Οι σημερινές ελίτ θυμίζουν όλο και περισσότερο τη Μαρία Αντουανέτα, γιατί η εισοδηματική ανισότητα φτάνει τα επίπεδα της προεπαναστατικής Γαλλίας. Το ερώτημα είναι πόσο απέχουν η επανάσταση και οι Ιακωβίνοι.
Ο Τσιτσιπάς θέλει Harrods στην Ελλάδα, ο αντιδήμαρχος της Αθήνας Ν. Μακρόπουλος νοσταλγεί δημοσίως την Aston Martin του και η Μαρέβα Μητσοτάκη απαριθμεί σε συνέντευξή της στους Financial Times τις καρφίτσες Cartier και Van Cleef, τις οποίες φοράει δυο δυο. Προφανώς το όνομα «Μαρία Αντουανέτα» και η φράση «γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι» ήρθε αυτομάτως στο μυαλό χιλιάδων ανθρώπων. Η προφανής σύγκριση όμως με τη σύζυγο του Λουδοβίκου ΙΣΤ (που όπως θα έλεγαν και οι Monty Python ξεκίνησε τη βασιλεία της με ύψος 1 μέτρο και 76 εκατοστά και την ολοκλήρωσε στο 1,42) είναι ελαφρώς προβληματική.
Κατ’ αρχάς η φράση που της αποδίδεται δεν αναφερόταν σε παντεσπάνι αλλά στο ψωμί μπριός (Qu’ils mangent de la brioche). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς η Μαρία Αντουανέτα είχε μεγαλύτερη αίσθηση της πραγματικότητας και ήταν πολύ προσεκτική σε δημόσιες τοποθετήσεις που θα μπορούσαν να εξοργίσουν τους υπηκόους της. Γράφοντας π.χ. στην οικογένειά της στην Αυστρία ανέφερε τα εξής: «Βλέποντας τους απλούς ανθρώπους να μας συμπεριφέρονται τόσο καλά, παρά τη δική τους δυστυχία, είμαστε υποχρεωμένοι να εργαστούμε σκληρότερα για τη δική τους ευτυχία».
Για την ιστορία, η αναφορά στο μπριός ενδέχεται να αποτελεί αποκύημα της φαντασίας του Ζαν-Ζακ Ρουσό, ο οποίος την αποδίδει σε κάποια πριγκίπισσα που δεν την κατονομάζει. Το κάνει μάλιστα το 1765, όταν η Μαρία Αντουανέτα ήταν μόλις εννέα ετών.
«Στον Λευκό Οίκο φορούσα μια ολόσωμη φόρμα, όπως και η Μελάνια Τραμπ. Το γεγονός ότι και οι δυο μας φορούσαμε φόρμες έκανε την ημέρα πιο όμορφη»
Μαρέβα Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη
Παρ’ όλα αυτά, χάρη στη συμβολική σημασία που απέκτησε, ήδη από τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης, η φράση «γιατί δεν τρώνε παντεσπάνι» ακούγεται όλο και συχνότερα σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και διεθνή μέσα ενημέρωσης, όπως το CNN και οι Financial Times, τη χρησιμοποίησαν για να περιγράψουν τα κατορθώματα της οικογένειας Τραμπ. Συνήθως, μάλιστα, τον τίτλο της «Αντουανέτας» λάμβανε η κόρη του απερχόμενου προέδρου, Ιβάνκα Τραμπ, η οποία όταν ρωτήθηκε τι πρέπει να γίνει με τα 30 εκατομμύρια ανέργων στις ΗΠΑ απάντησε ότι θα πρέπει «να βρουν μια άλλη δουλειά». Καθόλου συμπτωματικά, παρεμφερές σκεπτικό είχε χρησιμοποιήσει και ο βουλευτής της Ν.Δ., Κ. Κυρανάκης, εξηγώντας ότι οι άνεργοι στην Ελλάδα πρέπει να «ψάξουν για δουλειά στο ίντερνετ».
