Χωρίς νέα στοιχεία ή κάποια νέα έρευνα, το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Βραζιλίας άσκησε δίωξη στον δημοσιογράφο Γκλεν Γκρίνγουολντ, ο οποίος έχει τη βάση του στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Η δίωξη αφορά τον ρόλο του στην αποκάλυψη διαφθοράς εντός της έρευνας με την κωδική ονομασία «Πλυντήριο αυτοκινήτων», για το μαζικό σύστημα δωροδοκίας γύρω από τον κρατικό πετρελαϊκό γίγαντα Petrobras, αποκάλυψη που βασίστηκε σε ηλεκτρονικές συνομιλίες που είχαν υποκλαπεί από χάκερς.
Ο Γκρίνγουολντ κατηγορείται ότι «παρείχε άμεση βοήθεια, ενθάρρυνε και καθοδήγησε» άτομα που φέρονται ότι απέκτησαν πρόσβαση σε διαδικτυακές συνομιλίες μεταξύ των εισαγγελέων και άλλων αξιωματούχων που συμμετείχαν στην έρευνα «Πλυντήριο αυτοκινήτων».
Η δίωξη που εμπλέκει τον δημοσιογράφο στην «βοήθεια, ενθάρρυνση και καθοδήγηση» επιπλέον έξι ατόμων που κατηγορούνται ότι χάκαραν τους λογαριασμούς αξιωματούχων στην υπηρεσία μηνυμάτων Telegram, πρέπει να εγκριθεί από δικαστή για να προχωρήσει. Μέχρι στιγμής ούτε ο Γκρίνγουολντ ούτε οι κατηγορούμενοι ως χάκερς έχουν συλληφθεί.
Δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι ο Γκρίνγουολντ συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στο χακάρισμα. Η δίωξη έχει σαφέστατα πολιτικό χαρακτήρα και πρόκειται για κλιμάκωση της επίθεσης της κυβέρνησης Μπολσονάρο στα δημοκρατικά δικαιώματα.
Κάτι που είναι εμφανές από το γεγονός πως ο Γκρίνγουολντ έχει ερευνηθεί τον περασμένο χρόνο για τις ίδιες κατηγορίες από την Ομοσπονδιακή Αστυνομία της Βραζιλίας, χωρίς να του απαγγελθεί τότε καμία κατηγορία. Μάλιστα ο Ανώτατος Ομοσπονδιακός Δικαστής Ζιλμάρ Μέντες είχε απαγορεύσει με απόφασή του τον περασμένο Αύγουστο οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα βασισμένη στη απόκτηση, παραλαβή ή δημοσίευση πληροφοριών από πλευράς του δημοσιογράφου, λέγοντας ότι κάτι τέτοιο θα «συνιστούσε μια ξεκάθαρη πράξη λογοκρισίας». Ο Μέντες δήλωσε την Τρίτη πως οι νέες διώξεις γίνονται κατά παράβαση της απόφασής του.
Οι πληροφορίες που δημοσίευσε ο Γκρίνγουολντ και άλλοι δημοσιογράφοι στην έρευνα του the Intercept Brazil προκάλεσαν πολιτική θύελλα, καθώς ενέπλεκαν τον επικεφαλής εισαγγελέα της έρευνας «Πλυντήριο αυτοκινήτων», Σέρζιο Μόρο, που εντωμεταξύ επιλέχθηκε από τον Μπολσονάρο ως υπουργός Δικαιοσύνης, στην απρεπή καθοδήγηση των εισαγγελέων που εργάζονταν στην υπόθεση εναντίον του πρώην προέδρου Λούλα ντα Σίλβα, του Εργατικού κόμματος, και την περαιτέρω καθοδήγηση του γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα να αποσύρει τις κατηγορίες εναντίον πολιτικών άλλων κομμάτων που εμπλέκονταν στο σκάνδαλο μιζών και δωροδοκίας.
Ο εισαγγελέας Γουέλλινγκτον Ολιβέιρα ανακοίνωσε τις νέες διώξεις, υποστηρίζοντας ότι νέες πληροφορίες προέκυψαν από την έρευνα των υπολογιστών των φερόμενων χάκερς, με τον δημοσιογράφο να τους λέει να διαγράψουν μηνύματα που του είχαν στείλει. Αυτό, είπε ο εισαγγελέας, ήταν ένδειξη «συμπεριφοράς που παραπέμπει σε συμμετοχή σε έγκλημα».
Σε ερώτηση δημοσιογράφων, ο πρόεδρος Μπολσονάρο επέδειξε την εχθρότητά του προς τον Γκρίνγουολντ, που είναι Αμερικανός πολίτης, λέγοντας: «Δε θα έπρεπε να είναι εδώ. Πού είναι αυτός ο τύπος; Είναι στη Βραζιλία;». Σε συνέχεια των ερωτήσεων, για το κατά πόσο η δίωξη του δημοσιογράφου είναι επίθεση στην ελευθερία του Τύπου, ο ακροδεξιός πρόεδρος της Βραζιλίας απάντησε κυνικά: «Δεν πιστεύετε στο σύστημα δικαιοσύνης;»
Η υπόθεση έχει πολλές ομοιότητες με αυτήν του Τζούλιαν Ασάνζ, ενώ ο Γκρίνγουολντ ήταν εκ των δημοσιογράφων που δημοσίευσαν τις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν για την κατασκοπεία της NSA, ρεπορτάζ για το οποίο κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε την Τρίτη, ο Γκρίνγουολντ δήλωσε: «Δε θα μας εκφοβίσουν αυτές οι τυραννικές απόπειρες φίμωσης των δημοσιογράφων». Το the Intercept εξέδωσε επίσης ανακοίνωση λέγοντας: «Δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς ελεύθερο Τύπο και οι υπερασπιστές του Τύπου σε όλο τον κόσμο θα έπρεπε να είναι βαθιά ανήσυχοι για αυτήν την τελευταία αυταρχική κίνηση του Μπολσονάρο».
Πηγή: wsws.org