της Ιωάννας Αρχοντάκη
Ο Νικολάς Μαδούρο είχε προκαλέσει ανησυχία σε πολλούς αναλυτές ένα μήνα πριν τις εκλογές, όταν είχε δηλώσει ότι μια μεγάλη εκλογική νίκη ήταν απαραίτητη, ώστε να αποφευχθεί «ένα αιματοκύλισμα, ή ένας αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος που θα προκαλέσουν οι φασίστες». Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν μιλούσε προφητικά.
Τις τελευταίες μέρες οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές, ρίχνοντας την πολύπαθη χώρα σε νέες πολιτικές περιπέτειες. Η εκλογική αναμέτρηση του Μαδούρο με τον Εντμούντο Γκονσάλες Ουρούτια, ένα 74χρονο διπλωμάτη, έδωσε μια οριακή νίκη στον πρώτο. Να θυμίσουμε ότι ο Γκονσάλες αντικατέστησε την αρχηγό της αντιπολίτευσης, Μαρία Κορίνα Ματσάδο, όταν η τελευταία δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της στις εκλογές, καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο της Βενεζουέλας της απαγόρευσε να κατέχει πολιτική θέση για τα επόμενα 15 χρόνια.
Στις 29 Ιουλίου το Εθνικό Εκλογικό Συμβούλιο της Βενεζουέλας επικύρωσε την εκλογική νίκη Μαδούρο, ο οποίος συγκέντρωσε το 51,2% των ψήφων, ενώ ο βασικός πολιτικός του αντίπαλος το 44,2%. Σχεδόν αμέσως μετά την ανακοίνωση, η αντιπολίτευση κατήγγειλε εκλογική νοθεία. Η καταγγελία αναφέρεται στην καθυστέρηση της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων από τα εκλογικά κέντρα, την οποία θεωρούν ύποπτη.
Ταυτόχρονα, ο Γκονσάλες ισχυρίζεται ότι στο 40% της ενσωμάτωσης η νίκη του διαγραφόταν ξεκάθαρη. Το επιχείρημα αυτό στηρίχθηκε πρωτίστως στα exit polls που δημοσίευσε η αμερικανική εταιρεία Edison Research, η οποία μέχρι και τις 18:00 την ημέρα των εκλογών έδινε τη νίκη στο Γκονσάλες με 65% της ψήφου. Ο Μαδούρο από τη μεριά του δήλωσε ότι γίνεται προσπάθεια πραξικοπήματος στη Βενεζουέλα από φασίστες και αντεπαναστάτες.
Όπως αναφέρει ο διεθνολόγος Φρανσίσκο Ροντρίγκεζ, τα exit polls που συχνά εκδίδουν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων χαρακτηρίζονται από πολιτικές αποκλίσεις που βασίζονται στην υπερεκπροσώπηση του μεταναστευτικού πληθυσμού που ζει εκτός της χώρας. Συγκεκριμ΄ένα, από το 2015 οι εκτιμήσεις των εταιρειών δημοσκοπήσεων αποκλίνουν κατά μέσο όρο 29.5% έναντι του εκλογικού αποτελέσματος. Να θυμίσουμε ότι η Βενεζουέλα έχει χάσει σχεδόν 8 εκατομμύρια κατοίκους, καθώς αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν από την αρχή της επιβολής των οικονομικών κυρώσεων των ΗΠΑ.
Αυτή δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που ο Μαδούρο βρίσκεται αντιμέτωπος με ενστάσεις σε εκλογική του νίκη. Το 2018 η αντιπολίτευση είχε μποϊκοτάρει τις εκλογές μετά από την απαγόρευση αρκετών υποψηφίων να συμμετάσχουν σε αυτές. Τότε η αντιπολίτευση είχε μιλήσει πάλι για νοθεία του αποτελέσματος, ενώ αρκετές χώρες καθοδηγούμενες από τις ΗΠΑ είχαν καταδικάσει τις εκλογές ως παράνομες.
Μέχρι τις τελευταίες εκλογές ο Μαδούρο έχει επιβιώσει από 3 διαφορετικές εξεγέρσεις καθοδηγούμενες από την αντιπολίτευση. Παρόλα αυτά, οι τελευταίες εκλογές χαρακτηρίζονται από το Politico ως οι πιο ειρηνικές στην πολύπαθη ιστορία της χώρας.
Η στάση της διεθνούς κοινότητας
Προς το παρόν, μόνο η Εθνική Ένωση Δικηγόρων των ΗΠΑ έχει τοποθετηθεί, μιλώντας για «δίκαιο» εκλογικό αποτέλεσμα. Η ΕΕ μέσω ανακοίνωσης του Ύπατου εκπροσώπου Josep Borrell, αν και κάνει λόγο για παρατυπίες, κρατά στάση αναμονής, ενώ ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών αναμένεται να συνεδριάσει στις 31 Ιουλίου για να αποφανθεί για το εκλογικό αποτέλεσμα.
Να θυμίσουμε ότι ο ΟΑΚ έχει πολλάκις στηρίξει τις ανάγκες της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως έκανε λόγου χάρη, στην περίπτωση του πραξικοπήματος κατά του Έβο Μοράλες, αλλά και στην ίδια τη Βενεζουέλα μόλις το 2019. Από τη μεριά του, ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, ‘Αντονι Μπλίνκεν, δίνοντας τον παλμό για τη θέση που θα κρατήσουν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους, δήλωσε πως «υπάρχουν ανησυχίες για το κατά πόσο το εκλογικό αποτέλεσμα εκφράζει τη θέληση του λαού της Βενεζουέλας».
Όπως γράφει και ο Τζέικ Τζόνστον για το αμερικανικό Κέντρο Οικονομικών και πολιτικών Ερευνών CEPR, το μεγαλύτερο μέρος της κάλυψης για την εκλογική αναμέτρηση επικεντρώθηκε στο άδικο πεδίο ανταγωνισμού, με τον Μαδούρο να χρησιμοποιεί κρατικούς πόρους, να περιορίζει την ανεξάρτητη ειδησεογραφική κάλυψη και την κυβέρνηση να βάζει εμπόδια στο δρόμο της αντιπολίτευσης, κυρίως με την απόρριψη της συμμετοχής πολλών υποψηφίων της αντιπολίτευσης στις εκλογές.
Η μεγαλύτερη ωστόσο παρέμβαση στη χώρα και το εκλογικό της σύστημα έχει ήδη συμβεί από το 2002, οπότε οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους επέβαλαν οικονομικές κυρώσεις στη Βενεζουέλα με καταστροφικά αποτελέσματα για την οικονομία της χώρας.
Η αλλαγή πολιτεύματος μέσα από την οικονομική εξαθλίωση, την πείνα, τις στερήσεις σε είδη πρώτης ανάγκης και τις υποβοηθούμενες εξεγέρσεις είναι ασφαλώς κεντρικός πυλώνας της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Λατινική Αμερική, με την Κούβα να κατέχει το ρεκόρ του πιο μακροχρόνιου εμπάργκο στον κόσμο.
Έτσι, το πραγματικό ερώτημα των εκλογών στη Βενεζουέλα είναι αν θα μπορούσαν να υπάρχουν ελεύθερες και ανεπηρέαστες εκλογές με το «γεμάτο πιστόλι» των κυρώσεων στο τραπέζι.
Δείτε το ντοκιμαντέρ της Moviementa Productions για τη Βενεζουέλα, «Make the economy scream»: