του Άρη Χατζηστεφάνου | Εφημερίδα των Συντακτών
Πριν από δέκα χρόνια αναφερόμασταν σε αυτή τη στήλη στους κινδύνους από την κατάχρηση του χαρακτηρισμού «φασίστας» και «φασιστικό», στηριζόμενοι στις επιφυλάξεις που εξέφραζε και ο Αμερικανός ιστορικός Ρόμπερτ Πάξτον –ο άνθρωπος που διατύπωσε ίσως τον διασημότερο ορισμό του φασισμού στον 20ό αιώνα. Στα χρόνια που μεσολάβησαν ο Πάξτον άλλαξε γνώμη και αναγνωρίζει πλέον φασιστικά στοιχεία στον Ντόναλντ Τραμπ. Το πραγματικό ερώτημα όμως είναι αν ο φασισμός βρίσκεται προ των πυλών ή εντός των τειχών.
Mπορεί ένας άνθρωπoς να πείσει έναν ολόκληρο λαό, που καυχιόταν ότι αποτελούσε την προμετωπίδα του αντιφασιστικού αγώνα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι ήταν σε μεγάλο βαθμό συνεργάτης των ναζί; Ο Ρόμπερτ Πάξτον φαίνεται ότι τα κατάφερε. Το 1972, όταν κυκλοφόρησε το magnum opus του «Η Γαλλία του Βισί: Παλαιά φρουρά και νέα τάξη, 1940-1944», έπεισε ιστορικούς αλλά και την κοινή γνώμη ότι η ηγεσία της Γαλλίας δεν υποτάχθηκε στον Χίτλερ, αλλά επιδίωξε τη σύμπραξη μαζί του έχοντας μάλιστα την αρχική στήριξη της πλειονότητας του πληθυσμού.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Πάξτον διατύπωσε έναν από τους πληρέστερους και πιο επιδραστικούς ορισμούς για τον φασισμό, ο οποίος έγινε ευαγγέλιο για ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «ο φασισμός μπορεί να οριστεί ως μια μορφή πολιτικής συμπεριφοράς που χαρακτηρίζεται από μονομανή ενασχόληση με την κοινωνική παρακμή, την ταπείνωση ή τον κατατρεγμό και από μια αντισταθμιστική προσήλωση στην ενότητα, στην ενεργητικότητα και τον εξαγνισμό. […] Ένα κόμμα μαζικής απήχησης που αποτελείται από αφοσιωμένους εθνικιστές ακτιβιστές, οι οποίοι βρίσκονται σε ταραχώδη αλλά αποτελεσματική συνεργασία με παραδοσιακές ελίτ, εγκαταλείπει τις δημοκρατικές ελευθερίες και, χωρίς ηθικούς ή νομικούς περιορισμούς, επιδιώκει να πραγματοποιήσει εσωτερικές εκκαθαρίσεις και να επεκταθεί εξωτερικά».
Είναι προφανές ότι ένας τέτοιος ορισμός θα απέτρεπε οποιονδήποτε σοβαρό σχολιαστή να χρησιμοποιήσει «επί ματαίω» τον χαρακτηρισμό φασίστας απλώς για να χαρακτηρίσει έναν ακροδεξιό πολιτικό αντίπαλο. Δυστυχώς βέβαια οι σοβαροί σχολιαστές σπανίζουν και η λέξη έφτασε να χρησιμοποιείται ακόμη και από… γνήσιους φασίστες εναντίον της Αριστεράς. Σε αυτή τη διαδικασία ο Πάξτον αρνούνταν για χρόνια να χαρακτηρίσει φασίστες ακόμη και πολιτικούς όπως ο Τραμπ, που έδειχναν να πληρούν όλες τις προϋποθέσεις. Όπως εξηγούσε όμως πρόσφατα στους New York Times, όταν είδε τους οπαδούς του τέως προέδρου να εισβάλουν στο Καπιτώλιο στις 6 Οκτωβρίου του 2021 άρχισε να πιστεύει ότι μπορεί να έχει μπροστά τους τις απαρχές ενός πραγματικά φασιστικού κινήματος.
