Θρησκευτικό δόγμα – επιστημονικό αξίωμα
Η σχέση της επιστήμης με τη θρησκεία είναι μια σχέση που χαρακτηρίζεται από την ιστορικότητα της. Από μια συνεχή διαπάλη αλλά και διαρκή επαναδιαπραγμάτευση που συνοδεύονται από οξείες συγκρούσεις, πρόσκαιρους, εύθραυστους και αντιστρέψιμους επιχειρούμενους συμβιβασμούς ανάμεσα σε άτομα, κοινωνικές ομάδες και θεσμούς σχετικά με τη διαμόρφωση ενός πλέγματος απόψεων για τη δομή του κόσμου, για το είδος των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων.
Η θρησκευτική συνείδηση είναι μια μορφή κοινωνικής συνείδησης. Επομένως υπόκειται στις επιδράσεις των κοινωνικών εξελίξεων, της πολλαπλής διαπάλης που διεξάγεται εντός τους.
Εξ ου και η βεντάλια συμπεριφορών σε όλα τα επίπεδα, κλήρου και λαϊκών. Από ‘δω οι επίσκοποι, τότε, με το όπλο στο χέρι στο πλευρό των Σαντινίστας, ο παπά Ανυπόμονος πρωτοπαλίκαρο του Άρη, ο ΕΑΜίτης επίσκοπος Κοζάνης Ιωακείμ, οι πέντε Σφακιανοί αγωνιστές παπάδες κατά της αμερικανοκρατίας, οι τόσοι άλλοι ανώνυμοι και επώνυμοι κληρικοί και λαϊκοί αγωνιστές. Από ‘κει η «δεξιά και ακροδεξιά του Κυρίου», ο παπάς-ταγματάρχης στο πλευρό των βασανιστών της Μακρονήσου και μετέπειτα επίσκοπος Καλαβρύτων Αμβρόσιος, ή ο πάπας Πίος ΙΒ, «ο πάπας του Χίτλερ» κατά τον Τζον Κόρνγουελ, ο οποίος βοήθησε και νομιμοποίησε το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ, οι ιερωμένοι και οι λαϊκοί που ακολούθησαν τον Μεταξά, τον Πινοσέτ, τον Παπαδόπουλο…
Καθώς λοιπόν παρακολουθώ τα τεκταινόμενα, αισθάνομαι, μερικές φορές, να κατανοώ την αναστάτωση των «θρησκευάμενων», ακόμη και των ιεραρχών — οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές και πρωτόφαντες, οι απαιτήσεις πρωτόγνωρες.
Γενιές και γενιές μεγάλωσαν με το εν «εκκλησίαις αινείτε τον Κύριο».
Και ξαφνικά οι εκκλησίες και τα τζαμιά όλων των δογμάτων και όλων των θρησκειών σε όλο τον κόσμο κλείνουν!
Η θεία κοινωνία πρακτικά, για ένα διάστημα, απαγορεύεται! Το ύστατο σημείο άμυνας για τους χριστιανούς, η απαλλαγή της «θείας κοινωνίας» από κάθε βέβηλη σκέψη, ότι είναι δυνατόν να συνδέεται με κίνδυνο μετάδοσης του ιού, υφίσταται ρωγμές.
Παρά, μάλιστα, τις προσπάθειες ελάχιστων αφελών και τις απόπειρες χρυσαυγιτών να υποδαυλίσουν το μίσος των φανατικών, παρά τις διαρκείς και ολοένα σκληρότερες ανακοινώσεις της Ιεράς Συνόδου της Ελλάδας ότι «Για τα μέλη της Εκκλησίας, η προσέλευση στην Θεία Ευχαριστία και η κοινωνία από το Κοινό Ποτήριο της Ζωής, ασφαλώς και δεν μπορεί να γίνει αιτία μετάδοσης ασθενειών, γιατί οι πιστοί όλων των εποχών, γνωρίζουν ότι η προσέλευση στη Θεία Κοινωνία, ακόμη και εν μέσω πανδημίας, συνιστά αφενός μια έμπρακτη κατάφαση αυτοπαράδοσης στον Ζώντα Θεό, και αφετέρου τρανή φανέρωση αγάπης, η οποία κατανικά κάθε ανθρώπινο και ίσως δικαιολογημένο φόβο…», εντούτοις, η κυβερνητική απόφαση περί αναστολής της συμμετοχής πιστών σε κάθε είδους ιεροπραξία εφαρμόστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά,.
