Του Άρη Χατζηστεφάνου για το Sputnik
Έχεις υποσχεθεί ένα δώρο για τα γενέθλια του/της συντρόφου σου. Το παραγγέλνεις, πληρώνοντας προκαταβολικά, αλλά την ημέρα της παράδοσης σε ενημερώνουν ότι θα υπάρξει καθυστέρηση.
Όταν όμως μαθαίνεις ότι ένας γείτονάς σου προμηθεύτηκε το ίδιο προϊόν νωρίτερα, ξεκινάς την απαραίτητη «μανούρα» προς τον πωλητή (κατά προτίμηση μπροστά στον/η σύντροφό σου). Το πρόβλημα λύνεται ύστερα από μερικές ημέρες και η ζωή συνεχίζεται.
Κάπως έτσι επιχειρούν να παρουσιάσουν οι αξιωματούχοι της ΕΕ τις σημαντικές ελλείψεις εμβολίων της εταιρείας AstraZeneca που παρατηρούνται στην ηπειρωτική Ευρώπη – παρά το γεγονός ότι η εταιρεία συνεχίζει κανονικά τη διάθεση στη Μεγάλη Βρετανία. Στην ιστορία μας, όμως, αν η/ο σύντροφος (δηλαδή οι πολίτες της ΕΕ) γνώριζαν τις πραγματικές συνθήκες της αποτυχίας, πιστεύουμε ότι θα ζητούσαν… διαζύγιο.
Θα πρέπει καταρχάς να θυμόμαστε ότι η φαρμακοβιομηχανία είναι ένας από τους πλέον «κρατικοδίαιτους» τομείς της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς η εξαιρετικά δαπανηρή έρευνα και ανάπτυξη φαρμάκων και εμβολίων στηρίζεται, στο μεγαλύτερο μέρος της, σε δεκαετείς επενδύσεις του δημοσίου τομέα. Όπως έχουμε επισημάνει, ειδικά στην περίπτωση των εμβολίων τύπου mRNA που αναπτύσσονται σήμερα, οι σχετικές έρευνες διεξάγονται από κρατικά ιδρύματα των ΗΠΑ και της Ευρώπης από τη δεκαετία του ’60. Με το ξέσπασμα μάλιστα της πανδημίας, οι φαρμακοβιομηχανίες έλαβαν δισεκατομμύρια ευρώ σε άμεσες και έμμεσες επιχορηγήσεις, ενώ τα κράτη πλήρωσαν προκαταβολικά για την αγορά εμβολίων, εξαλείφοντας κάθε έννοια επιχειρηματικού ρίσκου. Με πιο απλούς όρους θα λέγαμε ότι η παραγωγή διεξήχθη με «σοσιαλιστικούς» όρους για τις εταιρείες, ενώ η διανομή προς τους πολίτες γίνεται με όρους καπιταλισμού.
Όταν λοιπόν η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωνε στο οικονομικό φόρουμ του Νταβός ότι η ΕΕ έχει επενδύσει δισεκατομμύρια και οι εταιρείες πρέπει να τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους, είχε θεωρητικά δίκιο. Πρακτικά, όμως, ξεχνούσε μερικές σημαντικές λεπτομέρειες. Στην περίπτωση της AstraZeneca το συμβόλαιο υπογράφηκε με όρους απόλυτης μυστικότητας. Από δηλώσεις και διαρροές Ευρωπαίων αξιωματούχων συμπεραίνουμε ότι έχει παραδοθεί μόλις το ένα τέταρτο της συμφωνημένης ποσότητας. Η εταιρεία από την πλευρά της αποκάλυψε ότι έχει υπογράψει τη λεγόμενη best effort agreement, δηλαδή μια σύμβαση με την οποία «υπόσχεται» να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της, χωρίς όμως να δεσμεύεται για συγκεκριμένες ημερομηνίες παράδοσης. Η ΕΕ λοιπόν κατηγορείται ότι αγόρασε προκαταβολικά ένα εμβόλιο που δεν υπήρχε, χωρίς επαρκείς δεσμεύσεις ότι θα το παραλάμβανε, όταν θα παρασκευαζόταν.
Είναι κάτι πιο βαθύ που μας λερώνει
Μέχρι στιγμής οι χώρες της ΕΕ έχουν προσφέρει κατά μέσο όρο δύο δόσεις εμβολίων ανά εκατό κατοίκους, τη στιγμή που στη Μεγάλη Βρετανία έχουν παρασχεθεί 10.5 δόσεις. Με τους σημερινούς ρυθμούς λοιπόν η Βρετανία θα έχει εμβολιάσει το 75% του πληθυσμού της (που απαιτείται για την επίτευξη ανοσίας αγέλης) στα μέσα Ιουλίου, ενώ οι κάτοικοι της ΕΕ θα πρέπει να περιμένουν μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου – αν δεν υπάρξουν περαιτέρω ελλείψεις. Το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της καθυστέρησης θα είναι τεράστιο, καθώς οι καθημερινές δραστηριότητες θα παραμείνουν περιορισμένες, ενώ δεν αποκλείεται να πολλαπλασιαστούν οι εξεγέρσεις εναντίον του λοκντάουν, όπως αυτές που σημειώθηκαν στην Ολλανδία.
