από το προσωπικό ιστολόγιο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Αν πιστέψουμε τα ισχυρότερα αγγλόφωνα μέσα, αυτό που διαδραματίζεται στο Καζακστάν είναι μια ακόμη «έγχρωμη επανάσταση» αθώων διαδηλωτών σε πρώην σοσιαλιστική χώρα, την οποία απειλεί να συντρίψει η πάντα επίφοβη ρωσική αρκούδα. Το μενού των δυτικών πρακτορείων καταπίνουν αμάσητα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, και τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, για να επιβεβαιώσουν άλλη μία φορά πόσο φτηνή και αναξιόπιστη έχει καταντήσει η εγχώρια δημοσιογραφία την τελευταία δεκαετία. Οι εξελίξεις στο Καζακστάν είναι όντως δραματικές και εγκυμονούν σοβαρές διεθνείς επιπτώσεις, αλλά δεν μπορούν να ερμηνευτούν με παρωχημένα, ψυχροπολεμικά στερεότυπα.
Κατ’ αρχάς, δυο λόγια για τη σημασία της υπό συζήτηση χώρας. Με έκταση λίγο μεγαλύτερη από το σύνολο της Δυτικής Ευρώπης, το Καζακστάν δεσπόζει στην Κεντρική Ασία, βασικό θέατρο του «Μεγάλου Παιχνιδιού» ανάμεσα στη Ρωσική και τη Βρετανική Αυτοκρατορία, στον 19ο αιώνα. Στη σύγχρονη εποχή, μήλο της έριδος για τις μεγάλες δυνάμεις και τις πολυεθνικές εταιρείες αποτελούν ο τεράστιος πλούτος της χώρας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά και σε πλήθος μεταλλευμάτων, συμπεριλαμβανομένου του ουρανίου της, το οποίο τροφοδοτεί τους πυρηνικούς αντιδραστήρες της Ιαπωνίας, της Γαλλίας, του Καναδά, της Ινδίας και άλλων χωρών.
Παραδοσιακά χώρα νομάδων, που απέκτησε εθνική υπόσταση μόνο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ως ομόσπονδη Δημοκρατία της ΕΣΣΔ (ίσως πρέπει να ξαναδούμε την κριτική της Ρόζα Λούξεμπουργκ στους μπολσεβίκους, ότι με την πολιτική τους για την αυτοδιάθεση των εθνών θα δημιουργούσαν εθνικισμούς και εκεί όπου δεν υπήρξαν, αλλά αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση), το Καζακστάν είχε πάντα στενή σχέση με τη Ρωσία. Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, περίπου το 36% του πληθυσμού του ήταν Ρώσοι. Σήμερα το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί περίπου στο 25%, αλλά τα ρωσικά είναι η δεύτερη επίσημη γλώσσα του κράτους. Ο επί μακρόν ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Λεονίντ Μπρέζνιεφ διετέλεσε, μεταπολεμικά, επικεφαλής του ΚΚ στο Καζακστάν, το οποίο δεν είχε εκδηλώσει ποτέ διαθέσεις ανεξαρτησίας και ήταν η τελευταία σοβιετική Δημοκρατία που ανακηρύχτηκε ανεξάρτητη. Στο Καζακστάν βρίσκεται το ρωσικό διαστημικό κέντρο του Μπαϊκονούρ και φιλοξενούνται ρωσικές βάσεις, ενώ η χώρα ανήκει στο μετασοβιετικό, στρατιωτικό Σύμφωνο Συλλογικής Ασφάλειας, μαζί με Ρωσία, Λευκορωσία, Αρμενία, Κιργιστάν και Τατζικιστάν.
