του Ανδρέα Κοσιάρη
«Κάθε Μάιο, όταν αρχίζουν να ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες, ξεκινά το μαρτύριό μας. Ζούμε με τόσο σφοδρή έλλειψη νερού που έχει γίνει το μόνο πράγμα που σκεφτόμαστε. Δεν μιλάμε για τίποτα άλλο και δε νοιαζόμαστε για τίποτα παρά μόνο το νερό: αν υπάρχει νερό, αν δεν υπάρχει νερό, η πίεση στη βρύση είναι πολύ χαμηλή, πρόκειται να κοπεί το νερό, μην ανοίγετε τις βρύσες υπερβολικά, ελέγξτε τις δεξαμενές, σιγουρευτείτε ότι υπάρχει νερό, τηλεφωνήστε στον δήμο»
Με αυτά τα λόγια της 52χρονης Ράνα Χβεϊράχ από τη Ναμπλούς ξεκινά η νέα έκθεση της ισραηλινής οργάνωσης ανθρωπίνων δικαιωμάτων B’Tselem περί των ευθυνών του Ισραήλ για την ύδρευση των Παλαιστινίων και την ανισότητα πρόσβασης σε νερό που επιβάλλει. Η έκθεση τιτλοφορείται «Διψασμένοι: Η ισραηλινή πολιτική στέρησης νερού στη Δυτική Όχθη» και περιγράφει μια κατάσταση που είναι επί της ουσίας επέκταση του απαρτχάιντ.
Το Ισραήλ ελέγχει πλήρως την πρόσβαση του πληθυσμού της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης σε νερό και έχει δημιουργήσει σκόπιμα εδώ και δεκαετίες μία τεράστια ανισότητα στη διαθεσιμότητα και την κατανάλωση νερού. Το αποτέλεσμα είναι, βάσει στοιχείων του 2020, η μέση κατανάλωση νερού ανά άτομο των Ισραηλινών να είναι τρεις φορές μεγαλύτερη από την κατανάλωση των Παλαιστινίων που ζουν στη Δυτική Όχθη και σχεδόν δέκα φορές μεγαλύτερη από όσους Παλαιστίνιους ζουν χωρίς σύνδεση στο κεντρικό δίκτυο ύδρευσης — συνδέσεις που το Ισραήλ αποφασίζει να εγκρίνει ή, συχνότερα, να μην εγκρίνει.
Ακόμα χειρότερα, το πρόβλημα που βρίσκεται πίσω από αυτή την ανισότητα δεν είναι η έλλειψη νερού, αλλά η εκούσια πολιτική του Ισραήλ να μην μοιράζεται με τον υπό κατοχή πληθυσμό το πλεόνασμά του. Όπως περιγράφει η έκθεση της B’Tselem, το Ισραήλ έχει γίνει τις τελευταίες δεκαετίες μια «υπερδύναμη» στον τομέα του νερού. Μέσω της αφαλάτωσης, αλλά και συστημάτων ανακύκλωσης των λυμάτων για χρήση στην ύδρευση καλλιεργειών, έχει επιτύχει να παράγει ετήσια πάνω από διπλάσιο όγκο νερού από όσο μπορούν να παράξουν οι φυσικοί πόροι που κατέχει.
Η μέση ημερήσια κατανάλωση των Ισραηλινών είναι 247 λίτρα (στοιχεία 2020), μεγαλύτερη από αυτήν των Ευρωπαίων (144 λίτρα το 2018). Το 50% της συνολικής παραγωγής νερού του Ισραήλ προορίζεται για αγροτική χρήση, το 43% για οικιακή και μόλις το υπόλοιπο 7% παρέχεται στους Παλαιστίνιους. Στον αντίποδα, οι Παλαιστίνιοι στη Δυτική Όχθη καταναλώνουν 82,4 λίτρα ανά άτομο ημερησίως, με το μισό περίπου νερό να πηγαίνει σε καλλιέργειες, ενώ 100.000 περίπου Παλαιστίνιοι δεν έχουν καθόλου πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό και καταναλώνουν περίπου 26 λίτρα ανά άτομο ημερησίως. Ως μέτρο σύγκρισης, το ελάχιστο όριο που προτείνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είναι 100 λίτρα ανά άτομο ημερησίως.
