Άρης Χατζηστεφάνου | Η Εφημερίδα των Συντακτών 30/07/2022
Η πολυεθνική Unilever ζητά από μια θυγατρική της, την Ben & Jerry’s, να σταματήσει να προασπίζεται τα δικαιώματα των Παλαιστινίων στα κατεχόμενα. Και αυτή απαντά υποβάλλοντας μήνυση στη μητρική εταιρεία.
Στο δεύτερο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς Veep η αντιπρόεδρος των ΗΠΑ αφήνει για λίγο τα καθήκοντά της για να φωτογραφηθεί με απλούς πολίτες τρώγοντας παγωτό. Το επικοινωνιακό επιτελείο του Λευκού Οίκου, ύστερα από περιπετειώδεις διαβουλεύσεις, έχει αποφασίσει ότι η γεύση του παγωτού πρέπει να είναι «Τζαμαϊκανό Ρούμι», το οποίο κρίνεται ως πολιτικά ακίνδυνο αλλά ταυτόχρονα «απρόσμενο και σέξι».
Τηλεοπτικές ιστορίες σαν κι αυτές φαίνεται πως είναι βγαλμένες από τη ζωή, αφού όπως εξηγούσε παλαιότερα η δημοσιογράφος Τζένιφερ Γκέρσον, αρκετοί Αμερικανοί πρόεδροι έχουν σπαταλήσει πολύ περισσότερο χρόνο για να οικοδομήσουν την εικόνα του «απλού ανθρώπου» που απολαμβάνει το παγωτό του. Στη βιβλιοθήκη του Κογκρέσου διασώζεται μια χειρόγραφη συνταγή για παγωτό βανίλια που έφερε ο Τόμας Τζέφερσον από τη Γαλλία. Ο Τζον Κένεντι αμέσως μετά την ανάληψη της προεδρίας εμφανίζεται σε ένα ιστιοφόρο να κατεβάζει τα γυαλιά ηλίου ενώ κρατά ένα παγωτό. Ο Ομπάμα είχε σταματήσει για ένα χωνάκι σε μια από τις πρώτες εμφανίσεις του μετά την αποδοχή του χρίσματος των Δημοκρατικών για την προεδρία, ενώ η Χίλαρι Κλίντον κατάφερε να συμπυκνώσει την υποτιθέμενη φινέτσα και την πολιτική ορθότητα που τη διακρίνουν παρουσιάζοντας την αγαπημένη της γεύση: το Mercer’s Ice Cream Wine, ένα παγωτό με κρασί Καμπερνέ, χωρίς γλουτένη.
Μετά τη μηλόπιτα λίγα πράγματα θεωρούνται τόσο βαθιά ριζωμένα στην αμερικανική κουλτούρα όσο τα παγωτά. Όπως έγραφαν το 1902 οι New York Times, οι υπάλληλοι στο Έλις Αϊλαντ πρόσφεραν στους πρόσφυγες παγωτό μόλις κατέβαιναν από τα πλοία σαν μια πρώτη προσπάθεια ένταξης στην αμερικανική κοινωνία. «Ποιος άνθρωπος που αγαπά πραγματικά το παγωτό θα μπορούσε να γίνει μπολσεβίκος;» έγραφε δύο δεκαετίες αργότερα το μηνιαίο περιοδικό Soda Fountain – χωρίς, όπως φαίνεται, να γνωρίζει ότι οι Σοβιετικοί απολάμβαναν ήδη τα παγωτά τους στο πολυκατάστημα GUM στην καρδιά της Μόσχας.
Και ύστερα ήρθαν τα Ben & Jerry’s και τα παγωτά απέκτησαν μια πολιτική επίγευση την οποία οι ΗΠΑ δεν ήταν έτοιμες να αντιμετωπίσουν. Πριν από έναν χρόνο η τέταρτη μεγαλύτερη εταιρεία παγωτών του πλανήτη ανακοίνωσε ότι διακόπτει τις δραστηριότητές της στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη και τερματίζει τη συνεργασία με τους τοπικούς αντιπροσώπους της – αν και διατηρεί τις δραστηριότητές της στη χώρα. Σε αντίθεση με τα Häagen-Dazs, που βρίσκονται στη μαύρη λίστα του ΟΗΕ για τη στήριξη στους ισραηλινούς εποικισμούς, η Ben & Jerry’s τράβηξε μια κόκκινη γραμμή εκδίδοντας μια ανακοίνωση στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε: «Αρνούμαστε την ισραηλινή πολιτική διαιώνισης της κατοχής η οποία στέκεται εμπόδιο στην ειρήνη και παραβιάζει τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των Παλαιστινίων που ζουν σε αυτό το καθεστώς κατοχής. Ως Εβραίοι που υποστηρίζουμε το κράτος του Ισραήλ, απορρίπτουμε κατηγορηματικά τις κατηγορίες ότι είναι αντισημιτικό να ασκείς κριτική στην πολιτική του κράτους του Ισραήλ».
