Πηγή πρωτοτύπου: Ben Norton – The Grayzone
Μετάφραση/Επιμέλεια: Δημήτρης Μακκός
Η Νότια στρατιωτική Διοίκηση (SouthCom) των Ηνωμένων Πολιτειών, που είναι υπεύθυνη για θέματα Λατινικής Αμερικής, προχωρά σε ενίσχυση της στρατιωτικής της παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή, με στόχο τον περιορισμό της αυξανόμενης επιρροής του Πεκίνου, της Μόσχας αλλά και τον αυστηρότερο έλεγχο του «άτακτου», κατά τα αμερικανικά συμφέροντα, γεωπολιτικού παίκτη της Βενεζουέλας.
Τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση Τραμπ επιδιώκει και επιταχύνει τον αμερικανικό παρεμβατισμό σε μια σειρά χωρών της Λατινικής Αμερικής που αντιτίθενται στους γεωπολιτικούς και γεωοικονομικούς στόχους του State Department. Από το πρόσφατο ακροδεξιό στρατιωτικό πραξικόπημα στην Βολιβία, έως την έμμεση αμερικανική υποστήριξη επίδοξων πραξικοπηματιών εναντίον των αριστερών κυβερνήσεων της Βενεζουέλας και της Νικαράγουας, παρατηρείται αυτή η τάση αύξησης της ενεργής παρέμβασης των ΗΠΑ στα Λατινοαμερικάνικα θέματα. Αυτή η τάση παίρνει σάρκα και οστά με την ανακοίνωση της Νότιας στρατιωτικής Διοίκησης στις αρχές Μαρτίου περί ενίσχυσης της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην περιοχή.
Η Βραζιλία θα παίξει τον κομβικότερο ρόλο σε αυτήν τη στρατιωτική ενίσχυση της Pax Americana στη Λατινική Αμερική. Ειδικά μετά την εκλογή του ακροδεξιού Μπολσονάρο, η Βραζιλία εκθειάζεται ήδη από την Ουάσινγκτον ως μια πολύ σημαντική συμμαχική χώρα, παρόλο που δεν ανήκει στις τάξεις του ΝΑΤΟ. Πρόσφατα μια διμερής συμφωνία άφησε ιστορία προβλέποντας την ενσωμάτωση της βραζιλιάνικης αμυντικής βιομηχανίας σε πρόγραμμα χρηματοδότησης και έρευνας του Πενταγώνου. Πρακτικά λοιπόν, με τη συμφωνία αυτή η συμμαχική σχέση των δύο χωρών μετατρέπεται σε απτή στρατιωτική συνεργασία.
Στο πλαίσιο αυτό, ο διοικητής της αμερικανικής Νότιας Διοίκησης, ναύαρχος Craig S. Faller, δήλωσε ενώπιον της Επιτροπής Ενόπλων Δυνάμεων της Βουλής στις 11 Μαρτίου πως θα υπάρξει αύξηση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στο δυτικό ημισφαίριο μέσα στο 2020. Δεδομένου ότι τα στρατιωτικά θέματα δεν επηρεάζονται από την κρίση του κορονοϊού, η δήλωση του ναυάρχου συνεχίζει βέβαια να έχει ισχύ.
Η γενικότερη ρητορική που ακολούθησε ο ναύαρχος τόσο στην προφορική όσο και στην γραπτή δήλωση του που υποβλήθηκε στο Κογκρέσο, αντικατοπτρίζει την άνοδο των τόνων σε ψυχροπολεμικού επιπέδου δηλώσεις. Άλλωστε, κάθε διοικητής πλέον έχει την κάλυψη του ίδιου του αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας πάνω σε αυτό το θέμα. Το 2018, το Υπουργείο δημοσίευσε το νέο εθνικό δόγμα άμυνας της χώρας για την επόμενη δεκαετία. Το ιστορικό αυτό έγγραφο αποδεικνύει ότι η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ βρίσκεται πλέον σε σημείο πολύ σοβαρών αλλαγών. Η στρατηγική της χώρας μετατόπισε το κέντρο βάρους της από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» σε ένα νέο γεωπολιτικό δόγμα βασισμένο στην αντιμετώπιση της αναδυόμενης ισχύος της Κίνας και της Ρωσίας στο διεθνές σύστημα. Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του πρώην υπουργού Άμυνας της χώρας, James Mattis, «o ανταγωνισμός των μεγάλων δυνάμεων και όχι η τρομοκρατία είναι πλέον ο κύριος στόχος της εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ».