Ας τόνιζε η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδας ότι «…η οποιαδήποτε υπόνοια για μετάδοση νοσημάτων από τη Θεία Ευχαριστία, αλλά και αυτό τον τρόπο της Θείας Μεταλήψεως, θίγει τη δογματική Αλήθεια της Εκκλησίας, δεν γίνεται αποδεκτή και είναι καταδικαστέα».
Ακόμη και η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 18 Απρίλη επανέρχεται με ανακοίνωση «περί της αναστολής της συμμετοχής πιστών σε κάθε είδους ιεροπραξία», χωρίς όμως ειδική και σαφή αναφορά στη μετάληψη. Ολόκληρη ορθόδοξη Εκκλησία, η ρουμανική, ζήτησε από τους πιστούς να φέρνουν το δικό τους κουταλάκι απ’ το σπίτι.
Υποβόσκει και εκδηλώνεται λοιπόν ένα είδος διχασμού.
Αναζωπυρώνονται δυσάρεστες αναμνήσεις από την ενδοεκκλησιαστική διαπάλη στον τρόπο τέλεσης ειδικά του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, με τους «δυτικούς» να περιορίζονται στο «σώμα» (την όστια) που συνέτεινε στο Σχίσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας.
Ένα είδος ήπιου σοκ διατρέχει το σώμα των θρησκευτικών δογμάτων.
Στην πρώτη της ανακοίνωση σχετικά με την πανδημία, στις 11 Μαρτίου, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου δήλωνε μάλιστα ότι «σέβεται την ιατρική επιστήμη» και συμβούλευε τους πιστούς να ακολουθούν τις οδηγίες του ΠΟΥ!
Υποσημειώνει, διακριτικά όμως, πως η εμπειρική γνώση καταδεικνύει πως η θεία μετάληψη δεν μολύνει.
Αλλά ο σεβασμός στην επιστήμη, η διάκριση της γνώσης σε εμπειρική – δηλαδή προεπιστημονική – και επιστημονική, αφήνουν ανοιχτό το διαλογισμό για τα τεκταινόμενα, την καλλιέργεια της αμφιβολίας.
Η επιστήμη είναι μια κοινωνική πρακτική που συνδέεται οργανικά με την τεχνολογία, την παραγωγή, το σύνολο των υπερδομών και επιχειρεί (και μπορεί) να γνωρίσει, σε μεγάλο βαθμό, την αντικειμενική πραγματικότητα, χωρίς όμως να φθάνει ποτέ στην πλήρη και οριστική κατάκτησή της.
Επομένως η επιστήμη είναι μη αλάνθαστο ανθρώπινο δημιούργημα.
Συμβιβασμός θρησκείας – επιστήμης;
Κάθε επιστημονική κατάκτηση είναι μια περίπλοκη κατασκευή που συνθέτει, οργανώνει και ερμηνεύει εμπειρικά δεδομένα, επιστημονικές γνώσεις, μαζί με πολιτισμικές και φιλοσοφικές τάσεις.
Είναι ένα πρόσκαιρο όριο το οποίο πλουτίζει τις γνώσεις του ανθρώπου.
Τα όρια και το πεπερασμένο της ανθρώπινης δυνατότητας εμφανίζονται κάθε φορά στην ανάπτυξη των επιστημών, αναιρούνται με τα επιστημονικά άλματα για να επανεμφανισθούν ξανά ως νέα όρια και νέοι περιορισμοί σε αυτή την ασυμπτωτική και ατέλειωτη πορεία του ανθρώπου για την κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Αυτή λοιπόν η πνευματική παραγωγή, που είναι εγγενώς κοινωνική, εφόσον αποτελεί δημιουργική συσσώρευση, πόρισμα και γενίκευση προγενέστερης και τρέχουσας δραστηριότητας της κοινωνίας, μετατρέπεται στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα σε άμεση παραγωγική δύναμη. Ως τέτοια (η επιστήμη) υποτάσσεται άμεσα στο κεφάλαιο και τελικά επιστήμη και δημιουργήματά της ιδιοποιούμενα από το κεφάλαιο επανασταστικοποιούνται και ταυτόχρονα διαστρέφονται.