Η οργή ξεχείλιζε στο Τελ Αβίβ και ο Ισραηλινός πρόεδρος Ισαάκ Χέρτζογκ έφτασε να υποστηρίξει ότι η απομάκρυνση των παγωτών από τα κατεχόμενα «αποτελεί μια νέα μορφή τρομοκρατίας». Παράλληλα, εκπρόσωποι και πολιτικοί συνεργάτες του ισραηλινού λόμπι στις ΗΠΑ καλούσαν σε μποϊκοτάζ εναντίον της εταιρείας – ενώ οι ίδιοι ζητούν να κηρυχτούν παράνομα τα μποϊκοτάζ που πραγματοποιεί το κίνημα BDS εναντίον του κράτους του Ισραήλ.
Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που η εταιρεία Ben & Jerry’s τα έβαζε με το αμερικανικό κατεστημένο. Από την ίδρυσή της, το 1978, οι δημιουργοί της Μπεν Κοέν και Τζέρι Γκίνφιλντ φάνηκε να προσθέτουν στα παγωτά τους και κυρίως στις διαφημιστικές τους καμπάνιες μικρές δόσεις από το εξεγερτικό κλίμα της δεκαετίας του ’60. Άλλωστε η διασημότερη μέχρι και σήμερα γεύση, το Cherry Garcia, αποτελεί λογοπαίγνιο με το όνομα του Τζέρι Γκαρσία, τραγουδιστή και κιθαρίστα των Grateful Dead. Πολύ πριν το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ πραγματοποιήσει το πρόσφατο «πραξικόπημα» απέναντι στα ατομικά δικαιώματα, ο Κοέν και ο Γκίνφιλντ καλούσαν τα μέλη του Κογκρέσου να ανατρέψουν αποφάσεις των δικαστών που περιόριζαν τα εκλογικά δικαιώματα των μαύρων και άλλων μειονοτήτων. Και για να το πετύχουν τους κερνούσαν από ένα παγωτάκι με μέντα και σοκολάτα.
Για δεκαετίες λάνσαραν γεύσεις μέσω των οποίων αναφέρονταν στα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και την καταστροφή του περιβάλλοντος, ενώ μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ παρουσίασαν τη γεύση Change is Brewing (με κομμάτια καφέ, μαρσμέλοου και μπράουνις) μέσω της οποίας στήριζαν το κίνημα για την αποχρηματοδότηση της αστυνομίας (defund the police).
Πρόκειται μήπως για ακόμα μία διαφημιστική πρακτική με την οποία στοχεύουν στα πιο προοδευτικά τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας; Κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες εταιρείες λαμβάνουν ανοιχτά θέση σε κρίσιμα πολιτικά ζητήματα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αλυσίδα εργαλείων Home Depot που στήριζε ανοιχτά τον Τραμπ.
Τα Ben & Jerry’s όμως προχώρησαν ένα βήμα περισσότερο. Πριν από περίπου ένα μήνα η πολυεθνική Unilever, η οποία έχει εξαγοράσει την Ben & Jerry’s από το 2000, ανέτρεψε την απόφαση και πούλησε την αντιπροσωπεία του Ισραήλ σε τοπική εταιρεία προκειμένου να συνεχιστούν οι πωλήσεις και στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Ο Κοέν και ο Γκρίνφιλντ υπέβαλαν μήνυση στη Unilever για να σταματήσουν τις πωλήσεις και η έκβαση της μάχης ίσως κριθεί στα δικαστήρια.
Είναι από εκείνες τις στιγμές που ακόμη και καλοπροαίρετοι επιχειρηματίες που νομίζουν ότι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο εντός του καπιταλισμού συνειδητοποιούν τι σημαίνει «μονοπωλιακός καπιταλισμός».