Παναγιώτης Σωτήρης
Πηγή: Ektosgrammis
Ένας πρόσφυγας από τον καταυλισμό της Ειδομένης, αυτό τον μη-τόπο που η ελληνική κυβέρνηση έχει επιλέξει να αφήσει να καταστεί αβίωτος, μπας και έτσι «εκκενωθεί» και οι πρόσφυγες αποδεχτούν την μοίρα μιας μάλλον εις αέναον κράτησης σε κάποιο κατ’ ευφημισμό «χώρο φιλοξενίας», κραδαίνει την ελληνική σημαία απέναντι στις βάρβαρες αστυνομικές επιθέσεις ενός κράτους που δεν θα είχα καμία αντίρρηση να το αποκαλώ «Μακεδονία», αν δεν συνδύαζε με εκνευριστικό τρόπο μεγαλοϊδεατισμό, κυνισμό και υποτέλεια.
Γιατί το κάνει; Για να υπενθυμίσει ότι όντως οι αστυνομικοί του γειτονικού κράτους στην πραγματικότητα δεν επιτίθονταν μόνο απέναντι στους πρόσφυγες αλλά και βομβάρδιζαν με χημικά την επικράτεια ενός γειτονικού κράτους; Ίσως, αλλά μου φαίνεται κάπως ισχνή ως απάντηση. Άλλωστε, γιατί να κραδαίνει τη σημαία ενός κράτους που σε τελική ανάλυση του έχει φερθεί εξίσου αυστηρά: ενός κράτους που συναίνεσε σε μια συμφωνία που σφραγίζει τα σύνορα, που κάνει βίαιες επαναπροωθήσεις, που φτιάχνει κλειστά κέντρα κράτησης, που ετοιμάζεται αυτόν τον ίδιο να τον συλλάβει;
Και αυτό είναι το παράδοξο αυτού του διαβήματος. Αυτός ο πρόσφυγας, κυριολεκτικά σε διασταυρούμενα πυρά, κραδαίνοντας την ελληνική σημαία, ξαναδίνει νόημα σε αυτό το κομμάτι πανί. Η γαλανόλευκη παύει να είναι το σύμβολο ενός κράτους και γίνεται συμπύκνωση μιας ριζικής ουτοπίας ή έστω ετεροτοπίας. Μιας Ελλάδας που θα τον δεχόταν. Που δεν θα τον παράταγε στις λάσπες, προσφέροντάς του ως εναλλακτική τα κέντρα κράτησης. Μιας Ελλάδας που δεν θα τον αντιμετώπιζε ως μπελά, μίασμα, πρόβλημα ή –στην καλύτερη των περιπτώσεων– διαπραγματευτικό χαρτί για την «αξιολόγηση» και για να «πάρουμε επιτέλους τη δόση μας». Μιας Ελλάδας που θα τον αναγνώριζε ως αυτό που είναι και σε αυτή τη βάση ως τμήμα μιας νέας πολιτικής κοινότητας. Μιας Ελλάδας που εν μέρει την γνώρισε στις καθημερινές πράξεις αλληλεγγύης των ταπεινών.
Είναι η Ελλάδα όπως την φανταζόταν ο Ρήγας στο Θούριο, μια Ελλάδα ιδιοκτησία κανενός έθνους, μια Ελλάδα που απαιτούσε «Βουλγάροι, κι’ Αρβανήτες, Αρμένοι και Ρωμιοί, / Aράπιδες, και άσπροι, με μια κοινή ορμή / Για την ελευθερίαν, να ζώσωμεν σπαθί».
Ο ανώνυμος αυτός πρόσφυγας κραδαίνοντας την ελληνική σημαία επιτέλεσε, με έναν τρόπο μη αντιστρέψιμο, αυτό που πολλοί άλλοι, με ρητά αναγραφόμενη στις ταυτότητες την «ελληνική υπηκοότητα» και δη εκ γενετής, διαρκώς υπονομεύουν. Την υπενθύμιση, δηλαδή, ότι σε αυτό τον τόπο μπορεί να υπάρξει ένα συλλογικό «εμείς» που να ορίζεται στην αντίσταση και στη χειραφέτηση και όχι στον αποκλεισμό και στη συνενοχή για τη μετατροπή αυτής της χώρας σε χωματερή ονείρων και σε οικόπεδο προς πάσα χρήση. Δεν είναι ότι πιστεύει στην «Ελλάδα»· είναι ότι με αυτό τον τρόπο κάνει πράξη μια άλλη Ελλάδα. Μια Ελλάδα που αντιστέκεται και ελπίζει. Σε σύγκρουση με την Ελλάδα που τον προσβάλλει και μας ταπεινώνει. Κάνει πράξη τη μόνη Ελλάδα που θα μπορούσα να αποκαλέσω πατρίδα…