Σε αυτή τη συνταρακτική διαδρομή η υλιστική θεωρία (πρέπει να) πλουτίζεται, να «επιστρέφει» εξελισσόμενη.
Αλλά και ο Θεός επιστρέφει. Αυτή η επαναλαμβανόμενη επιστροφή του Θεού, ειδικά σε περιόδους κρίσης και παροξυσμού των ενδογενών αντιθέσεων του καπιταλισμού, αποκαλύπτει επινοήσεις, μέσω της παραποίησης των βιολογικών επιστημών, (μέχρι και γονιδίων του Θεού και του θρησκευτικού συναισθήματος) με σκοπό «να συνδεθεί το δημιούργημα με τον Δημιουργό του», αποκαλύπτει τρόπους με τους οποίους επιστημονικές θεωρίες παρανοούνται για να αποδειχθεί ότι το σύμπαν προέρχεται από το Πνεύμα, δηλαδή τον Θεό. Αναδεικνύει ταυτόχρονα αναγκαστικές αλλαγές στην αντιμετώπιση της επιστήμης από την εκκλησία που πυρήνα τους έχουν έναν νέο επιχειρούμενο ιστορικό συμβιβασμό ανάμεσα τους.
«Τόσο η θρησκεία όσο και η επιστήμη πρέπει να διατηρήσουν την αυτονομία και την ιδιαιτερότητα τους, με αναγκαίο το δύσκολο διάλογο μεταξύ τους» είναι η βάση του επιχειρούμενου συμβιβασμού που στην Ελλάδα εκπροσωπείται από το ρεύμα των φωτισμένων, ας πούμε, ιεραρχών.
Αλλά το θρησκευτικό δόγμα, πάνω στο οποίο δομείται μια θρησκεία, είναι «εξ αποκαλύψεως» και επομένως αδιαμφισβήτητο.
Ενώ το επιστημονικό αξίωμα, το οποίο συγκροτείται και ταυτόχρονα πάνω του θεμελιώνεται η επιστήμη, διερευνάται διαρκώς.
Μπορεί επομένως να συνυπάρξουν ταυτόχρονα μια τέτοια αυτονομία και ένας τέτοιος συμβιβασμός ανάμεσα στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια – άρα τη μη έχουσα την ανάγκη πειραματικής και θεωρητικής επαλήθευσης – (θρησκεία) και στη γνώση η οποία ωθείται ακατάπαυστα στην ανακάλυψη και διαρκή πειραματική και θεωρητική επαλήθευση (ή διάψευση) των σχέσεων και νόμων που τη διέπουν (επιστήμη);
Στην πραγματικότητα η διαπάλη ανάμεσα στον ιδεαλισμό και στον υλισμό συνεχίζεται με νέους σκληρούς όρους, σύγχρονα όπλα και ανανεωνόμενες τακτικές.
Σε αυτή τη διαπάλη η επιστήμη δεν μπορεί φυσικά να αντιμετωπίζεται ως ένας ιδανικός τόπος της καθαρής δήθεν ορθολογικότητας, αλλά ως εσωτερικό πραγματικό στοιχείο, αυτής, της κάθε φορά κοινωνίας στην εξέλιξη της. Ως ανθρώπινη δραστηριότητα που υπηρετείται από επιστήμονες οι οποίοι φέρουν διαμορφούμενες αντιλήψεις και προκαταλήψεις, κατέχουν συγκεκριμένη θέση στην κοινωνία. Γι αυτό και στο εσωτερικό της επιστήμης αναπαράγεται η αρνητική της τιμή, ο ανορθολογισμός, ο μυστικισμός και η θρησκευτικότητα. Εμφανές παράδειγμα είναι η καθηγήτρια Ελένη Γιαμαρέλλου η οποία διαρκώς και δημόσια δηλώνει πως κατά τη μετάληψη «Αν πιστεύεις στον Θεό δεν τίθεται θέμα μετάδοσης μικροβίων» («Ελευθεροτυπία», 8.2.1988).