Μετά την ανακήρυξη ανεξαρτησίας, ο ηγέτης του Καζακστάν Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ (ένα από τα μέλη της ηγεσίας του ΚΚΣΕ που πήραν από μία σοβιετική Δημοκρατία ο καθένας και τη λεηλάτησαν μαζί μ’ αυτούς που έγιναν ολιγάρχες σε μια νύχτα, στο αμόκ των ιδιωτικοποιήσεων για ένα κομμάτι ψωμί) ακολούθησε μια πολιτική δύο ταχυτήτων. Στο στρατιωτικό πεδίο, εμφανιζόταν πιστός σύμμαχος της Ρωσίας για να μη διακινδυνεύσει επεισόδια με την ισχυρή ρωσική μειονότητα, όπως συνέβη σε Γεωργία, Ουκρανία και Μολδαβία, με την εμφάνιση ντε φάκτο ανεξάρτητων ρωσόφωνων περιοχών. Στο εσωτερικό, όμως, προωθούσε τον καζάκικο εθνικισμό σε βάρος των Ρώσων, ενώ στις διεθνείς σχέσεις προσπαθούσε να εξισορροπήσει τη ρωσική επιρροή με ανοίγματα προς άλλα κέντρα ισχύος, αρχικά κυρίως το Πεκίνο. Διψώντας για ενέργεια και ορυκτά, η ανερχόμενη Κίνα επένδυσε ισχυρά στο Καζακστάν, το οποίο λόγω γεωγραφικής θέσης αποτελεί σημαντικό κρίκο στο μεγαλεπήβολο σχέδιο του Σι Τζινπίνγκ για τον καινούργιο Δρόμο του Μεταξιού.
Τα τελευταία χρόνια, το Καζακστάν ενίσχυσε ιδιαίτερα τις σχέσεις του και με την Τουρκία, ερεθίζοντας τη Ρωσία. Το ιστορικό υπόβαθρο ήταν γόνιμο. Το πρώτο τουρκικό χανάτο ιδρύθηκε, τον έκτο αιώνα μ.Χ., στα εδάφη που βρίσκονται σήμερα στο νότιο Καζακστάν, το Κιργιζιστάν, το Ουζμπεκιστάν και τη δυτική Μογγολία. Στην τουρκική μυθολογία του Εργκένεγκον, η λύκαινα Ασένα, από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας, είναι εκείνη που διασώζει και μεγαλώνει τους πρώτους Τούρκους- από εδώ και το έμβλημα των Γκρίζων Λύκων. Το επικρατούν θρήσκευμα του σύγχρονου Καζακστάν είναι το σουνιτικό Ισλάμ, αν και οι θρησκευόμενοι είναι μειοψηφία και οι μαντήλες στους δρόμους όχι μόνο σπανίζουν, αλλά δεν αντιμετωπίζονται και ευνοϊκά από τις αρχές. Τελευταία το Καζακστάν προμηθεύτηκε drones και τεθωρακισμένα οχήματα από την ΝΑΤΟϊκή Τουρκία, πράγμα που θορύβησε ακόμη περισσότερο το Κρεμλίνο. Εδώ και χρόνια, το Καζακστάν συμμετέχει στο Συμβούλιο Τουρκικών Κρατών, που εκφράζει το παλιό όραμα του Τουργκούτ Οζάλ για αναβίωση του παντουρκισμού, «από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος».
Αλλά η «πολυεπίπεδη» εξωτερική πολιτική του Ναζαρμπάγεφ δεν άφηνε έξω από τον ορίζοντά του ούτε τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης. Ο μέχρι το 2019 πρόεδρος του Καζακστάν καλλιεργούσε καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ, ανέθεσε στη Chevron την εκμετάλλευση του μεγαλύτερου πετρελαϊκού κοιτάσματος της χώρας του και συμφώνησε δημοσίως με τους πολέμους των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Ο ίδιος και οι ολιγάρχες που τον στήριζαν έβγαλαν τις περιουσίες τους στο Σίτι του Λονδίνου και επένδυσαν μαζικά στη βρετανική αγορά ακινήτων. Η εταιρεία πολιτικών συμβούλων του Τόνι Μπλερ εγκαταστάθηκε, με το αζημίωτο, στην πρωτεύουσα του Καζακστάν, που τότε λεγόταν Αστάνα, το 2011 και στήριζαν τις επικοινωνιακές κινήσεις του στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Μετά την άγρια καταστολή διαδηλωτών, τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου, όπου κάμποσοι διαδηλωτές έχασαν τη ζωή τους, ο ίδιος ο Μπλερ του έστειλε επιστολή (την έβγαλε στο φως της δημοσιότητας τρία χρόνια αργότερα ο Guardian), όπου μεταξύ άλλων του έγραφε: «Όσο τραγικό κι αν είναι αυτό το γεγονός, δεν θα πρέπει να συσκοτίσει την τεράστια πρόοδο που έχει συντελεστεί στο Καζακστάν τα τελευταία χρόνια». Ακολουθούσαν οδηγίες για τη διαχείριση της επικοινωνιακής ζημιάς.
Δεν είναι περίεργο που οι δυτικές κυβερνήσεις δεν εξέφρασαν καμία δυσφορία όταν ο Ναζαρμπάγεφ εκλεγόταν πρόεδρος με ποσοστά από 97% και πάνω, όταν καθιστούσε εθνική γιορτή της χώρας τη μέρα της πρώτης εκλογής του, όταν μετονόμαζε την πρωτεύουσα σε Νουρσουλτάν (το μικρό του όνομα, σαν να κάναμε την Αθήνα, Κυριάκος), ή όταν αναγορευόταν σε ισόβιο Ηγέτη του Έθνους μετά τη θεωρητική αποχώρησή του από την εξουσία, το 2019. Λέμε θεωρητική, γιατί μπορεί μεν να παρέδωσε την προεδρία σ’ έναν δικό του άνθρωπο, τον σημερινό πρόεδρο Κάσιμ-Γιομάρτ Τοκάγεφ, αλλά εννοούσε να οδηγεί από το πίσω κάθισμα: συνέχισε να είναι ο ίδιος πρόεδρος του ισχυρότατου Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, άφησε την κόρη του πρόεδρο της Γερουσίας (και πιθανή διάδοχο του Τοκάγεφ), ενώ στενοί σύμμαχοί του συνέχισαν να ελέγχουν τους κρίσιμους τομείς των μυστικών υπηρεσιών, του τραπεζικού συστήματος και των υδρογονανθράκων.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το Καζακστάν εξελίχθηκε, παρά τον αυταρχισμό και τη διαφθορά, στην πιο σταθερή από τις χώρες της Κεντρικής Ασίας, με ένα κατά κεφαλήν εισόδημα στα επίπεδα χωρών όπως το Μεξικό και η Μαλαισία, δηλαδή των σχετικά σταθερότερων χωρών της περιφέρειας. Ωστόσο η υπερεξάρτηση από τους υδρογονάθρακες και τα ορυκτά είχε το τίμημά της, με την κατάρρευση των τιμών, από το 2014 και μετά. Η κατάσταση έβραζε υπογείως από καιρό και το φιτίλι που άναψε τη μεγάλη πυρκαγιά της τελευταίας εβδομάδας ήταν η απόφαση της κυβέρνησης να απελευθερώσει τις τιμές των καυσίμων. Αυτό είχε ως συνέπεια να διπλασιαστεί μέσα σε ένα βράδυ η τιμή του υγροποιημένου αερίου που χρησιμοποιούν τα ΙΧ, γεγονός που εξόργισε τον κόσμο και έβγαλε στους δρόμους, πρώτα στο δυτικό τμήμα της χώρας, μετά και στη μεγαλύτερη πόλη, το Αλμάτι, πλήθη διαδηλωτών.
Προσπαθώντας να εκτονώσει το αντιπολιτευτικό κίνημα, ο Τοκάγεφ άλλαξε πρωθυπουργό και κυβέρνηση, ακύρωσε την απόφαση για απελευθέρωση των καυσίμων και εξήγγειλε φιλολαϊκά μέτρα. Ήταν όμως αργά. Το κίνημα είχε ριζοσπαστικοποιηθεί, αποκτώντας καθαρά πολιτικό , αντικαθεστωτικό χαρακτήρα. Διαδηλωτές φώναζαν «να φύγει ο γέρος», εννοώντας τον 81χρονο Ναζαρμπάγεφ, γκρέμιζαν αγάλματά του και καταλάμβαναν δημόσια κτίρια. Γρήγορα άρχισαν οι βανδαλισμοί τραπεζών και επιχειρήσεων, οι εμπρησμοί κρατικών κτιρίων και εμφανίστηκαν ένοπλες ομάδες που πυροβολούσαν αστυνομικούς. Σύμφωνα με τις αρχές, τουλάχιστον 16 αστυνομικοί σκοτώθηκαν από σφαίρες, ενώ ένας από αυτούς αποκεφαλίστηκε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο βασικός παράγοντας που τροφοδότησε τις ταραχές ήταν η οργή και απόγνωση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού για την οικονομική του κατάσταση, τη διαφθορά και την καταπίεση. Ωστόσο είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι μια πολιτικά ακέφαλη κοινωνική διαμαρτυρία, σε μια σχετικά ήρεμη, τις προηγούμενες δεκαετίες χώρα φτάνει μέσα σε μια νύχτα σε τέτοια επίπεδα οργάνωσης που να καταλαμβάνει σειρά δημοσίων κτιρίων και να επιδίδεται σε αντάρτικο των πόλεων. Οι υπόνοιες για ανάμιξη ξένων κέντρων είναι εύλογες.
