Τα φαντάσματα του (αντι)κομμουνισμού

18 λεπτα

Με αφορμή την επέτειο 80 χρόνων από τα Δεκεμβριανά του 1944, κάνουν ξανά την εμφάνιση τους οι «αντικειμενικές» και «ψύχραιμες» αναλύσεις των γεγονότων της περιόδου. Οι πιο αμερόληπτες από αυτές αφαιρούν το ευρύτερο πλαίσιο της γερμανικής κατοχής από το κάδρο και ερμηνεύουν τα γεγονότα επικαλούμενες τη θεωρία των δυο άκρων, ανάγοντας τον Εμφύλιο ως το τραγικό απότελεσμα των ανταγωνισμών των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων. Στο παρακάτω απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του Κύρκου Δοξιάδη, με τίτλο «Τα φαντάσματα του (αντι)κομμουνισμού», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος, εξετάζεται και αποδομείται μια ανάλυση αυτού του είδους.

Το γνωστό και επιδραστικό βιβλίο του Στάθη Ν. Καλύβα και του Νίκου Μαραντζίδη Εµφύλια πάθη: 23 + 2 νέες ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εµφύλιο προϊδεάζει µε τον τίτλο και τον υπότιτλό του. Ο όρος «πάθη» του κύριου τίτλου δεν αναφέρεται µόνο στην έντονη συναισθηµατική φόρτιση που αναπόφευκτα ενυπάρχει εκατέρωθεν σε όλες τις ένοπλες συγκρούσεις, πόσο µάλλον στις εµφύλιες, αλλά και στις αντιµαχόµενες ερµηνείες του εµφυλίου. Ο υπότιτλος, «23 + 2 νέες ερωτήσεις και απαντήσεις», σηµατοδοτεί το πώς αυτοπροβάλλεται ως εναλλακτική η προσέγγιση του συγκεκριµένου βιβλίου.

Σε αντιδιαστολή µε τα ιδεολογικά «πάθη» των µέχρι τούδε ερµηνειών, το βιβλίο των Καλύβα και Μαραντζίδη φιλοδοξεί να προτείνει την προσέγγιση της επιστηµονικής νηφαλιότητας. Γι’ αυτό και η δοµή των «ερωτήσεων και απαντήσεων», η οποία προβάλλεται ως ένας επιστηµονικός διάλογος, που ψύχραιµα αντιπαραβάλλεται µε τους φανατισµένους παράλληλους µονολόγους των αντιµαχόµενων ερµηνειών.[1]

Στο κεφάλαιο-ερώτηµα 2 µε τίτλο «Ήταν οι συγκρούσεις της περιόδου 1943-1949 εµφύλιος πόλεµος;» (σ. 45-67), η απάντηση των συγγραφέων είναι καταφατική. Αντιπαραθέτουν την άποψή τους τόσο µε την παραδοσιακή δεξιά άποψη, που µιλάει για τρεις «γύρους» της σύγκρουσης –κατοχικές συγκρούσεις, ∆εκεµβριανά, «συµµοριτοπόλεµος»–, όσο και µε την άποψη της Αριστεράς, που αρνείται τον εµφύλιο χαρακτήρα των κατοχικών συγκρούσεων και των ∆εκεµβριανών, ανάγοντας την όποια συµµετοχή δεξιών Ελλήνων στις µεν και στα δε ως σκέτα προδοτική υποταγή στα κελεύσµατα των φασιστικών δυνάµεων κατοχής και του βρετανικού ιµπεριαλισµού αντίστοιχα.

Έχει κάποιο ενδιαφέρον το πώς αποστασιοποιούνται από τη «mainstream» δεξιά άποψη. Απορρίπτουν ασυζητητί τον όρο «συµµοριτοπόλεµος», και αναφέρονται θετικά στη νοµική κατοχύρωση της αντικατάστασής του από τον όρο «εµφύλιος πόλεµος» το 1989 (επί κυβέρνησης Τζαννετάκη – σ. 55-56). Πέρα από τον όρο «συµµοριτοπόλεµος» όµως (που είναι ούτως ή άλλως τόσο έντονα φορτισµένος ιδεολογικά και δύσκολα θα µπορούσε να χρησιµοποιείται σε επιχειρηµατολογία µε αξιώσεις επιστηµονικής εγκυρότητας), διαχωρίζουν τη θέση τους και από το κύριο δεξιό ερµηνευτικό σχήµα των «τριών γύρων». Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά (σ. 47): «Το κοινό στοιχείο [της ερµηνείας] αυτών των τριών περιόδων [των τριών «γύρων»] ήταν η πεποίθηση πως είχαν επιχειρηθεί µε ευθύνη και πρωτοβουλία του ΚΚΕ, λόγω της αχαλίνωτης δίψας του για την εξουσία (λες και η κατάκτηση της εξουσίας ήταν κάτι που το ΚΚΕ δεν έπρεπε να επιδιώκει)».

