της Δήμητρας Μπέη
Η δικαστική απόφαση της υπόθεσης Roe εναντίον Wade, το μακρινό 1973, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ είχε συνηγορήσει υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση υπό την προστασία του αμερικανικού Συντάγματος, φαίνεται να ανατρέπεται. Η συντηρητική σύσταση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τέκνο του Τραμπ λίγο καιρό πριν αποχωρήσει από την Προεδρία, αποφάνθηκε ότι από εδώ και στο εξής δεν υφίσταται το παραπάνω δικαίωμα, δίνοντας τη δυνατότητα στις επιμέρους πολιτείες να νομοθετούν απαγορεύσεις και περιορισμούς πάνω στην αυτοδιάθεση εκατομμυρίων γυναικών. Ο αριθμός των πολιτειών που αναμένεται να νομοθετήσουν κατά του δικαιώματος στην άμβλωση, μαζί με εκείνες που διαθέτουν ήδη ανάλογη νομοθεσία, είναι τουλάχιστον 23 από τις 50.
Ωστόσο, μια τέτοια απόφαση, στην πιο φιλελεύθερη φαινομενικά δημοκρατία του πλανήτη, φαντάζει ένα τρομερό παράδοξο. Η επικράτηση του φιλελευθερισμού ως η μοναδική πολιτική ιδεολογία που μπορεί να εξασφαλίσει τη δημοκρατία δεν ήταν παρά μια κεκαλυμμένη απόπειρα προώθησης του νεοφιλελεύθερου οικονομικού συστήματος, καθιστώντας τον φιλελευθερισμό το νομιμοποιητικό αφήγημα πάνω στο οποίο η ατομική ελευθερία και η ελεύθερη αγορά εν τέλει θα συγκλίνουν.
Πάνω σε αυτή τη φιλελεύθερη υπόσχεση βασίστηκαν και οι φεμινιστικές διεκδικήσεις της δεκαετίας του ’70 και του ’80 για επαναπροσδιορισμό της θέσης της γυναίκας. Το «νέο σεξουαλικό συμβόλαιο» που προωθήθηκε απέβλεπε σε έναν βαθμό σεξουαλικής ελευθερίας για τις νεαρές γυναίκες, εφόσον εκπληρώνουν τους ρόλους τους στα πλαίσια της οικονομικής ιδιότητας του πολίτη, δουλεύοντας και καταναλώνοντας. Φυσικά, αριστερές φεμινιστικές διεκδικήσεις που έθεταν και ταξικά ζητήματα και αφορούσαν τις γυναίκες της εργατικής τάξης ή μετανάστριες, που δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με τις προσδοκίες του νεοφιλελευθερισμού, έμειναν εκτός τραπεζιού, όπως αποδεικνύει η πλήρης αδιαφορία των θεσμικών φορέων για αυτές μέχρι και σήμερα. Η ταυτοτική αφομοίωση, πάγια τακτική του νεοφιλελεύθερου κατεστημένου, είχε ως μοναδικό σκοπό την ενσωμάτωση των γυναικών στην καπιταλιστική αλυσίδα, στον καθορισμό δηλαδή της γυναίκας ως ένα ακόμη υποκείμενο εξόρυξης υπεραξίας, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές διαστάσεις των έμφυλων ανισοτήτων.
Η μη ταξική αυτή προσέγγιση του ρόλου της γυναίκας, πράγματι μέχρι σχετικά προσφάτως λειτουργούσε ρολόι, ακόμη κι αν από την εξίσωση έλειπαν εκείνες οι γυναίκες που καθίσταντο διαχρονικά θύματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Γιατί για τον καπιταλισμό δεν έχει σημασία το φύλο σου όσο τα καπιταλιστικά γρανάζια συνεχίζουν να γυρίζουν. Ωστόσο, σε αυτή τη δυστοπική φιλοσοφία που θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ακόμη και έτσι τουλάχιστον η εκμετάλλευση υπόκειται σε ίσους όρους, η οικονομική διάσταση της πατριαρχίας δεν έχει εκλείψει. Οικονομικές έμφυλες ανισότητες όπως πχ. το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών, αποτελούν μια μονιμότητα και το αδιαπραγμάτευτο εισιτήριο που θα εξασφαλίσει σε μια εκ των πιο καταπιεσμένων διαχρονικά ομάδων του ανθρώπινου πληθυσμού το δικαίωμα στο όνειρο μιας ισοτικής ανέλιξης. Σκοπός δηλαδή, είναι οι γυναίκες να αποδεχθούν την ανισότητα για να έχουνε
δικαίωμα σε μια αόριστη και ακαθόριστη ισότητα. Για αυτό και η εν λόγω ανέλιξη, που ενώ αρχικά τέθηκε από τις φεμινίστριες σε κοινωνικές βάσεις, προσαρμόστηκε από το σύστημα ώστε να βασίζεται μόνο σε οικονομικά κριτήρια, έστω και φαινομενικά. Γιατί η ανυπαρξία ουσιαστικής κοινωνικής ισότητας (σε αντίθεση με την τυπική που είναι διατυπωμένη σε απρόσωπους νόμους και διακηρύξεις), είναι αυτό που καθιστά πανάκεια και αυτοσκοπό την οικονομική ώστε να επιτευχθεί και τελικώς η εκμετάλλευση.
