Του Άρη Χατζηστεφάνου*
Ξημερώματα Τρίτης 16 Φεβρουαρίου 1999. Μια γιγαντιαία επιχείρηση-σκούπα της ελληνικής αστυνομίας ξεκινά στην πλατεία Κουμουνδούρου και σε άλλα σημεία της Αθήνας, όπου βρίσκουν καταφύγιο Κούρδοι πρόσφυγες. Μόνο ελάχιστοι άνθρωποι γύρω από τον υπουργό Εξωτερικών, Θ.Πάγκαλο , τον πρωθυπουργό Κ. Σημίτη και τους επικεφαλής της ΕΥΠ και της αστυνομίας γνωρίζουν τα αίτια της αιφνιδιαστικής κίνησης. Το ελληνικό κράτος σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και άλλων χωρών έχει μόλις παραδώσει τον αρχηγό του PKK στους διώκτες του και ο κρατικός και κυβερνητικός μηχανισμός ετοιμάζονται να διαχειριστούν τις αντιδράσεις της κουρδικής κοινότητας αλλά και της ελληνικής κοινή γνώμης.
Οι σκηνές που θα εκτυλιχθούν τις επόμενες ημέρες φέρνουν στο προσκήνιο πρόσωπα και μηχανισμούς των μυστικών υπηρεσιών, των κομμάτων αλλά και των ΜΜΕ, που λίγα χρόνια αργότερα θα καταλάβουν τις σημαντικότερες καρέκλες του κρατικού μηχανισμού. Από τον Φαήλο Κρανιδιώτη, που τότε κάνει τα πρώτα του βήματα στη δημόσια σφαίρα και τον Π.Καμμένο που θα γίνει ο πρώτος ακροδεξιός υπουργός μιας «αριστερής κυβέρνησης», μέχρι τον Θ.Πάγκαλο, ο οποίος έκτοτε κλείνει τον κύκλο της πραγματικής πολιτικής του ηγεμονίας και μετατρέπεαι σε διασκεδαστή ενημερωτικών εκπομπών.
Κυρίως όμως εκείνη η επιχείρηση σκούπα, το ξημέρωμα της, 16ης Φεβρουαρίου, αποτελούσε τη συμβολική συμπύκνωση της πολιτικής μιας χώρας η οποία παρουσιαζόταν πάντα σαν υποστηρικτής του κουρδικού λαού ενώ στην πραγματικότητα τον χρησιμοποιούσε για την εξυπηρέτηση σκοτεινών παιχνιδιών. Καθώς ο φάκελος Οτζαλάν ανοίγει και πάλι στην Ελλάδα, με αφορμή την αγωγή που έχει καταθέσει εναντίον του ελληνικού δημοσίου, αξίζει να θυμηθούμε μια ιστορία που αποτέλεσε προάγγελο σημαντικών εξελίξεων σε αρκετά ανοιχτά μέτωπα – από τη στάση της Ε.Ε στο προσφυγικό μέχρι τη δράση ακροδεξιών δικτύων αλλά και το ρόλο των σημαντικότερων μέσων ενημέρωσης.