Το ζήτηµα είναι πώς διαχωρίζουν τη θέση τους. Γράφουν (εντός παρενθέσεως): «λες και η κατάκτηση της εξουσίας ήταν κάτι που το ΚΚΕ δεν έπρεπε να επιδιώκει». Πραγµατολογικά, δεν αµφισβητούν ούτε στο ελάχιστο τη θέση ότι η κύρια γενεσιουργός αιτία και των τριών «γύρων» του εµφυλίου ήταν η «αχαλίνωτη δίψα» του ΚΚΕ για την εξουσία. Απλώς, όπως φαίνεται τουλάχιστον σε αυτό το σηµείο, θεωρούν τούτη την επιδίωξη φυσική, αναµενόµενη, ίσως δικαιολογηµένη κιόλας υπό µία έννοια. Σαν να λένε, για το ΚΚΕ πρόκειται, προφανώς θα επιδίωκε την κατάκτηση της εξουσίας, τι λέµε τώρα.

∆εν αµφισβητούν όµως ούτε το ερµηνευτικό σχήµα των τριών «γύρων». Απλώς απαρνούνται τον όρο «συµµοριτοπόλεµος» και τον αντικαθιστούν µε τον όρο «εµφύλιος πόλεµος», που είναι αποδεκτός από την Αριστερά όσον αφορά την τρίτη περίοδο, του 1946-1949. Η θέση τους είναι πως πρόκειται για έναν ενιαίο εµφύλιο που χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Και αυτό είναι θέση ουσίας που όντως τους διαφοροποιεί τόσο από την παραδοσιακή ∆εξιά όσο και από την Αριστερά, ως προς τις δύο πρώτες περιόδους.

Η άποψη των Καλύβα και Μαραντζίδη περί εµφυλίου πολέµου έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη αφορά το δικό τους ερµηνευτικό σχήµα, και η δεύτερη το πώς παρουσιάζουν τα ερµηνευτικά σχήµατα από τα οποία διαφοροποιούνται: της ∆εξιάς και της Αριστεράς.

Ως προς το πρώτο, η θέση τους είναι ότι η ∆εξιά απετελείτο από ετερόκλητες κοινωνικές οµάδες που συσπειρώθηκαν στη βάση ενός αρνητικού προτάγµατος, λόγω της αντιπαλότητάς τους προς τον κοµµουνισµό.

«Μπορεί σπάνια να αυτοπροσδιορίζονται ως αντικοµµουνιστές, αλλά η ουσία είναι ότι αυτό το ετερόκλητο στρατόπεδο συσπειρώθηκε από τον φόβο που ενέπνευσε το ΚΚΕ.[2]

[…] Στην ελληνική περίπτωση, αρκετές από τις δωσιλογικές οµάδες που εξοπλίστηκαν από τους Γερµανούς είχαν αµιγώς πολιτικά/αντικοµµουνιστικά κίνητρα και διατηρούσαν σχέσεις, ειδικά προς το τέλος της Κατοχής, µε αντιεαµικές αντιστασιακές οργανώσεις. Σε πολλές µάλιστα περιπτώσεις, αυτές οι οµάδες οργανώθηκαν και στελεχώθηκαν από πρώην αντιστασιακούς που είχαν συγκρουστεί µε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και πέρασαν στο στρατόπεδο του δωσιλογισµού λίγο πριν από την Απελευθέρωση (το ζήτηµα αυτό εξετάζεται ειδικότερα στο κεφάλαιο 7)».[3]

Και πηγαίνουµε στο κεφάλαιο 7 «Τι ήταν ο δωσιλογισµός και ποιοι ήταν οι δωσίλογοι;» (σ. 167-189), όπου βλέπουµε πως όντως αναπτύσσεται τούτη η θέση διά µακρών. Το βασικό κίνητρο των δωσιλόγων ήταν ο αντικοµµουνισµός τους.

