αυτής, οφείλονται στο ότι το ζήτημα δεν είναι η αλλεργία στην πετσέτα, αλλά η αλλεργία στη διεκδίκηση. Η αστική τάξη προσποιείται μόνιμα πως δεν έχει πρόβλημα με τις διεκδικήσεις per se, αλλά με τις μεθόδους και τους τρόπους. Το «κίνημα της πετσέτας» έκανε εμφανές πόσο κάλπικη ήταν αυτή η προσποίηση.
Διότι, για μια τάξη που έχει συνηθίσει να έχει την εξουσία και να κάνει με αυτήν ό,τι επιθυμεί (ακόμα κι αν αυτό αντιβαίνει στους κανόνες που η ίδια έθεσε), είναι τρομακτική η παραμικρή πιθανότητα για να επιτύχει ακόμα και μια μικρή διεκδίκηση του νόμιμου και του αυτονόητου. Η πιθανή της επιτυχία προμηνύει πως οι διεκδικήσεις δεν είναι εξ ορισμού καταδικασμένες να αποτύχουν. Πως δεν είναι μάταιες, παρωχημένες, μπανάλ και ντεμοντέ. Πρέπει, λοιπόν, πάση θυσία να βαφτούν ως τέτοιες.