Η παράδοση Οτζαλάν από την Ελλάδα έρχεται να σφραγίσει και συμβολικά το τέλος της ιστορικής διαδρομής του PKK, που είχε γεννηθεί τη δεκαετία του ’70 μέσα στις φλόγες του φοιτητικού κινήματος της Τουρκίας. Προτάσσοντας το εθνικό ζήτημα έναντι του ταξικού η οργάνωση δεν καταφέρνει να συνδεθεί οργανικά με την τουρκική αριστερά, η οποία ούτως η άλλως αποδεκατίζεται κάτω από τις ερπύστριες του στρατηγού Εβρέν. Παρόλα αυτά οι αντάρτες του ΡΚΚ δίνουν ηρωικές μάχες και σε αρκετές χρονικές περιόδους κερδίζουν ευρεία στήριξη από πληθυσμούς της νοτιανατολικής Τουρκίας. Καθώς ο τουρκικός στρατός εξαφανίζει εκατοντάδες χωριά από τον χάρτη και οι στρατιώτες και οι πολιτοφύλακές του βιάζουν, βασανίζουν και αποκεφαλίζουν τα θύματά τους, η οργάνωση του Οτζαλάν γίνεται παγκόσμιο σύμβολο αντίστασης.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90, όμως, με την κατάρρευση της πρώην ΕΣΣΔ, η ηγεσία της βρίσκεται σε διπλωματική απομόνωση και αναγκάζεται να προχωρά σε συνεχείς υποχωρήσεις προς τους στόχους του. Οι πρώτες προδοσίες έρχονται από τους ηγέτες των Κούρδων του Βορείου Ιράκ, οι οποίοι ήδη από τη δεκαετία του ’80 λειτουργούν (διαδοχικά ή παράλληλα) σαν όργανα των αμερικανικών και των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών. Ο Μπαρζανί και ο Ταλαμπανί δεν θα διστάσουν να επιτεθούν στις δυνάμεις του ΡΚΚ, όποτε τους ζητηθεί δυναμιτίζοντας παράλληλα και τα όρια δημιουργίας ενός κουρδικού κράτους που θα συνένωνε πληθυσμούς από το Ιράν, το Ιράκ, την Τουρκία και τη Συρία.
Για τις ΗΠΑ, το PKK, αποτελεί πλέον ένα αγκάθι στα σχέδια των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών που ήθελαν να μεταφέρουν τα πλούσια κοιτάσματα της Κασπίας στις αγορές της Δύσης μέσω τουρκικού εδάφους. Ούτως η άλλως η Τουρκία, μετά το πραξικόπημα του 1980 αποτελεί το βασικό γεωστρατηγικό σύμμαχο της Ουάσιγκτον στην περιοχή – ο οποίος προσφέρει τις στρατιωτικές βάσεις του Ιντσιρλίκ για τις εξορμήσεις του Πενταγώνου σε όλη τη Μέση Ανατολή. Ο εντοπισμός και η παράδοση λοιπόν του Οτζαλάν, με τη βοήθεια και του ελληνικού… προτεκτοράτου αποτελούσε το ελάχιστο δώρο που θα μπορούσαν να προσφέρουν οι ΗΠΑ στην Τουρκία.
Την ίδια περίοδο στη Γερμανία, ο πάλαι ποτέ κόκκινος και νυν πράσινος υπουργός Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ, εντάσσει το PKK στις τρομοκρατικές οργανώσεις και καταδικάζει τις αποσχιστικές τάσεις (ενώ παράλληλα ενισχύει την τρομοκρατική δράση του Απελευθερωτικού Στρατού του Κοσόβου). Η Τουρκία αποτελεί προνομιακή αγορά γερμανικών προϊόντων ενώ τμήμα των οικονομικών ελίτ του Βερολίνου φλέρταρε ακόμη με το ενδεχόμενο εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ.
Σε επιχειρησιακό επίπεδο, όμως, η εξέλιξη που αλλάζει δραματικά τις εξελίξεις για το PKK και προσωπικά τον Οτζαλάν είναι η απέλπιδα προσπάθεια της Δαμασκού να προσεγγίσει τη Δύση. Ο τότε πρόεδρος Χαφέζ αλ Άσαντ αναγκάζει τον Κούρδο ηγέτη να εγκαταλείψει την κοιλάδα Μπεκάα, όπου έβρισκε καταφύγιο για περισσότερα από δέκα χρόνια, και να ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι του πρόσφυγα το οποίο (με την τελική παρέμβαση και της Ελλάδας) θα τον οδηγήσει στην αγκαλιά των διωκτών του.
Διαισθανόμενος από χρόνια την παγίδα που στήνεται γύρω του ο Οτζαλάν επιχειρεί να διευρύνει τις πολιτικές συμμαχίες του στην Ευρώπη φτάνοντας να συνομιλεί ακόμη και με ορισμένα από τα πιο σκοτεινά στοιχεία της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς, όπως ο Γερμανός βουλευτής Χάινριχ Λούμερ.
