Η δύναμη και η αξία ενός ντοκιμαντέρ είναι να σου παρουσιάσει μια πραγματικότητα που δεν ήξερες. Ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι αλήθειας, που μπορεί να ήταν κρυμμένη από τα μάτια μας, αλλά το «μάτι» του κινηματογραφιστή τη φέρνει στην επιφάνεια, πολλές φορές αφτιασίδωτη, με την ωμότητα των γεγονότων γυμνή να μας σφαλιαρίζει επανειλημμένα στα μούτρα.
Ένα από τα καλύτερα δείγματα τέτοιου είδους ντοκιμαντέρ είναι το «The Act Of Killing», μια ταινία που μπλέκει τον εκ της πραγματικότητας πηγάζοντα σουρεαλισμό, την ωμότητα της σφαγής και την αμηχανία της «αληθινότητας» των γεγονότων, χωρίς να σου δείχνει ούτε σταγόνα αίμα και με πρωταγωνιστές δυο γέρους Ινδονήσιους. Αλλά για να εξηγήσει κανείς την ιστορία που περιγράφει το ντοκιμαντέρ, θα πρέπει πρώτα να κάνει μια (ελπίζω σύντομη) βουτιά στην ιστορία της Ινδονησίας.
Το «Κίνημα της 30ης Σεπτεμβρίου»
Την 30η Σεπτεμβρίου και την 1η Οκτωβρίου 1965, έξι στρατηγοί του Ινδονησιακού στρατού απήχθησαν και δολοφονήθηκαν από τα μέλη του «Κινήματος της 30ης Σεπτεμβρίου», όπως αυτοαποκαλούνταν, μια ομάδα χαμηλόβαθμων αξιωματικών. Η κίνησή τους αυτή ήταν σύμφωνα με τους ίδιους ένα αποτρεπτικό πραξικόπημα, σε μία προσπάθεια στήριξης του πρώτου προέδρου της ανεξάρτητης Ινδονησίας και ηγέτη της επί μία εικοσαετία Sukarno, τον οποίο μάλιστα οι κινηματίες πήραν και υπό την προστασία τους.
Ο Sukarno, πρωτεργάτης του κινήματος της Ινδονησίας για την ανεξαρτησία της από τους Ολλανδούς, υπήρξε λαοφιλής ηγέτης, παρά τις συχνά δικτατορικές τάσεις του και από το 1960 κι έπειτα, είχε πραγματοποιήσει μια ιδιαίτερη «στροφή προς τα Αριστερά» στην πολιτική του, νομιμοποιώντας το Κομμουνιστικό Κόμμα Ινδονησίας (Partai Komunis Indonesia, PKI), κερδίζοντας τη στήριξή του και συμμαχώντας σε μία σειρά από τομείς με την ΕΣΣΔ και τη Μαοϊκή Κίνα. Η στήριξη αυτή που παρείχε αλλά και έλαβε από το PKI, έγινε για να μπορέσει να εξισορροπήσει την αυξανόμενη δύναμη των δύο πυλώνων στους οποίους βασιζόταν η εξουσία του, αφενός του εθνικιστικού Στρατού και αφετέρου της Ισλαμικής θρησκείας. Ο Sukarno συνέταξε και επέβαλε από το 1960 την εφαρμογή μιας ιδιαίτερης και φαινομενικά παράταιρης πολιτικής ατζέντας, της NASAKOM: από τις ινδονησιακές λέξεις NASionalisme (εθνικισμός), Agama (θρησκεία) και KOMunisme (κομμουνισμός).
