Λάβαμε και δημοσιεύουμε ανακοίνωση της εκστρατείας «Το Βέλγιο αντιστέκεται στην καταστολή» για την ποινικοποίηση του Δικτύου Αλληλεγγύης Πολιτικών Κρατουμένων Samidoun και του συντονιστή της στην Ευρώπη, Μοχάμεντ Χατίμπ, που απειλείται με άρση της αναγνώρισής του ως πρόσφυγα:
Αλληλεγγύη στον Μοχάμεντ Χατίμπ, αλληλεγγύη σε όσους αντιστέκονται στην καταστολή της Παλαιστινιακής υπόθεσης
Η εκστρατεία «Το Βέλγιο αντιστέκεται στην καταστολή» απορρίπτει τους κατάπτυστους ισχυρισμούς της Nicole De Moor (CD&V), Υφυπουργού Ασύλου και Μετανάστευσης του Βελγίου, και στέκεται αλληλέγγυα στον Mohammed Khatib, στο Δίκτυο Αλληλεγγύης Πολιτικών Κρατουμένων Samidoun και σε όλους όσοι αντιμετωπίζουν καταστολή λόγω της αδιάλλακτης υποστήριξής τους στον παλαιστινιακό αγώνα.
Η δημόσια ανακοίνωση της De Moor ότι καλεί τις βελγικές υπηρεσίες μετανάστευσης να ανακαλέσουν το καθεστώς πρόσφυγα του Μοχάμεντ Χατίμπ είναι μια επαίσχυντη, αλλά αναμενόμενη κλιμάκωση μιας εκστρατείας εκφοβισμού κατά των υποστηρικτών της παλαιστινιακής υπόθεσης.
Θα ήταν εύκολο να αναγνωστεί αυτή η κίνηση από τη De Moor ως κίνηση μιας πολιτικού που βρίσκεται σε πανικό και προσπαθεί απεγνωσμένα να κατευνάσει ένα αντιδραστικό τμήμα του εκλογικού σώματος ενόψει εκλογών, ακολουθώντας την ακροδεξιά. Το CD&V επαναπαύεται στο αντιμεταναστευτικό κλίμα και η ίδια η De Moor έχει καταδικαστεί περισσότερες από 8.000 φορές στη νομοθετική της θητεία για παράβαση του καθήκοντος πρόνοιας στους αιτούντες άσυλο. Πράγματι, αυτή η απειλή για τον τροφοδοτούμενο από το κράτος ρατσισμό προέρχεται από τη φρενίτιδα ακροδεξιών πολιτικών όπως ο Theo Francken (N-VA) και η συκοφάντηση του Μοχάμεντ Χατίμπ ως «κήρυκα μίσους» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ισλαμοφοβική συνθηματολογία αφού είναι σπάνιο να χρησιμοποιούνται τέτοιοι όροι για να περιγράψουν όσους δεν χαρακτηρίζονται ρατσιστικά ως μουσουλμάνοι.
Ωστόσο, μια τέτοια ανάγνωση αγνοεί το ευρύτερο πλαίσιο καταστολής της παλαιστινιακής υπόθεσης στον δυτικό κόσμο, ιδίως μετά τον Οκτώβριο του 2023. Καθώς το Ισραήλ καυχιέται δημοσίως για την εξαχρείωσή του στην παγκόσμια σκηνή, οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αρνούνται να γίνουν συνένοχοι σε μια εποικιστική-αποικιοκρατική γενοκτονία που υποστηρίζεται από τη δυτική ηγεμονία και αντιμετωπίζουν μια αυξανόμενη βαρβαρότητα στην αντίστασή τους. Στις ΗΠΑ, οι φοιτητές που απαιτούν από τα πανεπιστήμιά τους να αποεπενδύσουν από τη βιομηχανία όπλων αντιμετωπίζουν συλλήψεις από μια βαριά στρατιωτικοποιημένη αστυνομία, συχνά εκπαιδευμένη από τον ισραηλινό στρατό.