Ανάλογα συμπεριφέρονται και «οι υπηρέτες του Θεού». Γι αυτό εξάλλου και αυτό που ζούμε με την πανδημία από την επίσημη εκκλησία και λαϊκούς πιστούς κινείται στα όρια ανάμεσα στην πραγματική διάθεση ενός νέου συμβιβασμού και στην ιδεολογική αγυρτεία, τη φιλοσοφική αφέλεια και επιστημονική ημιμάθεια.
Για να συμπυκνωθεί τελικά στον σύγχρονο Άμβωνα των αξιωματούχων της εκκλησίας, στα κηρύγματα ιεραρχών – πλην αξιόλογων εξαιρέσεων – αλλά και κλήρου και λαϊκών πιστών, η σύνθεση μιας άυλης πυράς των επιστημονικών επιτευγμάτων, το κούρνιασμα στην ακινησία και στο δογματικό προϋπάρχον και τελικά η συνέχιση της σκληρής διαπάλης, ανάμεσα στην επιστήμη και τη Θρησκεία σε μια ιστορικά μεταβαλλόμενη σχέση.
Η κατ´ οικονομία εφαρμογή των κανόνων και ο φονταμενταλισμός
Σε αυτό το φόντο η Εκκλησία γνωρίζει να εφαρμόζει, ανομολόγητα, «κατ’ οικονομίαν» τους κανόνες της. Να συνδυάζει την τήρηση των κανόνων με την προστασία της δημόσιας υγείας, προς όφελος της.
Προς όφελος της συνειδητής, ταυτόχρονα, καλλιέργειας μυστικιστικών δοξασιών. Γι αυτό και βράζει (απολυμαίνει) το νερό στο οποίο επιπλέον ρίχνει οινόπνευμα (κρασί) για να φτιάξει τη μετάληψη, γι αυτό και με σαφήνεια ορίζει ότι μετά τη μετάληψη ασθενούς «εν καιρώ πανώλους» πρέπει να απολυμαίνεται η λαβίδα και το αγγείο! («Πηδάλιον», σύνοψη Ιερών Κανόνων της Ορθοδοξίας, τέλη 18ου αιώνα).
Αλλά όταν νοιώθει πως απειλείται απωθεί ακόμη και δικούς της πατερικούς κανόνες!
Αυτή ειδικά η συμπεριφορά, η επιβολή ενός «παραδοσιακού», αυστηρού θρησκευτικού τρόπου ζωής που επιχειρείται να επιτευχθεί και με βίαια μέτρα, συνιστά το θρησκευτικό φονταμενταλισμό που με τη σειρά του οδηγεί στον δρόμο του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και ξενοφοβίας (εικόνες του ζήσαμε πρόσφατα, στιγμές του θα ξαναζήσουμε).
Πρόκειται για μια κατάσταση όπου διάφορες δημαγωγικά, λαϊκιστικά προσανατολισμένες ελίτ (θρησκευτικές σε μια πλεγματώδη σχέση με πολιτικές, καλλιτεχνικές και επικοινωνιακές), κατορθώνουν να κινητοποιούν τα λαϊκά στρώματα και να δημιουργούν μια κατάσταση ομαδικής υστερίας: κατάσταση μέσα στην οποία ο ορθός λόγος εξαφανίζεται.
«Ο Θεός μου είπε να ηγηθώ του έθνους μου. Εκείνος μου είπε και να εισβάλλω στο Iράκ», δήλωνε ο εκλεκτός της χριστιανικής ακροδεξιάς των HΠA Tζορτζ Mπους. Η έλλειψη θρησκευτικής δέσμευσης επηρεάζει τη θνησιμότητα, ισχυρίζεται ο δόκτωρ Koenig του πανεπιστημιακού κέντρου του Ντιουκ.