Στην Ελλάδα αυτή η στροφή δίνει την ευκαιρία στις μυστικές υπηρεσίες να παρεισφρήσουν σε φιλοκουρδικές οργανώσεις, οι οποίες για χρόνια έδειχναν έμπρακτη αλληλεγγύη στον αγώνα των Κούρδων. Ο διαβόητος Ναξάκης μπαίνει από τις αρχές της δεκαετίας του 90 στην «Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών» μοιράζοντας κουπόνια για την οικονομική ενίσχυση του κουρδικό αγώνα. Στην πραγματικότητα αποτελεί τα αυτιά και τα μάτια της ΕΥΠ και σύντομα δημιουργεί απευθείας διαύλους επικοινωνίας με ηγετικά στελέχη της οργάνωσης. Όπως έγινε αργότερα γνωστό ο Ναξάκης επισκεπτόταν τα κεντρικά της ΕΥΠ δυο φορές την εβδομάδα για να δίνει ραπόρτο.
Ρόλο «μεσολαβητή» ανάμεσα στην ΕΥΠ και τη Νέα Δημοκρατία φέρεται να έπαιζε τότε ο μετέπειτα υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος. Όπως υποστήριζε ο Ιός της Κυριακής: «αυτός είναι που ενημερώνει τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας για τις δραματικές εξελίξεις στην Κένυα. Αυτός είναι που ετοιμάζεται (μαζί με τον κ. Μπαντουβά και τον κ. Παπαθεμελή) να αναχωρήσει για την Κένυα προκειμένου να «σώσει» τις τρεις αποκλεισμένες Κούρδισσες (στσ. συνεργάτριες του Οτζαλάν). Αυτός είναι που βρίσκεται σε ανοιχτή επικοινωνία με τον αρχηγό της ΕΥΠ. Και αυτός είναι, τέλος, που δήλωνε ότι έχει προσωπική πληροφόρηση από τις δύο συνεργάτιδες του Οτσαλάν, σύμφωνα με την οποία “η απαγωγή έγινε μέσα στην πρεσβεία από τέσσερις λευκούς και έναν έγχρωμο”».
Εκείνη την περίοδο, όταν οι διεργασίες των μυστικών υπηρεσιών χτυπούν κόκκινο, ανατέλει και το αστέρι του ακροδεξιού Φαήλου Κρανιδιώτη, ο οποίος αναλαμβάνει την νομική υπεράσπιση του Οτζαλάν μαζί με τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο. Το (ακρο)δεξιό χέρι του Σαμαρά, μετά την αποτυχημένη επιχείρηση «διάσωσης» του Οτζαλάν εμφανίζεται πλέον ως μέλος του Δικτύου 21 μαζί με τους γνωστότερους εκπροσώπους του εθνικοπατριωτικού μετώπου (Λαζαρίδη, Ζουράρι, Γιαλλουρίδη, Σαρρή κ.α).
Καθώς η ελληνική αριστερά έχει αφήσει το πεδίο ελεύθερο στην άκρα δεξιά και τις υπηρεσίες να εμφανίζονται ως αδιαμφισβήτητος «υποστηρικτής» του κουρδικού αγώνα, είναι πλέον θέμα χρόνου να συντελεστεί η ολοκληρωτική προδοσία. Όταν πλέον ο Οτζαλάν φτάνει στην Κένυα η κυβέρνηση Σημίτη έχει λάβει τις αποφάσεις της.