Ως προς το δεύτερο, τώρα, επανερχόµαστε στο πώς αντιλαµβάνονται οι ίδιοι οι συγγραφείς τον εαυτό τους σε σχέση µε το κυρίαρχο υπόδειγµα που έχει επικρατήσει από τη µεταπολίτευση κι έπειτα. Όπως είχε ήδη αποσαφηνίσει ο Στάθης Καλύβας στην αρχή του προγενέστερου κειµένου του, µε τη µεταπολίτευση ανατράπηκε ένα ερµηνευτικό καθεστώς που ταύτιζε την εµφύλια βία µόνο µε την Αριστερά – δηλαδή όχι απλώς ανατράπηκε, αντιστράφηκε πλήρως. Σε αυτό το κεφάλαιο («2. Ήταν οι συγκρούσεις της περιόδου 1943-1949 εµφύλιος πόλεµος;»), θα πουν χαρακτηριστικά:

«Εαµοβούλγαροι» έλεγαν οι µεν, «γερµανοτσολιάδες» απαντούσαν οι άλλοι. Η σηµασία της κατασκευής ενός φανταστικού αντεθνικού «άλλου» µε προφανή πολιτικά κίνητρα είναι κεντρική σε αυτό το σχήµα και αρκεί να αντικαταστήσει κανείς τη λέξη «ταγµατασφαλίτης» µε τη λέξη «κοµµουνιστής» για να αναδυθεί η απολύτως παράλληλη και συµµετρική διάσταση του επιχειρήµατος.[4]

Εδώ έχουµε µια εκδοχή της «θεωρίας των δύο άκρων», όπου τα δύο «άκρα» στην προκειµένη περίπτωση είναι τα δύο ερµηνευτικά σχήµατα του εµφυλίου, το «δεξιό» και το «αριστερό», όπως αυτά επικρατούσαν πριν και µετά τη µεταπολίτευση του 1974 αντίστοιχα. Τούτη η «ιστορική εκδοχή της θεωρίας των δύο άκρων» θα µπορούσαµε να πούµε πως αποτελεί µια από τις κεντρικές θέσεις του βιβλίου τους, αν όχι την πιο κεντρική.

Στο καταληκτικό κεφάλαιο-ερώτηµα της πρώτης έκδοσης (2015), που έχει τίτλο «23. Τι κληρονοµιά µας άφησε ο εµφύλιος πόλεµος;» (σ. 497-514), αρχίζουν παραθέτοντας µια ας πούµε ισορροπηµένη εκδοχή των στοιχείων που αφορούν τους νεκρούς και των δύο πλευρών, και κατόπιν περιγράφουν συνοπτικά την αντιµετώπιση της Αριστεράς από το καθεστώς µετεµφυλιακά. Το µέτρο σύγκρισης προκειµένου να δείξουν ότι η κατάσταση των αριστερών στην Ελλάδα δεν ήταν και τόσο τραγική είναι η δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία.

Κατά τα άλλα, η ρητορική τους στηρίζεται σε µια επιφανειακή εξισορρόπηση. Στη σ. 500, λένε για την Ε∆Α, την Επιθεώρηση Τέχνης και τον Μίκη Θεοδωράκη, και κατόπιν: «Όλα αυτά καθόλου δεν σηµαίνουν ότι όσοι χαρακτηρίστηκαν ως αριστεροί δεν ταλαιπωρήθηκαν ή δεν υπέφεραν. Κάθε άλλο! Όµως και εδώ η πραγµατικότητα είναι κάπως πιο σύνθετη απ’ ό,τι συχνά παρουσιάζεται». Το «Κάθε άλλο!», µε θαυµαστικό, είναι σαν να υπονοεί: «Προς Θεού, εµείς δεν είµαστε τίποτε άξεστοι δεξιοί κοµµουνιστοφάγοι!» Και το «Όµως και εδώ η πραγµατικότητα είναι κάπως πιο σύνθετη απ’ ό,τι συχνά παρουσιάζεται» είναι, θα µπορούσαµε να πούµε, η µόνιµη επωδός της επιχειρηµατολογίας τους παντού. Και κατόπιν, ξανά η σύγκριση µε τον Φράνκο, για να καταλήξουν, στην επόµενη σελίδα:

«Τέλος, η µεγάλη οικονοµική ανάπτυξη της µετεµφυλιακής περιόδου δηµιούργησε πολλές ευκαιρίες στον ιδιωτικό τοµέα, προσφέροντας µε τον τρόπο αυτό µια µοναδική διέξοδο στους αποκλεισµένους αριστερούς. Το παράδειγµα του πετυχηµένου και εύπορου αριστερού εργολάβου οικοδοµών δεν είναι καθόλου µεµονωµένο».

