Του Ανδρέα Κοσιάρη
Πλάι στον βασιλικό ποτίζεται κι η γλάστρα. Ή πλάι στην επιτυχία του Γιάννη Αντετοκούμπο πανηγυρίζουν και όσοι «ζορίζονταν» να θυμηθούν το όνομά του, ή όσοι συμπορεύονται μαζί τους και καταψήφιζαν νόμους περί απόδοσης ιθαγένειας σε παιδιά μεταναστών που γεννιούνται στη χώρα.
Οι Γεωργιάδηδες, οι Μητσοτάκηδες, οι Πλεύρηδες και άλλοι πολλοί πατενταρισμένοι ρατσιστές, έσπευσαν να πάρουν λίγη από τη λάμψη του Γιάννη, την ίδια ώρα που συνεχίζουν να μαντρώνουν μετανάστες και πρόσφυγες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ή να τους επαναπροωθούν παράνομα στο Αιγαίο.
Όλη αυτή η ιδεολογική υποκρισία της ελληνικής δεξιάς φανερώνει ένα ιδιαίτερο «σύμπλεγμα κατωτερότητας» που εξουσιάζει τη συμπεριφορά της. Είναι η ταυτόχρονη επιθυμία να «παραμείνει το Έθνος καθαρό», ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό σε έναν τόπο όπου πληθυσμοί αναμείχθηκαν για χιλιετίες, αλλά και να βαφτίζεται «άξιο τέκνο της Ελλάδας» ένας «ξένος» που επιτυγχάνει. Ή που φέρνει στη χώρα μεγάλο ποσό χρήματος.
Δεν μπορείς να είσαι «Έλληνας» αν δεν έχεις «ελληνικό αίμα», αλλά άπαξ και επιτύχεις, τσουπ! Είσαι ο «Greek Freak», Έλληνας — που «γεννιέσαι, δεν γίνεσαι», εκτός από όταν γίνεσαι.
Δεν είναι κρυφή αυτή η διττή αντίληψη της «ελληνικότητας». Την έχει παραδεχθεί εμμέσως πλην σαφώς για παράδειγμα ο Άδωνις Γεωργιάδης, όταν σε συνέντευξη περηφανευόταν πως «η κυβέρνηση ΝΔ του Αντώνη Σαμαρά έδωσε την ιθαγένεια στον Αντετοκούμπο», για να πει λίγα λεπτά μετά πως «καλά έκανε η ΝΔ και καταψήφισε τον νόμο για την ιθαγένεια». Δεν είναι πως αγνοεί πόσο οξύμωρη είναι η ταυτόχρονη ισχύς αυτών των δύο δηλώσεων. Το γνωρίζει, αλλά δεν έχει πρόβλημα να παίξει «διπλό ταμπλό».
Αυτό, όταν στη μία πλευρά του ταμπλό είναι οι «καφετιές και μαύρες μάζες» των φτωχών προσφύγων και μεταναστών που «θα αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας», και στην άλλη πλευρά η παγκόσμια επιτυχία ή ο πακτωλός χρημάτων — διότι η επιτυχία και τα πλούτη δεν «αλλοιώνουν τον πολιτισμό μας». Τον ενισχύουν, αποδεικνύουν την «ανωτερότητά του», για την οποία τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού της χώρας είναι πεπεισμένο.
Μέχρι κι αυτός ο τραγικός Βασίλης Τσιάρτας συνεχάρη τον Αντετοκούμπο, κι ας είναι παιδί «λαθρομεταναστών», όπως αρέσκεται να τους αποκαλεί. Με «ξένα κόλλυβα», όλοι μπορούν να κάνουν μια κηδεία.
Όλη αυτή η υποκρισία, όμως, φανερώνει κι ακόμα κάτι. Το πόσο πραγματικά φαντασιακή είναι η έννοια του «Έθνους», ακόμα και γι’ αυτούς που ξημεροβραδιάζονται με την επίκλησή του στο στόμα τους. Στο «Έθνος» ανήκει οτιδήποτε το συμφέρει — όταν δεν το συμφέρει, ακόμα κι ο «ημεδαπός» μπορεί να μεταφράζεται ως «ξένος» στα μάτια του εθνικιστή.
Οι υπόλοιποι «ξένοι», αυτοί που το «Έθνος» τους σκοτώνει στα στενά του κέντρου της Αθήνας ή στον πάτο του Αιγαίου ή στα σύνορα του Έβρου, θα παραμείνουν για πάντα «ξένοι». Εκτός κι αν μπορούν να εγγυηθούν τη μελλοντική τους επιτυχία, οπότε ίσως το ξανασκεφτούμε.