Τούρκοι αξιωματούχοι ανέφεραν τότε στους Los Angeles Times, ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες στο Ναϊρόμπι παρακολουθούσαν κάθε κίνηση και λέξη του Οτζαλάν μόλις 48 ώρες από την είσοδό του στην Κένυα. Το παιχνίδι όμως είχε πουληθεί πολύ νωρίτερα. Η ΕΥΠ και οι Έλληνες διπλωμάτες γνώριζαν πολύ καλά ότι μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, που είχαν σημειωθεί ένα χρόνο νωρίτερα εναντίον της Αμερικανικής πρεσβείας στο Ναϊρόμπι, η πόλη είχε ίσως την μεγαλύτερη πυκνότητα Αμερικανών πρακτόρων ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Το να τον μεταφέρουν στην Κένυα, μικρή διαφορά είχε από το να τον άφηναν με δεμένα τα μάτια έξω από το αρχηγείο της CIA στο Λάνγκλει της Βιρτζίνια ή ακόμη καλύτερα στα κεντρικά της ΜΙΤ στην Άγκυρα.
Η παράδοση του Οτζαλάν στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, δεν αποτελεί ούτε κεραυνό εν αιθρία ούτε κάποιου είδους εκτροπή από την κυρίαρχη πολιτική του ελληνικού κράτους. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, που ακόμη πλασάρονταν σαν φιλοκουρδικές, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συναινέσουν στον χαρακτηρισμό του PKK σαν τρομοκρατική οργάνωση ενώ δημοσιεύματα της εποχής έκαναν λόγο για ξυλοδαρμούς ή ακόμη και βασανιστήρια Κούρδων από μέλη της αντιτρομοκρατικής». Σε ότι αφορά την πολιτική ασύλου, το πασοκικό κράτος είχε υιοθετήσει πολύ πιο σκληρή πολιτική απέναντί στους Κούρδους ακόμη και από την ΕΕ, που τότε άρχιζε να οικοδομεί την Ευρώπη Φρούριο.
Όπως εξηγούσε εκείνη την εποχή στην Ελευθεροτυπία η Ιωάννα Κούρτοβικ, η Ελλάδα είχε από τα χαμηλότερα ποσοστά παροχής ασύλου σε Κούρδους πρόσφυγες σε όλη την Ευρώπη. Ενδεικτικά, για τους Κούρδους του Ιράκ η χώρα μας ενέκρινε μόλις το 2% των αιτήσεων όταν στην Ευρώπη άγγιζε το 50%. Ήταν μάλιστα η εποχή που η χώρα μας λειτουργούσε όπως η σημερινή Τουρκία, κάνοντας τα στραβά μάτια σε οργανωμένα δίκτυα λαθρεμπόρων που αναλάμβαναν να μεταφέρουν πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή προς άλλες χώρες της Ευρώπης.
Κρίνοντας από την ελληνική πολιτική ασύλου δεν θα ήταν ίσως υπερβολή να υποθέσουμε ότι η «φιλεύσπλαχνη» Ελλάδα αποτέλεσε πρόδρομο του σκοταδισμού που κυριεύει σήμερα την Ευρώπη. Και για άλλη μια φορά η υπόθεση Οτζαλάν απλώς ήρθε να ρίξει τις μάσκες. Η άρνηση της Ευρώπης να προσφέρει προστασία στον ηγέτη του PKK, από ένα καθεστώς που αποδεδειγμένα θα τον βασάνιζε και θα επιδίωκε την εκτέλεσή του, προδιαγράφει τη στάση της ΕΕ απέναντι στην πολιτική ασύλου. Ήδη πριν από την πλήρη εφαρμογή της συνθήκης του Σέγκεν, οι διασκέψεις του Εδιμβούργου του 1992 και της Κοπεγχάγης το 1993, θέτουν τα θεμέλια της ανθρωποφάγου Ευρώπης που βλέπουμε σήμερα. Πριν και μετά τον Οτζαλάν δεκάδες ακόμη Κούρδοι αγωνιστές επαναπατρίστηκαν στην Τουρκία για να σαπίσουν στα λευκά κελιά του τουρκικού κράτους – τα οποία η γειτονική χώρα είχε αντιγράψει από το σύμπλεγμα γερμανικών φυλακών του Σταμχάιμ.