Στη Βρετανία, ένας μη εκλεγμένος πρωθυπουργός επιχειρεί να ποινικοποιήσει τη διαμαρτυρία και τη διαφωνία, αψηφώντας τα δικαστήρια. Η Γερμανία, πάντα αποφασισμένη να βρίσκεται στη λάθος πλευρά της ιστορίας, απαγόρευσε όχι μόνο το Samidoun αλλά και την ίδια τη γλώσσα, επιτρέποντας μόνο τα γερμανικά και τα αγγλικά να ομιλούνται εντός των διαδηλώσεων και γύρω από αυτές και διαλύοντας το Παλαιστινιακό Συνέδριο με ακραία επίπεδα αστυνομικής βίας. Και στο Βέλγιο, μετά από ασφυκτικές πιέσεις της ισραηλινής πρεσβείας και της (Φλαμανδικής) ακροδεξιάς, το κράτος προσπαθεί τώρα να πατάξει τα άτομα που τολμούν να εκφράσουν την υποστήριξή τους στα δικαιώματα ενός αποικιοκρατούμενου λαού να αντισταθεί στον καταπιεστή του. Όλες αυτές οι χώρες έχουν ενεργές σχέσεις με το Ισραήλ, συμπεριλαμβάνοντας το εμπόριο όπλων.
Εν μέσω όλου αυτού του θορύβου στη Δύση, οι Παλαιστίνιοι ανακάλυψαν δύο ομαδικούς τάφους στο νοσοκομείο Al-Shifa και στο νοσοκομείο Nasser μετά την αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων.
Αυτές οι επιθέσεις εναντίον ακτιβιστών, ιδιαίτερα εκείνων που είναι ήδη περιθωριοποιημένοι από τα δυτικά κράτη, αντικατοπτρίζουν την απίστευτη αγριότητα με την οποία δρουν οι ισραηλινές δυνάμεις. Με το Ισραήλ ταπεινωμένο στο πεδίο της μάχης από την Αντίσταση και με δισεκατομμύρια παγκοσμίως να ζητούν τη διάλυση του κράτους του, η σαδιστική γενοκτονία αποκαλύπτει μια εποικιστική αποικία που βλέπει το τέλος της στον ορίζοντα. Με τον ίδιο τρόπο, οι Δυτικές δυνάμεις που διευκόλυναν αυτές τις θηριωδίες βλέπουν τους ίδιους τους λαούς τους να αναγνωρίζουν την ανάγκη για το τέλος του ιμπεριαλισμού και να μετατρέπονται σε όλο και πιο νεοφασιστικές προσπαθώντας να διατηρήσουν την ηγεμονία τους.
Οι επιθέσεις εναντίον του Μοχάμεντ Χατίμπ και του Samidoun είναι ένα παράδειγμα αυτού του φόβου. Ούτε η De Moor ούτε οι Βελγικές υπηρεσίες ασφαλείας έχουν ισχυριστεί ότι το Samidoun και ο Μοχάμεντ αποτελούν απειλή, πέρα από το γεγονός της πολιτικής εκπαίδευσης. Με τον τρόπο αυτό, προσπαθούν να στείλουν ένα μήνυμα στους μετανάστες, τους πρόσφυγες, την εργατική τάξη και όλους τους υποστηρικτές της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης: ότι η τόλμη να απαιτήσουν απελευθέρωση μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια των μέσων διαβίωσης και την ποινικοποίηση. Δεν έχει γίνει καμία προσπάθεια από τη De Moor ή το Βέλγικο κράτος για να διευθετηθεί οποιοδήποτε ζήτημα υπάρχει με το Μοχάμεντ Χατίμπ μέσω της δικαιοσύνης. Ως κλιμάκωση των υφιστάμενων ρατσιστικών πολιτικών κατά των μεταναστών (ιδίως των μη λευκών), που έχουν ήδη οδηγήσει στην αφαίρεση της βελγικής υπηκοότητας από τα παιδιά των Παλαιστινίων που γεννήθηκαν στο Βέλγιο, η επίθεση αυτή αποτελεί μια προσπάθεια να δημιουργηθεί προηγούμενο για οποιουσδήποτε άλλους περιθωριοποιημένους που θα μιλήσουν ενάντια στην καταπίεσή τους.
Για τους De Moor και Francken είναι δευτερεύοντα κάποια πράγματα, όπως ότι η Ειδική Εισηγήτρια των Ηνωμένων Εθνών για τη Παλαιστίνη έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι το διεθνές δίκαιο επιτρέπει το δικαίωμα στην ένοπλη αντίσταση του παλαιστινιακού λαού κατά του κατακτητή του. Ή το γεγονός ότι το Βέλγιο έχει πολλαπλούς νόμους που προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα της ελευθερίας του λόγου, της ελευθερίας του συνέρχεσθαι και τα δικαιώματα των προσφύγων. Όπως ακόμα και το γεγονός ότι τέτοιες επιθέσεις προσκρούουν σε μια περήφανη παράδοση αντιφασιστικής αντίστασης στο Βέλγιο. Αυτή η καταστολή είναι πολιτική, δεν είναι ποινική.
Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη για την εκστρατεία «Το Βέλγιο αντιστέκεται στην καταστολή» το γεγονός ότι σε ένα κράτος που οικοδομήθηκε πάνω στη γενοκτονία ενός αποικιοκρατούμενου λαού στο Κονγκό, τη Ρουάντα και το Μπουρούντι, το να απαιτεί κανείς το τέλος της αποικιοκρατίας είναι αρκετό για να συκοφαντηθεί ως «κήρυκας του μίσους». Δεν αποτελεί έκπληξη για την εκστρατεία «Το Βέλγιο αντιστέκεται στην καταστολή» το γεγονός ότι σε μια χώρα που διατηρεί βάναυσα την παγκόσμια καπιταλιστική ηγεμονία στις πλάτες των μεταναστών και των προσφύγων, το να τολμάς να απαιτείς έναν κόσμο με ίσα δικαιώματα αρκεί για να σε χαρακτηρίσουν «εξτρεμιστή».
Οι επιθέσεις αυτές είναι άμεσο αποτέλεσμα της παρέμβασης ενός φασιστικού, εποικιστικού-αποικιοκρατικού κράτους. Αν η αξίωση του Βελγίου για δημοκρατική λογοδοσία εξαντλείται στην προσφορά άπλετου δημοσιογραφικού και πολιτικού χώρου για τους εκπροσώπους μιας εποικιστικής-αποικιοκρατικής οντότητας, με κανονικοποίηση των σχέσεων τους, προσφέροντας λευκή κάρτα παροχής όπλων και φίμωσης των φωνών που αγωνίζονται για μια ελεύθερη, δημοκρατική και πολυθρησκευτική Παλαιστίνη, είμαστε περήφανοι που είμαστε μια πέτρα στα γρανάζια του.
Η στάση του Μοχάμεντ Χατίμπ και του Samidoun είναι η στάση των εκατομμυρίων που διαδηλώνουν από τον Οκτώβριο για τον τερματισμό της γενοκτονίας και για μια Ελεύθερη Παλαιστίνη, από τη δυτική όχθη του Ιορδάνη ποταμού μέχρι τη Μεσόγειο Θάλασσα. Είναι η στάση των αντιρατσιστών, των αντικαπιταλιστών, των αντιφασιστών και των αντι-ιμπεριαλιστών που έχουν αντισταθεί στο μίσος που βρίσκεται στα θεμέλια όλων των καπιταλιστικών, ιμπεριαλιστικών και αποικιοκρατικών σχεδίων.
Είναι μια στάση που απηχείται από πολλούς σε όλο το Βέλγιο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους κατά της απαράδεκτης εκστρατείας συκοφάντησης του Mohammed Khatib. Θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε ενεργά για το χτίσιμο ενός κόσμου όπου η ανθρωπιά των πολλών δεν θα έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τις επιθυμίες των ολίγων.
Μια τελευταία σημείωση από την εκστρατεία «το Βέλγιο Αντιστέκεται στην Καταστολή». Το όνομα Samidoun προέρχεται από την αραβική λέξη الصمود (sumud) που σημαίνει σταθερότητα. Είναι ένα επίθετο που συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αντίσταση και τον αγώνα των Παλαιστινίων από τη Νάκμπα και δώθε, 76 χρόνια τώρα. Ωστόσο, Samidoun είναι η μορφή επιθέτου που χρησιμοποιείται στο ρήμα του πρώτου πληθυντικού. Ως εκ τούτου, αντί για φόρος τιμής στην έννοια της ανθεκτικότητας, το όνομα του είναι μια υπόσχεση και μια συνεχής υπενθύμιση ώστε να συμπεριφερόμαστε με το θάρρος και την αξιοπρέπεια που τιμά τη συνεχή αντίσταση των Παλαιστινίων ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
Έτσι, για λογαριασμό του «Βελγίου που Αντιστέκεται στην Καταστολή»: نحن صامدون