Με την πλάτη στον τοίχο, ο Τοκάγεφ αναγκάστηκε να καλέσει το Σύμφωνο Συλλογικής Ασφάλειας, δηλαδή τη Ρωσία, να στείλει στρατεύματα για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της ένοπλης εξέγερσης. Η παρουσία 2.500 Ρώσων αλεξιπτωτιστών και άλλων δυνάμεων από πρώην σοβιετικές δημοκρατίες είναι βέβαιο ότι θα επιταχύνει την εκτόνωση της παρούσας κρίσης. Οι πολιτικές επιπτώσεις της, όμως, θα ξετυλιχτούν σε βάθος χρόνου.
Η πιο άμεση επίπτωση θα είναι το τέλος της εποχής Ναζαρμπάγεφ. Ήδη, ο Τοκάγεφ τον παραμέρισε και ανέλαβε ο ίδιος το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, ενώ ο Ηγέτης του Έθνους είναι άφαντος και πολλοί λένε ότι έφυγε κρυφά, με την οικογένειά του, στο εξωτερικό. Όσο για τον διάδοχό του, μάλλον θα έχει την τύχη του Λουκασένκο. Ο πρόεδρος της Λευκορωσίας προσπαθούσε για χρόνια να ισορροπήσει ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, εξασφαλίζοντας οφέλη και από τους δύο (δεν είναι τυχαίο ότι Γάλλοι και Γερμανοί έκλεισαν με τους Ρώσους τη συμφωνία για την ειρήνευση στην Ουκρανία όχι στο Παρίσι ή το Βερολίνο, αλλά στο Μινσκ της Λευκορωσίας), αλλά έγινε πολιτικός όμηρος του Πούτιν από τη στιγμή που στηρίχτηκε στα στρατεύματα και τις μυστικές υπηρεσίες του για την αντιμετώπιση του μεγάλου αντιπολιτευτικού κινήματος που τον αμφισβητούσε. Το ίδιο θα συμβεί με τον Τοκάγεφ, ο οποίος, αν και κινεζόφιλος (ήταν πρεσβευτής στο Πεκίνο και μιλάει κινέζικα), κάλεσε το υπό ρωσική ηγεμονία Σύμφωνο Συλλογικής Άμυνας και όχι το Σύμφωνο της Σαγκάης, στο οποίο επίσης μετέχει το Καζακστάν, για να τον διασώσει.
Η συγκυρία της παρούσας κρίσης επίσης προβληματίζει, καθώς την ερχόμενη Δευτέρα αρχίζουν στη Γενεύη οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ρωσίας για το Ουκρανικό, και όχι μόνο: ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει ήδη προτείνει, από τις 17 Δεκεμβρίου, κάτι σαν μια «νέα Γιάλτα», αξιώνοντας από τον Τζο Μπάιντεν να δεσμευτεί ότι δεν θα υπάρξει περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, κι ότι η Ουκρανία θα μείνει στρατιωτικά ουδέτερη. Από την πλευρά του, ο Μπάιντεν έχει δώσει κάποιες ενδείξεις ότι θα μπορούσε να συμβιβαστεί με μια πιο διαλλακτική γραμμή έναντι της Ρωσίας για να αποτρέψει τον στρατηγικό εναγκαλισμό της με τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο της Αμερικής στον 21ο αιώνα, την Κίνα. Τη στιγμή λοιπόν που η Ρωσία ετοιμάζεται να διαπραγματευτεί για το μεγάλο πρόβλημα στο δυτικό της μέτωπο, έρχεται η κρίση στο Καζακστάν να της ανοίξει ένα καινούργιο μέτωπο, στο μαλακό της υπογάστριο, στο Νότο. Χώρια που, ύστερα από τις περιπέτειες της Λευκορωσίας, η κρίση στο Καζακστάν θα έχει ήδη αναζωπυρώσει τους φόβους του Πούτιν ότι η αμφισβήτηση των σαθρών, μετασοβιετικών καθεστώτων μπορεί κάποια μέρα να φτάσει και μέχρι τα τείχη του Κρεμλίνου.