Το αποτέλεσμα ήταν η σταδιακή γιγάντωση του PKI, που μέχρι το 1965 είχε περίπου 3 εκατομμύρια μέλη, όντας πλέον το τρίτο μεγαλύτερο Κομμουνιστικό Κόμμα στον κόσμο μετά από αυτά της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας. Οδήγησε όμως και στην περαιτέρω αποξένωση του Sukarno από τον Στρατό και τους Ισλαμιστές. Ειδικά η ηγεσία του Στρατού έβλεπε το PKI σαν τη μεγαλύτερη απειλή για την εξουσία που όλα τα προηγούμενα χρόνια είχε αποκτήσει. Οι φόβοι για ανατροπή του Sukarno με την παρακίνηση ξένων μυστικών υπηρεσιών, που οδήγησαν στο «Κίνημα της 30ης Σεπτεμβρίου» και που είχαν εκφραστεί δημόσια κι από τον ίδιο τον ηγέτη της Ινδονησίας, δεν ήταν αβάσιμοι.
Όμως το «αντι-πραξικόπημα» του Κινήματος είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από τους στόχους του. Το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε στα ανώτερα κλιμάκια του Στρατού, επέτρεψε σε έναν από τους ελάχιστους εναπομείναντες στρατηγούς, τον στρατηγό Suharto, να αναλάβει την εξουσία του Στρατού την επομένη του πραξικοπήματος, να εξοντώσει τους πραξικοπηματίες του Κινήματος και, έπειτα από μία διαδικασία 2 ετών, να εκτοπίσει τον Sukarno και να αναλάβει δικτατορικά την εξουσία στην Ινδονησία για τα επόμενα 31 χρόνια.
Οι σφαγές
Το κομμάτι της ιστορίας που μας ενδιαφέρει όμως, για να κατανοήσουμε τα όσα μας δείχνει το ντοκιμαντέρ, είναι τα γεγονότα που συνέβησαν με το που ανέλαβε την εξουσία του Στρατού ο Suharto. Στις 5 Οκτωβρίου 1965, την ημέρα της κηδείας των έξι δολοφονημένων στρατηγών, ξεκίνησε μια μεγάλη εκστρατεία προπαγάνδας από την πλευρά του Στρατού, που υποδείκνυε το PKI ως σχεδιαστή και ιθύνοντα νου του πραξικοπήματος, κατηγορία που ποτέ δεν αποδείχτηκε επαρκώς, αλλά είναι ακόμη επίσημη ιστορία στην Ινδονησία. Σχεδόν ταυτόχρονα, ο στρατός του Suharto βάλθηκε να εξολοθρεύσει κάθε ίχνος του PKI.
Η εκκαθάριση του ίδιου του στρατεύματος από μέλη του κόμματος έγινε μεθοδικά και συνοπτικά. Σε κάποιες περιπτώσεις διεξήχθησαν ακόμα και μάχες μεταξύ ταγμάτων του Στρατού που εκτελούσαν τις εντολές του Suharto και ταγμάτων υπό την επιρροή του PKI. Η ηγεσία του κόμματος κυνηγήθηκε, με αρκετούς να εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες. Το κοινοβούλιο εκκαθαρίστηκε από μέλη του PKI, αλλά και από άλλους, πιστούς στον Sukarno, βουλευτές. Τα γραφεία του PKI στην πρωτεύουσα Jakarta πυρπολήθηκαν, κατά τη διάρκεια διαδήλωσης οργανωμένης από τον Στρατό.
Αλλά η εκκαθάριση δεν έμεινε εκεί. Το PKI και ο κομμουνισμός έπρεπε να εξαλειφθούν δια παντός από την Ινδονησία. Ο Στρατός αναθέρμανε ήδη υπάρχοντα μίση, θρησκευτικές/κοινωνικές εντάσεις και διαχωρισμούς ανάμεσα στον πληθυσμό. Οργάνωσε και εξόπλισε αντι-κομμουνιστικές νεολαίες και άλλες «ομάδες θανάτου», που σκοπό είχαν να εξοντώσουν κάθε κομμουνιστή. Η ιδιότητα του μέλους του PKI δεν ήταν μυστική. Ο Στρατός ζήτησε και έλαβε από τις τοπικές αρχές των διάφορων περιοχών της Ινδονησία λίστες με τα μέλη του κόμματος. Η Αμερικανική Πρεσβεία στην Jakarta παρέδωσε στις στρατιωτικές αρχές λίστες με περίπου 5.000 ονόματα μελών του PKI.