Αυτό που μοιάζει παράξενο επομένως, είναι γιατί ξαφνικά ένα δικαίωμα που κατευνάζει τις φεμινιστικές διεκδικήσεις μέσα από μια φενάκη ισότιμης συμμετοχικότητας στο σύστημα, να υφαρπάζεται με τόσο βίαιο και ξαφνικό τρόπο.
Η απάντηση βρίσκεται στην κατάρρευση του νεοφιλελεύθερου αφηγήματος όπως εκδηλώθηκε μέσα από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Από τότε, φασιστικές λογικές με σεξιστικές μεταξύ άλλων αποχρώσεις συμβαδίζουν χέρι-χέρι με τον αυξανόμενο προστατευτισμό που επιδίωκαν τα κράτη σε οικονομικό επίπεδο καθιστώντας το τσιτάτο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» ξανά επίκαιρο. Μέσα στις εντεινόμενες συνθήκες αβεβαιότητας που μαστίζουν τον κόσμο από τότε, έπρεπε να διαφυλαχθεί μια παράπλευρη, αφανής οικονομία πάνω στην οποία στηρίζεται ο καπιταλισμός από τη γέννησή του: την απλήρωτη εργασία των γυναικών.
Τα Ηνωμένα Έθνη εκτιμούν ότι η απλήρωτη εργασία των γυναικών αξίζει περισσότερα από 3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για τον καπιταλισμό παγκοσμίως, χωρίς την οποία ο καπιταλισμός απλά δεν μπορεί να λειτουργήσει. Όλες οι βασικές κοινωνικές λειτουργίες της κοινωνίας μας ιδιωτικοποιούνται μέσα στην οικογένεια, από την ανατροφή των παιδιών και τη φροντίδα των ηλικιωμένων μέχρι τη βασική καθημερινή φροντίδα που μας επιτρέπει να πάμε στη δουλειά. Δεν έχει σημασία ότι όλο και λιγότερες οικογένειες συμμορφώνονται με την παραδοσιακή ιδέα της πυρηνικής οικογένειας. Η κοινωνία μας συνεχίζει να δομείται στη βάση της απλήρωτης εργασίας και φροντίδας με το μεγαλύτερο μέρος αυτής να συντελείται από γυναίκες που θεωρούνται «εκ φύσεως» πιο μητρικές, ανιδιοτελείς και εξαρτημένες.
Για να εξασφαλιστεί η επιβίωση του παραπάνω μοντέλου, που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο του καπιταλισμού όταν όλα τα νεοφιλελεύθερα πειράματά του καταρρέουν, απαιτείται ο επανακαθορισμός της γυναίκας από «καριερίστρια» σε φροντιστή, απομακρύνοντας την από το νεοφιλελεύθερο σύστημα και επανεντάσσοντας την σε ένα ρόλο που θα εξυπηρετεί τον καπιταλισμό στην πρώιμη μορφή του. Παράλληλα με τον προστατευτισμό στην οικονομία όπως εκδηλώθηκε πχ. επί Τραμπ, έχουμε και τον προστατευτισμό στη βασική κοινωνική δομή, που διατηρεί το όλο σύστημα σε λειτουργία, αυτή των παροχών φροντίδας των γυναικών, που το κράτος διαχρονικά αρνείται να παρέχει σε θεσμικό επίπεδο.
Σε περιόδους κρίσης ο καπιταλισμός επιστρέφει σε αυτά που γνωρίζει καλά: τη στοχοποίηση της εργατικής τάξης για να διασωθούν τα μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα και τη στοχοποίηση των γυναικών για να διασωθεί η πατριαρχική οργάνωση της οικονομίας. Η φασιστική ρητορεία, ως παραδοσιακό δεκανίκι του καπιταλισμού, έρχεται για να εξυπηρετήσει και τα δύο. Και αποφάσεις όπως η αφαίρεση του δικαιώματος στην άμβλωση, που κατά τα άλλα θεωρούταν αδιαπραγμάτευτο κεκτημένο, έρχονται να προστεθούν μαζί με άλλες όπως η αμφισβήτηση των εργασιακών δικαιωμάτων, συνηγορώντας σε αυτό που όλοι και όλες αντιλαμβανόμαστε: μια πρωτοφανή κρίση του νεοφιλελευθερισμού και μια ακόμη κρίση του καπιταλισμού.