«Εμείς ο Λαός» ξεκινά τους λόγους του ο Τραμπ που τους διανθίζει με θρησκευτικές παρλαπίπες, ανώτερες ομολογουμένως των δικών μας Βελόπουλου και Κασιδιάρη.
Η θρησκεία είναι η φανταστική αντανάκλαση στην ανθρώπινη νόηση δυνάμεων που κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή, είναι το μάταιο καταφύγιο του ανθρώπου σε δύσκολες στιγμές και ταυτόχρονα ο παράγοντας ιδεολογικού φενακισμού.
Γι αυτό είναι χρήσιμη στους κυρίαρχους.
Η θρησκεία όμως θέτει όρια στη γνώση – τα οποία μάλιστα αλλάζουν ιστορικά ανάλογα με την πίεση και της ίδιας της επιστήμης – πέρα από τα οποία υπάρχει «το ανέκφραστο», «το μη δυνάμενο να ερμηνευθεί».
Η γνώση είναι που αναιρεί το άγνωστο σε μια πορεία διεύρυνσής της, παράγοντας διαρκώς νέα ερωτήματα.
Ακριβώς γι’ αυτό και η αστική τάξη ταυτόχρονα με την ανάγκη της θρησκείας είχε και έχει την ανάγκη της επιστήμης.
Αλλά η επιστήμη ως προς το γνωσιολογικό και οντολογικό ζήτημα είναι ανταγωνιστική και μη αναγώγιμη με τη θρησκεία.
Ο συνδυασμός των παραπάνω μπορεί να ερμηνεύσει τις αλληλοαποκλειόμενες συμπεριφορές αστικών πολιτικών ρευμάτων, τον τρόπο αντιμετώπισης του φονταμενταλισμού, η εξέλιξη του οποίου αποτελεί πάντοτε κίνδυνο για τις ηττημένες φιλελεύθερες αξίες στις οποίες θεμελιώθηκαν οι δυτικές κοινωνίες.
Η ίδια η ανοχή στην επιθετική πολιτική θρησκευτικότητα, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για τη χριστιανική Δεξιά στις ΗΠΑ, τον πολεμοχαρή πολιτικό ισλαμισμό στη Μέση Ανατολή ή τον φανατικό θρησκευτικό εθνικισμό των Ισραηλινών, έχουν όριο στην αποδοχή τους από τις κυρίαρχες δυνάμεις.
Εξ ου και τα σύγχρονα ρεύματα ορθολογισμού και αθεΐας, η αντίδραση εναντίον του θρησκευτικού φονταμενταλισμού που εμφανίζεται μέσω ενός πολύμορφου «νέου κοινωνικού αθεϊσμού με μεταβαλλόμενα όρια» στις ίδιες τις ΗΠΑ, στις μητροπόλεις του καπιταλισμού..
Η αριστερά και δη η αντικαπιταλιστική αριστερά της κομμουνιστικής επανεκκίνησης, με το ρεύμα αυτό οφείλει να έρθει σε ουσιαστική επικοινωνία. Βάση γι αυτό είναι η καλλιέργεια, ανάπτυξη και εξέλιξη του δικού της απελευθερωτικού ρεύματος.
Αλέκος Αναγνωστάκης
Ενδεικτική βιβλιογραφία
«Λύνοντας τα μάγια» Ντάνιελ Ντένετ
«Η περί Θεού αυταπάτη» Ρίτσαρντ Ντόκινς
«Γράμμα σε ένα Χριστιανό» Σαμ Χάρις
«Το τέλος της Πίστης» Σαμ Χάρις
«Ο Κύριος δεν είναι Μέγας» Κρίστοφερ Χίτσενς
«Η Καταγωγή του Χριστιανισμού» Κ. Καούτσκι
Πηγή: ΚΟΜΜΟΝ
Τίτλος πρωτοτύπου: «Σκέψεις πάνω στην αναζωπυρούμενη διαπάλη θρησκείας και επιστήμης»