Τα μέλη του κόμματος – ή και όσοι απλά κατηγορούνταν ως μέλη, χωρίς να είναι – δεν περνούσαν από δίκη. Οι περισσότεροι εκτελούνταν άμεσα ή έπειτα από κάποιες ώρες στυγνών βασανιστηρίων. Πολλοί άλλοι φυλακίστηκαν και πέθαναν από τις απαράδεκτες συνθήκες κράτησης. Τα πτώματα ρίχνονταν στα ποτάμια. Οι τοπικές αρχές της πόλης Surabaya, της δεύτερης μεγαλύτερης στην Ινδονησία, διαμαρτυρήθηκαν στον Στρατό, διότι τα νερά των ποταμών που έρεαν προς την πόλη είχαν φραχθεί από τα πτώματα. Σε κάποιες περιπτώσεις, ολόκληρα χωριά ερήμωσαν από τις σφαγές.
Οι εκτελέσεις σταμάτησαν ως επί το πλείστον τον Μάρτιο του 1966. Σποραδικές αναζωπυρώσεις των γεγονότων συνέβαιναν μέχρι το 1969. Ακριβής απολογισμός των νεκρών δεν θα υπάρξει ποτέ. Με την εδραίωση του Suharto στην εξουσία, κάθε πληροφορία για τα γεγονότα πέρναγε μέσα από τα χέρια του Στρατού. Η δυτική κοινή γνώμη της εποχής αδιαφόρησε επιδεικτικά, καθώς τα γεγονότα διεξήχθησαν στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου και οι εκτελέσεις κομμουνιστών δεν ενδιέφεραν κανέναν. Κατά καιρούς έχουν επιχειρηθεί διάφορες εκτιμήσεις για τον αριθμό των εκτελεσθέντων. Οι πλέον αποδεκτές μιλούν για τουλάχιστον 500.000 νεκρούς, με κάποιους να ανεβάζουν τον αριθμό μέχρι και τα 2-3 εκατομμύρια. Ακόμα και το ελάχιστο αυτών των εκτιμήσεων, κάνει τις σφαγές του ’65-’66 το πιο αιματηρό γεγονός στην ιστορία της Ινδονησίας.
Το ντοκιμαντέρ
Οι πρωταγωνιστές του «The Act of Killing», Anwar Congo και Adi Zulkadry είναι γκάνγκστερς και περήφανοι γι’ αυτό. Μέχρι τον Οκτώβρη του 1965 πουλούσαν εισιτήρια για τον κινηματογράφο στη μαύρη αγορά, στην πόλη Medan στα Βόρεια της Sumatra, του δεύτερου πολυπληθέστερου από τα νησιά που αποτελούν την Ινδονησία. Όταν ξεκίνησαν οι σφαγές, προβιβάστηκαν σε ηγέτες της μεγαλύτερης «ομάδας θανάτου» της περιοχής της Βόρειας Sumatra. Μονάχα ο Anwar λέγεται ότι εκτέλεσε περισσότερους από 1000 κομμουνιστές και σήμερα, στα γεράματά του, είναι αποδέκτης τιμών ως ένας από τους ιδρυτές της μεγαλύτερης ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης στην Ινδονησία, της Pemuda Pancasila.