Η υπόθεση της παράδοσης Οτζαλάν, όμως, θα οδηγήσει και στο πρώτο ολοκληρωμένο μιντιακό πραξικόπημα της μεταπολίτευσης – πρόβα τζενεράλε του ολοκληρωτικού ελέγχου των μέσων ενημέρωσης που θα χρησιμοποιηθεί μετά την κρίση του 2008 για την επιβολή των μνημονίων. Ύστερα από μια περίοδο μερικών εβδομάδων, στην οποία τα ΜΜΕ αφέθηκαν να εκφράσουν τη γνήσια οργή της ελληνικής κοινωνίας, το Μαξίμου έδωσε σαφή εντολή στους διευθυντές των μέσων να αποκηρύξουν δημόσια τον Οτζαλάν. Ως νεαρός τότε δημοσιογράφος θυμάμαι το πρωινό της 28ης Φεβρουαρίου του 1999 (μια ημέρα μετά τη συνέντευξη Τύπου που είχε δώσει η γραμματέας του Οτζαλάν στην Αθήνα) όταν τους διευθυντές και αρχισυντάκτες εφημερίδων, καναλιών και ραδιοφωνικών σταθμών που έμπαιναν στις αίθουσες σύνταξης και άλλαζαν τις ειδήσεις. Οι εντολές ήταν σαφείς: Αποδομήστε την προσωπικότητα του Οτζαλάν και αποκρύψτε όλες τις εκδηλώσεις και δηλώσεις αλληλεγγύης. Από τη συντηρητική Καθημερινή μέχρι την «ριζοσπαστική» Ελευθεροτυπία συντάκτες που πριν από λίγες ώρες θεοποιούσαν τον Κούρδο ηγέτη, άρχισαν να τον θεωρούν «λίγο» και ανερυθρίαστα έγραφαν ότι αυτός πρόδωσε το λαό του.
«ΚΟΥΡΔΙΚΗ ΜΑΧΑΙΡΙΑ» ήταν ο τίτλος της Ελευθεροτυπίας που συνοδευόταν από τον χυδαίο υπότιτλο «ΚΑΤΗΓΟΡΩ -χωρίς ένα ευχαριστώ- απ’ τη σύντροφο του Οτσαλάν».
Αρκετά από τα διευθυντικά στελέχη, που πρωτοστάτησαν στην επιχείρηση ολοκληρωτικής λογοκρισίας, στελέχωσαν στη συνέχεια γνωστά «αριστερά» ΜΜΕ και βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή της μάχης απέναντι στην προπαγάνδα των μνημονίων – μέχρι να μετατραπούν και πάλι σε διαπρύσιους υποστηρικτές τους, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ.
Παρά την οργή που προκαλεί τότε στην ελληνική κοινωνία η υπόθεση της παράδοσης Οτζαλάν, η παρέμβαση των ΜΜΕ είναι καταλυτική ώστε να ατονίσει η στήριξη της κοινωνίας απέναντι στον αγώνα των Κούρδων. Και παρεμπιπτόντως, όποια και αν ήταν τα λάθη στρατηγικής των Κούρδων (όπως η μετέπειτα ανοχή στις αμερικανικές επιχειρήσεις στο Ιράκ), τίποτα δεν δικαιολογεί την εγκατάλειψη ενός λαού που συνεχίζει να αγωνίζεται και να σφαγιάζεται από την πολεμική μηχανή της Τουρκίας.
Λίγες ιστορίες στην πορεία της ελληνικής μεταπολίτευσης εμπεριέχουν εν σπέρματι τόσες πτυχές της κρατικής πολιτικής, του ρόλου των ΜΜΕ, του ακροδεξιού παρακράτους αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Η υπόθεση Οτζαλάν λειτουργεί σαν ένα τεράστιο φράκταλ – ένα γεωμετρικό σχήμα που επαναλαμβάνεται αυτούσιο σε άπειρο βαθμό μεγέθυνσης.
*Δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2016 στο περιοδικό Unfollow