Η κατάσταση αυτή δεν είναι άσχετη με τη μείωση επενδύσεων στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στην ευρωπαϊκή ήπειρο, λόγω των πολιτικών αυστηρής λιτότητας που επιβάλλει το Βερολίνο. Η Γαλλία το συνειδητοποίησε με τραγικό τρόπο, όταν το περίφημο ίδρυμα Παστέρ ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τις προσπάθειες παραγωγής δικού του εμβολίου για τον κορονοϊό, καθώς οι πρώτες εργαστηριακές δοκιμές ήταν απογοητευτικές. Παρόμοια προβλήματα αντιμετώπισε και η γαλλική φαρμακοβιομηχανία Sanofi, η οποία ανακοίνωσε ότι το εμβόλιό της δεν θα είναι έτοιμο πριν από το τέλος του 2021. «Πώς καταφέραμε να μην έχουμε εμβόλιο στη χώρα του Παστέρ;», αναρωτιόταν ο βουλευτής Μπαστιέν Λασόντ, του αριστερού κόμματος Ανυπόταχτη Γαλλία, πριν δώσει τη δική του απάντηση στο ρητορικό ερώτημα: «Εκεί οδηγεί η συρρίκνωση της δημόσιας έρευνας, η κυριαρχία του ιδιωτικού τομέα και της κερδοφορίας του».
Να σημειωθεί ότι η εταιρεία Sanofi, η οποία επιδοτήθηκε από το γαλλικό κράτος μέσω φοροαπαλλαγών με τουλάχιστον 100 εκατομμύρια ευρώ, είχε απειλήσει ότι θα στείλει τα πρώτα της εμβόλια στην αμερικανική αγορά, ενώ στη συνέχεια προχώρησε σε μαζικές απολύσεις 1700 υπαλλήλων. Τελικά, ύστερα από την πρωτοφανή καθυστέρηση αποφάσισε να διαθέσει εγκαταστάσεις της για την παραγωγή του εμβολίου της αμερικανικής Pfizer.
Η περίπτωση της Γαλλίας είναι μια μικρογραφία της εικόνας που παρουσιάζει η ευρωπαϊκή ήπειρος. Το γεγονός ότι η πανδημία ξεκίνησε με την Ιταλία να καταγγέλλει εγκατάλειψή της από τους συμμάχους της στην ΕΕ και ολοκληρώνεται με το φιάσκο της διανομής εμβολίων, είναι σύμπτωμα μιας βαθύτερης πολιτικής, οικονομικής και ηθικής αποτυχίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. H λεγόμενη «ένωση των λαών» μείωσε τις δημόσιες επενδύσεις λόγω της λιτότητας, χωρίς όμως να διακόψει τη μεταφορά κεφαλαίων προς τον ιδιωτικό τομέα. Και όταν αυτό το μοντέλο απέτυχε, άφησε τους λαούς και της κυβερνήσεις τους να «σφάζονται» για ένα εμβόλιο.
Ας ξαναδούμε λοιπόν, υπό αυτό το πρίσμα, την αρχική ιστορία για το δώρο που θελήσαμε να αγοράσουμε. Όπως αποδείχθηκε, εμείς (δηλαδή η ΕΕ) δεν είμαστε απλώς αγοραστές του προϊόντος, αφού συμμετείχαμε ενεργά σε όλα τα στάδια παραγωγής. Το κάναμε μάλιστα χρησιμοποιώντας χρήματα του/ης συντρόφου μας (δηλαδή των Ευρωπαίων φορολογούμενων). Παρόλα αυτά, κατηγορούμαστε ότι υπογράφαμε συμφωνίες που δεν μας εξασφάλιζαν καμία εγγύηση για την παράδοση του προϊόντος. Που κατέληξε λοιπόν το δώρο; Σε μια πρώην σύντροφό μας (τη Μεγάλη Βρετανία) που μας εγκατέλειψε πριν από μερικούς μήνες.
Εσείς αν είχατε πληρώσει κάποιον για να σας κάνει ένα δώρο και αυτό κατέληγε στην «πρώην» του, πώς θα αισθανόσασταν; Μήπως κερατάδες και δαρμένοι;