Ο κινηματογραφιστής Joshua Oppenheimer άρχισε να ερευνά τις σφαγές του ’65-’66 το 2001, όταν βρισκόταν στην Ινδονησία για τις ανάγκες ενός άλλου του ντοκιμαντέρ. Σταδιακά γνώριζε διάφορους συμμετέχοντες, μέχρι να φτάσει να γνωρίσει τον Anwar το 2005. Έπεισε αυτόν και τους φίλους του όχι μόνο να διηγηθούν στην κάμερα τις εμπειρίες τους, αλλά και να τις αναπαραστήσουν, δημιουργώντας μια δικιά τους ταινία για τα όσα έκαναν τότε. Αυτές τις διαδικασίες των γυρισμάτων, διάσπαρτες με τις διηγήσεις του Anwar και των φίλων του, αλλά και τις αντιδράσεις του ενώ παρακολουθεί τις σκηνές που ο ίδιος γύρισε, είναι που καταγράφει το ντοκιμαντέρ του Oppenheimer.
Το ντοκιμαντέρ είναι ωμό πέρα από κάθε φαντασία, χωρίς να δείχνει ούτε μία σταγόνα αίματος. Το μόνο αίμα που θα δει ο θεατής, είναι το ψεύτικο αίμα από τα φτηνά ειδικά εφέ της ταινίας του Anwar και των φίλων του. Οι γκάνγκστερς ομολογούν με αφοπλιστική ειλικρίνεια και χαμόγελα τα εγκλήματά τους, διότι δεν θεωρούν εαυτούς εγκληματίες. Ούτε η κοινωνία στην οποία ζουν τους θεωρεί εγκληματίες. Ακόμα και σήμερα, η «εκδημοκρατισμένη» Ινδονησιακή κοινωνία, θεωρεί τους γκάνγκστερς ήρωες, που εξάλειψαν την μεγαλύτερη απειλή στην ιστορία της χώρας. Μια νεαρή και χαμογελαστή παρουσιάστρια τηλεοπτικής εκπομπής, προσκαλεί τον Anwar και τους φίλους του στην εκπομπή της και όλοι μαζί σε ζωντανή μετάδοση κάνουν αστειάκια για το πόσους κατάφερε να σκοτώσει ο καθένας.
Σε μια συγκέντρωση της παραστρατιωτικής οργάνωσης Pemuda Pancasila, βλέπουμε υπουργούς της κυβέρνησης να λένε με υπερηφάνεια στο κοινό «Είμαι ένας από εσάς. Είμαι γκάνγκστερ» και να εξηγούν μετά στην κάμερα ότι «γκάνγκστερ» σημαίνει «ελεύθερος άνθρωπος».
Όλοι φέρονται στον Anwar με τον απαιτούμενο σεβασμό και με όλες τις τιμές που του αξίζουν ως «πατέρα των γκάνγκστερ». Ένας γείτονάς του, που καλείται να παίξει τον κομμουνιστή σε μία από τις σκηνές της ταινίας του Anwar, διηγείται σε μια παύση από τα γυρίσματα πώς βρήκε το νεκρό πτώμα του κομμουνιστή πατέρα του σε ένα βαρέλι, όταν ήταν 12 χρονών. Προσπαθεί να κρύψει τα συναισθήματά του. «Δεν κριτικάρω αυτό που κάνουμε», λέει στους υπόλοιπους της παρέας αγχωμένα και με ένα ψεύτικο, ιδρωμένο χαμόγελο. Αλλά η μάσκα του σιγά-σιγά σπάει. Ειδικά όταν ακούει έναν από τους υπόλοιπους γηραλέους γκάνγκστερ να αποπαίρνει την παρέα, «Όλα όσα λέγαμε τόσο καιρό εγώ και ο Anwar είναι λάθος. Δεν ήταν οι κομμουνιστές απάνθρωποι. Έχω πλήρη επίγνωση ότι εμείς ήμασταν οι απάνθρωποι» — τότε όλα του τα καταπιεσμένα συναισθήματα έρχονται στην επιφάνεια. Η αναπαράσταση συνεχίζεται και ο γείτονας-«κομμουνιστής» βάζει τα κλάματα. Τραυλίζει, σάλια και βλέννα τρέχουν στο πρόσωπό του.