Πώς έφτασε λοιπόν η αλαζονεία των κυρίαρχων τάξεων να ξεπερνά ακόμη και τις βασιλικές οικογένειες του 17ου αιώνα; Ένας βασικός παράγοντας ίσως είναι ότι οι εισοδηματικές ανισότητες, που αποκόπτουν τις ελίτ από την καθημερινότητα της «πλέμπας», βρίσκονται σήμερα στα ανώτερα επίπεδα της ανθρώπινης ιστορίας.
Το επιστημονικό περιοδικό Science ανέφερε ότι στην αρχαιότητα ο περίφημος συντελεστής Gini, ο οποίος καταγράφει την ανισότητα στο εσωτερικό μιας κοινωνίας (με 0 για απόλυτη ισότητα και 1 για απόλυτη ανισότητα) έφτασε στο ανώτατο όριο του 0,59 στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Συμπτωματικά στο ίδιο ακριβώς επίπεδο υπολόγιζε την ανισότητα στην προεπαναστατική Γαλλία ο διάσημος οικονομολόγος Τομά Πικετί.
Σήμερα, σε περιοχές των ΗΠΑ, όπως η Ουάσινγκτον, ο συντελεστής Gini φτάνει το 0,54 και ακολουθεί η Νέα Υόρκη με 0,52. Ένας σκλάβος, δηλαδή, στα χρόνια του Ιούλιου Καίσαρα και ένας ακτήμονας στην εποχή του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ απείχαν εισοδηματικά από τα αφεντικά τους σχεδόν όσο και ένας χαμηλόμισθος εργαζόμενος στις ΗΠΑ. Προφανώς κανένας από αυτούς δεν θα μπορούσε να συλλάβει τις πιο ακραίες μορφές ανισότητας της εποχής μας, όπως παραδείγματος χάριν ότι ένας εργάτης της Amazon στην Ινδία πρέπει να δουλέψει 4 εκατομμύρια 649 χρόνια και 499 ημέρες για να βγάλει όσα κέρδισε ο Τζεφ Μπέζος σε μία ημέρα, στις 20 Ιουλίου του 2020.
Αν όμως η εισοδηματική ανισότητα και η αλαζονεία στις ΗΠΑ αγγίζουν την εποχή της Αντουανέτας, δεν θα έπρεπε να βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας κοινωνικής επανάστασης; Η απάντηση είναι πως όσοι βιάζονται να λαδώσουν τις γκιλοτίνες τους ίσως απογοητευτούν – τουλάχιστον στις ΗΠΑ.
Αναλύοντας τα δεδομένα των πρόσφατων αμερικανικών εκλογών ο πανεπιστημιακός Μάικ Ντέιβις διαπίστωσε ότι, παρά την καταστροφή που επέφερε ο Τραμπ, τα αποτελέσματα ήταν «σχεδόν φωτοτυπία» των εκλογών του 2016. «Αίφνης» αναφέρει ο ίδιος «η εικόνα του λαού που βρίσκεται αντιμέτωπος με την απληστία του 1%, όπως την παρουσίασε το κίνημα Occupy Wall Street κατέρρευσε» και στη θέση της εμφανίστηκε «η εικόνα μιας συγχυσμένης πλειοψηφίας που καλείται να αντιμετωπίσει το μαχητικό και ακλόνητο 40% [των οπαδών του Τραμπ]». Ο Μάικ Ντέιβις αποδίδει μεταξύ άλλων την επιβίωση του τραμπισμού στην έλλειψη ριζοσπαστικών εναλλακτικών προτάσεων, στον ρόλο των ΜΜΕ αλλά και στην ανάδυση μιας τάξης «λούμπεν καπιταλιστών», οι οποίοι στηρίζουν τον απερχόμενο πρόεδρο (οποιαδήποτε ομοιότητα με την Ελλάδα ΔΕΝ είναι συμπτωματική).
Μοναδική μας παρηγοριά, λοιπόν, είναι πλέον ότι εκατοντάδες αναλυτές σαν τον Μάικ Ντέιβις διαψεύστηκαν στην ιστορία από επαναστατικά κινήματα που σάρωσαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Μέχρι τότε, όμως, θα πρέπει να αναμένουμε περισσότερες αναφορές σε παντεσπάνια, σε ψωμάκια μπριός και σε τσουρέκια Τερκενλή.