Του Άρη Χατζηστεφάνου
Σημαντικά ερωτήματα για δυο από τις «βεβαιότητες» των διεθνών μέσων ενημέρωσης, με τις οποίες δικαιολογήθηκε ο βομβαρδισμός της Συρίας και η απομάκρυνση Ρώσων διπλωματών από χώρες της Δύσης, προέκυψαν την περασμένη εβδομάδα.
Συγκεκριμένα ο Οργανισμός για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων ανακοίνωσε ότι δεν βρήκε αποδείξεις για χρήση νευροπαραλυτικού αερίου κατά την επίθεση που σημειώθηκε τον Απρίλιο στην πόλη Ντούμα της Συρίας. Την ίδια ώρα περιπλέκεται η υπόθεση της δηλητηρίασης του Ρώσου διπλού πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ στη νότια Αγγλία, καθώς οι βρετανικές αρχές εντόπισαν και νέα θύματα της ίδιας νευροτοξίνης, τα οποία δεν θα μπορούσαν να έχουν καμία σχέση με την υπόθεση.
Παρά το γεγονός ότι οι δύο περιπτώσεις δεν σχετίζονται, είναι ενδεικτικές της ευκολίας με την οποία διεθνή και ελληνικά μέσα ενημέρωσης αναπαράγουν χωρίς κανέναν απολύτως έλεγχο τις θέσεις δυτικών κυβερνήσεων, με τις οποίες δικαιολογούνται στρατιωτικές επεμβάσεις και κλιμάκωση του διπλωματικού πολέμου εναντίον χωρών που δεν συνεργάζονται μαζί τους.
Υπενθυμίζεται ότι λίγες ημέρες μετά την φερόμενη επίθεση με χημικά στη Συρία ο βετεράνος δημοσιογράφος – ερευνητής Ρόμπερτ Φισκ επισκέφθηκε την Ντούμα της Συρίας και συγκεκριμένα το νοσοκομείο όπου υποτίθεται ότι νοσηλεύονταν ασθενείς με συμπτώματα από επίθεση με νευροπαραλυτικά αέρια. Γιατροί του νοσοκομείου τον διαβεβαίωσαν ότι τα συμπτώματα των ασθενών οφείλονταν σε υποξία, δηλαδή έλλειψη οξυγόνου, που προκλήθηκε από τους βομβαρδισμούς.
Παρόλα αυτά, τα διεθνή μέσα ενημέρωσης μετέδιδαν με βεβαιότητα ότι συριακές δυνάμεις πραγματοποίησαν επίθεση με το νευροπαραλυτικό αέριο Σαρίν, γεγονός που έδωσε το πρόσχημα στις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία να βομβαρδίσουν τη Συρία, χωρίς να αναμένουν την αποστολή εμπειρογνωμόνων του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων. Τελικά στην έκθεση του ΟΑΧΟ αναφέρεται ότι «δεν εντοπίστηκε καμία οργανοφωσφορική ένωση ή κατάλοιπά της, παρά μόνο κατάλοιπα εκρηκτικών και κατάλοιπα χλωρίου».
Την ίδια ώρα ο έγκριτος αναλυτής της εφημερίδας Guardian, Σάιμον Τζένκινς, καταγγέλει ότι ακόμη και σήμερα η βρετανική κυβέρνηση δεν έχει παρουσιάσει ούτε ένα στοιχείο που να συνδέει τη Ρωσία με την δηλητηρίαση του πρώην διπλού πράκτορα Σεργκέι Σκριπάλ και της κόρης του. Ο Τζένκινς αναφέρει ότι «το πλέον προφανές κίνητρο του ανθρώπου που πραγματοποίησε την επίθεση ήταν να συκοφαντήσει τον Βλαντιμίρ Πούτιν», ιδιαίτερα σε μια περίοδο όπου η Ρωσία βρισκόταν στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας καθώς προετοιμαζόταν να φιλοξενήσει το μουντιάλ.
Χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο εμπλοκής της Ρωσίας, ο γνωστός αναλυτής κατηγορεί κυβερνητικούς αξιωματούχους ότι κινήθηκαν χωρίς κανένα στοιχείο και συμπληρώνει ότι αρκετοί «μετατρέπουν τα fake news σε όπλα» για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων στόχων στη διεθνή διπλωματία.
Ο Τζένκινς αναρωτιέται επίσης πώς δικαιολογείται να δηλητηριάστηκε πρόσφατα ένα ζευγάρι στην ίδια περιοχή με την ίδια ουσία, για την οποία Βρετανοί αξιωματούχοι έλεγαν ότι χρησιμοποιείται μόνο από τη Ρωσία.
Την Κυριακή η Μητροπολιτική Αστυνομία ανακοίνωσε ότι η Ντον Στέρτζες, που είχε εκτεθεί στο νευροτοξικό παράγοντα στα τέλη του περασμένου μήνα, απεβίωσε.
Γεγονός παραμένει ότι τόσο το αιμοσταγές καθεστώς της Συρίας όσο και το αυταρχικό καθεστώς του Πούτιν στη Μόσχα θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν εμπλακεί σε σχετικές επιθέσεις. Μέχρι στιγμής, όμως, η μόνη βεβαιότητα είναι ότι οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ προχώρησαν σε σειρά στρατιωτικών και διπλωματικών κινήσεων στηριζόμενες μόνο σε φήμες – αρκετές από τις οποίες ξεκίνησαν από οργανώσεις που χρηματοδοτούνταν από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία.
Και φυσικά καμία από αυτές τις κινήσεις δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς να συνδράμουν συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι, αλλά ακόμη και ορδές απλών χρηστών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που επιτίθενται σε όποιον τολμήσει να ζητήσει διασταύρωση πληροφοριών πριν από τον επόμενο αμερικανικό βομβαρδισμό.