Μόλις το 36% των Παλαιστίνιων της Δυτική Όχθης έχουν καθημερινή πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό. Το 47% έχει τρεχούμενο νερό λιγότερες από 10 ημέρες τον μήνα, ενώ το 92% χρησιμοποιεί δεξαμενές νερού στις ταράτσες των σπιτιών και οικιακές αντλίες για να ανταπεξέλθει στην έλλειψη. Σε μία περιοχή που πλήττεται ήδη από την κλιματική αλλαγή, με τις συνθήκες να αναμένεται να επιδεινωθούν άμεσα, τέτοιου είδους έλλειψη σε τρεχούμενο νερό είναι το λιγότερο εγκληματική.
Η έκθεση της B’Tselem εξιστορεί και το παρελθόν πάνω στο οποίο βασίζεται το Ισραήλ για αυτήν την πολιτική στέρησης νερού από τους Παλαιστίνιους. Το ισραηλινό κράτος ισχυρίζεται ότι εφαρμόζει την Προσωρινή Συμφωνία που υπεγράφη με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης το 1995. Μόνο που η συμφωνία αυτή, εξαρχής άνιση, ήταν όπως δηλώνει και η ονομασία της… προσωρινή. Έληξε πέντε χρόνια αργότερα, αλλά μια νέα συμφωνία δεν υπεγράφη ποτέ.
Η Προσωρινή Συμφωνία του 1995 διατηρούσε το προϋπάρχον διπλό σύστημα ύδρευσης. Ένα ξεχωριστό σύστημα για τους Ισραηλινούς, στο οποίο το Ισραήλ συνδέει συστηματικά τους παράνομους οικισμούς του στις κατεχόμενες παλαιστινιακές περιοχές, και ένα ξεχωριστό για τους Παλαιστίνιους. Η Συμφωνία ήταν γεμάτη με «εξισωτικές» φράσεις, που αγνοούσαν την πραγματικότητα της ανισότητας ισχύος μεταξύ κατακτητή και κατεχόμενου.
Οι Παλαιστίνιοι χρειάζονται την έγκριση των ισραηλινών αρχών για να κάνουν το οτιδήποτε. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο διαχωρισμός της Δυτική Όχθης από το Ισραήλ σε τρεις τομείς (τομέας Α, Β και Γ). Τα δύο τμήματα (Α και Β) στα οποία η Παλαιστινιακή Αρχή διατηρεί κάποιες πολιτικές εξουσίες, είναι περικυκλωμένα από τον πολύ μεγαλύτερο ενιαίο τομέα Γ, στον οποίο το Ισραήλ ασκεί αποκλειστικό έλεγχο, και ο οποίος αποτελεί το 60% των εδαφών της Δυτική Όχθης. Οποιαδήποτε προσπάθεια για τη δημιουργία ενός συνεκτικού συστήματος υδροδότησης για τους τομείς Α και Β, θα πρέπει να περάσει από τον τομέα Γ και ως εκ τούτου να λάβει την άδεια του Ισραήλ — άδεια που δεν δίνεται.
Ένα άλλο ζήτημα είναι ο σχεδόν ολοκληρωτικός έλεγχος των υδάτινων πηγών από το Ισραήλ. Για παράδειγμα, στον υδροφόρο ορίζοντα της Κοιλάδας του Ιορδάνη Ποταμού, όπου ζουν οκτώ φορές περισσότεροι Παλαιστίνιοι από ό,τι έποικοι, οι παράνομοι ισραηλινοί οικισμοί λαμβάνουν το 70% του παραγόμενου νερού. Οι έποικοι έχουν μάλιστα τόσο μεγάλη στήριξη από το ισραηλινό κράτος, που καταναλώνουν διπλάσιο ή και τριπλάσιο νερό από τον μέσο Ισραηλινό — 400 έως 700 λίτρα ανά άτομο ημερησίως. Παρόμοια, έχουν μεγαλύτερη κατανομή νερού για εντατικές καλλιέργειες.
Το Ισραήλ υπερηφανεύεται πως «έκανε την έρημο να ανθίζει», σε ένα προπαγανδιστικό τσιτάτο που ισχυρίζεται πως πριν τη δημιουργία του ισραηλινού κράτους η περιοχή ήταν μια άγονη έρημος. Η πραγματικότητα είναι πως η περιοχή της Παλαιστίνης είχε ιστορικά άφθονο νερό, όντας κομμάτι της γεωγραφικής περιοχής της «Εύφορης Ημισελήνου». Και το τεχνολογικό «θαύμα» της υπερπαραγωγής και υπερκατανάλωσης νερού από τους Ισραηλινούς χτίζεται επάνω στη στέρηση και τη δίψα των Παλαιστινίων.