Ο Anwar προσκαλεί το κινηματογραφικό συνεργείο στην ταράτσα του κτηρίου όπου διεξήγαγε τις περισσότερες από τις εκτελέσεις και αναπαριστά στην κάμερα τον πιο εύκολο τρόπο για να σκοτώσεις κάποιον χρησιμοποιώντας μονάχα ένα κομμάτι σύρμα. Όταν του δίνεται η ευκαιρία να γυρίσει το δικό του ταινιάκι για τα όσα έζησε και έκανε, την αρπάζει από τα μαλλιά. Πάντα ήθελε να γίνει σταρ του σινεμά. Αναπαριστά με τους φίλους του σκηνές βασανισμών, δολοφονίες, ακόμα και την επίθεση σε ένα ολόκληρο χωριό, την σφαγή των ανδρών και τον βιασμό των γυναικών του. Σε μια παύση από τα γυρίσματα, θυμάται γελώντας με τους φίλους του τους βιασμούς 14χρονων κοριτσιών: «Τους έλεγα “θα είναι κόλαση για εσένα, αλλά παράδεισος για εμένα!”».
Η διαφθορά και η ατιμωρησία είναι συστατικά στοιχεία της Ινδονησιακής κοινωνίας. Ο Anwar και ο Adi εκβιάζουν ακόμα και σήμερα κινεζικής καταγωγής μαγαζάτορες και τους παίρνουν χρήματα σε εβδομαδιαία βάση, μπροστά στην κάμερα, χωρίς να κρύβονται. Ένας από τους φίλους του Anwar, εκδότης εφημερίδας, εξιστορεί χωρίς κάποια διαφαινόμενη μεταμέλεια πώς κατασκεύαζε στοιχεία εναντίον των κομμουνιστών και πώς παρέδιδε στις αρχές λίστες με τα ονόματά τους.
Ο σκηνοθέτης στήνει αριστοτεχνικά μια ιστορία για την φυσική τιμωρία που επιφέρουν οι ίδιες μας οι πράξεις. Ο Anwar και οι φίλοι του δεν θεωρούν εαυτούς εγκληματίες – ακόμα κι αν είναι εγκληματίες, δεν υπάρχει κάποιος να τους δικάσει. Αλλά το προσωπείο της χαράς και της ηρεμίας σταδιακά καταρρέει. Ο Anwar παραδέχεται επανειλημμένα ότι τα πρόσωπα των θυμάτων του τον επισκέπτονται στον ύπνο του. Κατά τη διάρκεια μιας αναπαράστασης βασανιστηρίων όπου ο ίδιος παίζει το θύμα, χάνει την ανάσα του, παγώνει, δεν μπορεί να αντιδράσει. Ενώ δείχνει στην κάμερα την ταράτσα όπου εκτελούσε κομμουνιστές, σταματά και αδειάζει το στομάχι του ξανά και ξανά. Μπορεί να δείχνει ήρεμος, ακόμα και γεμάτος αγάπη παππούς, αλλά μέσα του κρύβεται ένα ηφαίστειο ενοχής, μια βαθιά κρυμμένη γνώση των εγκλημάτων του, μια χολή που έρχεται και τον πνίγει καθώς αναγκάζεται να ξαναζήσει τις πράξεις του μέσα από τις αναμνήσεις του και την φαντασία του.
Το «The Act of Killing» δεν είναι μια ευχάριστη ταινία. Είναι μια βίαιη ταινία χωρίς ίχνος αληθινής βίας, είναι ένα θρίλερ χωρίς τέρατα που απειλούν να σε βασανίσουν, αλλά με ανθρώπους-τέρατα που βασανίζονται από τις ίδιες τις αναμνήσεις των πράξεών τους. Είναι μια αληθινή ταινία και ως τέτοια, οφείλεις να τη δεις και να την αντέξεις, να τη χωνέψεις, να την καταλάβεις, ακόμα κι αν νομίζεις ότι δεν είσαι φτιαγμένος να το κάνεις.
Ανδρέας Κοσιάρης
Πρώτη δημοσίευση: AlternActive