Αίφνης ο ορισμός φάνηκε να ταιριάζει γάντι στον τέως πρόεδρο. Ένας άνθρωπος χωρίς ιδεολογία αλλά με συγκεκριμένη «πολιτική συμπεριφορά» προτάσσει μια εικόνα πλήρους παρακμής («το έθνος πεθαίνει») υποσχόμενος εξαγνισμό («Make America Great Again»), επιτίθεται στις «ελίτ», στις οποίες όμως ανήκει και ο ίδιος και από τις οποίες χρηματοδοτείται (Έλον Μασκ κ.ά.), και χρησιμοποιεί ένα κόμμα μαζικής απήχησης (Ρεπουμπλικανικό) για να εγκαταλείψει τις δημοκρατικές ελευθερίες («αυτή θα είναι η τελευταία φορά που θα ψηφίσετε»).
Τις τελευταίες εβδομάδες η λέξη φασίστας αντηχεί σε όλο το φιλελεύθερο οικοδόμημα των ΗΠΑ, ειδικά από τη στιγμή που η Κάμαλα Χάρις τη χρησιμοποίησε για πρώτη φορά για τον αντίπαλό της, ενώ ο πρώην επιτελάρχης του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, Τζον Κέλι, αποκάλυψε ότι ο τέως πρόεδρος δήλωνε θαυμαστής του Χίτλερ και ζητούσε να έχει στρατηγούς σαν αυτούς του Φίρερ. Το να μην αποκαλείς πλέον τον Τραμπ φασίστα στην Αμερική σημαίνει είτε ότι θα τον ψηφίσεις ή ότι είσαι πολιτικά μπανάλ.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχει μια μικρή ομάδα πανεπιστημιακών οι οποίοι, αν και θεωρούν τον Τραμπ απειλή για τις ΗΠΑ και την ανθρωπότητα, απορρίπτουν ακόμη και σήμερα τον χαρακτηρισμό του φασίστα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Γέιλ, Σάμιουελ Μόιν, ο οποίος υποστηρίζει εδώ και χρόνια ότι οι παραλληλισμοί με τον Χίτλερ «αποκανονικοποιούν» τον Τραμπ αποκρύπτοντας ότι αποτελεί συνέχεια μιας βαθιά αμερικανικής παράδοσης.
Στόχος μας, εξηγεί ο Μόιν, δεν πρέπει να είναι η επιστροφή σε μια «κανονικότητα» χωρίς τον Τραμπ, αλλά η αμφισβήτηση του status quo ante που δημιούργησε το φαινόμενο Τραμπ –η τρομακτική χρήση βίας, η μαζική φυλάκιση ανθρώπων, οι διευρυνόμενες ανισότητες στο εσωτερικό και η διαρκής πρόκληση πολέμων από μια αυτοκρατορία στο εξωτερικό.
Μεταξύ άλλων ο Μόιν προέβλεπε μάλλον προφητικά ότι αυτού του είδους οι καταστροφολογικές συγκρίσεις με την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης επέτρεψαν να επανενταχθούν στο πολιτικό σύστημα ορισμένοι από όσους ευθύνονται για την άνοδο του Τραμπ, όπως η ομάδα των νεοσυντηρητικών που πέρασε σύσσωμη στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών και τώρα στηρίζει ανοιχτά την Κάμαλα Χάρις.
Αντιστρέφοντας το επιχείρημα θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι αν θέλουμε να αποκαλούμε τον Τραμπ φασίστα θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι το σύστημα που τον εξέθρεψε είναι επίσης φασιστικό. Και ενώ εμείς δεν έχουμε απολύτως κανένα πρόβλημα να το κάνουμε, οι Δημοκρατικοί (αλλά και αρκετοί Ρεπουμπλικανοί) που χρησιμοποιούν συνεχώς την F-word θα πρέπει να το σκεφτούν διπλά.
Προς το παρόν πάντως οι Αμερικανοί ψηφοφόροι καλούνται αυτή την εβδομάδα να επιλέξουν ανάμεσα σε έναν τέως πρόεδρο που πληροί όλα τα χαρακτηριστικά του ορισμού του Πάξτον για τον φασισμό και μια αντιπρόεδρο που τον συγκρίνει με τον Χίτλερ τη στιγμή που η ίδια στηρίζει μια γενοκτονία στην άλλη άκρη του κόσμου.