Η πρόσφατη δήλωση του Faller αντανακλούσε αυτό το νέο πλαίσιο εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικής. Ο ναύαρχος, όταν αναφέρθηκε στους εχθρούς της αμερικανικής κυβέρνησης, τους περιέγραψε με κλισέ ψυχροπολεμικές εκφράσεις όπως οι «κακοί τύποι» και χαρακτήρισε την Κίνα, τη Ρωσία, το Ιράν, την Κούβα και τη Βενεζουέλα ως «κακοήθεις κρατικούς φορείς» που αποτελούν μέρος ενός «φαύλου κύκλου απειλών» για την αμερικανική ασφάλεια. Παράλληλα, χαρακτηρίζοντας το δυτικό ημισφαίριο ως «το ημισφαίριό μας», ο Faller εξέφρασε τη λύπη του για το ότι «η Ρωσία προβάλλει για άλλη μια φορά την ισχύ και την εξουσία της στη γειτονιά μας» και τόνισε την επιθετική υφή των συμφερόντων της Κίνας στην ευρύτερη Λατινική Αμερική.
Επανέφερε επομένως με το λόγο του μια νέα επικαιροποιημένη μορφή του δόγματος Μονρόε (1823) υπογραμμίζοντας τη ζωτική σημασία για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ να διατηρηθεί το δυτικό ημισφαίριο υπό αμερικανική επιρροή. Τέλος ο Faller υποσχέθηκε την ενίσχυση των στρατιωτικών ασκήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο ώστε να υποστηριχθεί πιο άμεσα ο ανταγωνισμός με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και τη Ρωσία.
Το κλειδί για τη διατήρηση αυτής της επιρροής τουλάχιστον στο δυτικό ημισφαίριο είναι η άμεση συνεργασία με τις συντηρητικές κυβερνήσεις των λατινοαμερικανικών χωρών με προεξέχουσα την κυβέρνηση Μπολσονάρο. Αμέσως μετά τη διμερή συμφωνία μεταξύ Μπραζίλιας και Ουάσινγκτον, η συντηρητική εφημερίδα της Αργεντινής, Clarín, θεώρησε δεδομένο πως «από αυτή τη στιγμή, η Βραζιλία έχει γίνει ο βασικός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών στη Νότια Αμερική».
Η επιλογή της Βραζιλίας ως επίκεντρο της αμερικανικής προβολής ισχύος στην περιοχή δεν είναι τυχαία από όλες τις απόψεις. Γεωγραφικά, η τεράστια έκταση της χώρας επιτρέπει αυξημένη γεωπολιτική επιρροή στην περιοχή. Οικονομικά, αν και η χώρα έχει σοβαρά προβλήματα και διαφθορά, είναι ανταγωνίσιμη σε σχέση με τους γείτονές της.
Στο πλαίσιο των παγκόσμιων ανταγωνισμών λοιπόν που διαμορφώνονται, το δυτικό ημισφαίριο εκλαμβάνεται από τις ΗΠΑ ως η «πίσω αυλή της αυτοκρατορίας». Παράλληλα, ο αστάθμητος παράγοντας της πανδημίας δε φαίνεται να κάμπτει σε καμία περίπτωση αυτούς τους αναδυόμενους ανταγωνισμούς. Αντιθέτως, θα τους ενισχύσει και θα προκαλέσει επίσπευση εξελίξεων.