Εδώ τα εµπειρικά στοιχεία υπονοούνται χωρίς να παρατίθενται. Αναρωτιέται κανείς αν όντως έχουν να παραθέσουν άλλες περιπτώσεις πέρα από το «καθόλου µεµονωµένο παράδειγµα» που έχουν κατά νου.

«Συνολικά, λοιπόν, τα πράγµατα όδευαν προς σταδιακή οµαλοποίηση και οι πολιτικές εξελίξεις θα ήταν πολύ διαφορετικές και ως προς την πρόσληψη του Εµφυλίου αν δεν είχε µεσολαβήσει το πραξικόπηµα της 21ης Απριλίου 1967».[5]

Τα πράγµατα λοιπόν πριν από το πραξικόπηµα του ’67 «όδευαν προς σταδιακή οµαλοποίηση»! Αλλά δυστυχώς µας προέκυψε ένα ατύχηµα: Η 21η Απριλίου! Η ίδια ακριβώς ρητορική, µε κατάληξη πάλι στη χούντα ως ατύχηµα, επαναλαµβάνεται στις σ. 501-505 για τις ιδεολογικές-αφηγηµατικές προσλήψεις του εµφυλίου και της κατοχής. Το σχήµα λοιπόν της «ιστορικής θεωρίας των δύο άκρων» έχει ως εξής:

Από τη µία: Από το τέλος του εµφυλίου το 1949 µέχρι το πραξικόπηµα της 21ης Απριλίου το 1967, κυριαρχούσε το µονόπλευρο ερµηνευτικό σχήµα της ∆εξιάς, που µιλούσε για «συµµορίτες» και «εαµοβούλγαρους».

Από την άλλη: Από τη µεταπολίτευση του 1974 µέχρι σήµερα (το 2015), κυριαρχούσε και εξακολουθεί εν µέρει να κυριαρχεί το µονόπλευρο ερµηνευτικό σχήµα της Αριστεράς, που µιλάει για ταγµατασφαλίτες και «γερµανοτσολιάδες».

Το υποκείµενο που εκφέρει το δεύτερο ερµηνευτικό σχήµα, στις τελευταίες σελίδες του κεφαλαίου, που είναι και οι τελευταίες σελίδες της πρώτης έκδοσης του βιβλίου, αποκτά ονοµατεπώνυµο: Η «γενιά του Πολυτεχνείου» είναι κυρίως υπεύθυνη για τα «τοξικά υλικά» του «“εθνολαϊκού” αφηγήµατος», όπως «αποκαλύφθηκε πανηγυρικά» το 2010 µε την κρίση και τα µνηµόνια (σ. 510). Τούτα τα «τοξικά υλικά» παρέλαβε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που, από κοινού µε «µικρές οµάδες φανατικών από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσµατος» (σ. 512), χαρακτήριζε τους κυβερνώντες «Κουίσλιγκ» και ταύτιζε τη σύγχρονη Γερµανία «µε τη ναζιστική της εκδοχή» (σ. 511).

Εδώ, όπου βρίσκεται τρόπον τινά το καταληκτικό συµπέρασµα της πρώτης έκδοσης, βλέπουµε την «ιστορική θεωρία των δύο άκρων» να συναντά τη σύγχρονη εκδοχή της: δηλαδή το βασικό προπαγανδιστικό τέχνασµα εναντίον της αντιµνηµονιακής Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ της τριετίας 2012-2015. ∆εν θα πούµε όµως ότι το πόνηµα των Καλύβα και Μαραντζίδη είναι σκέτα ένα συµπλήρωµα ή µια προέκταση της θεωρίας των δύο άκρων στο πεδίο της ιστοριογραφίας και της κοινωνικής και πολιτικής ανάλυσης.

Πρώτον, όντως τεκµηριώνουν εµπειρικά τη µέχρι τότε ατεκµηρίωτη άποψη της µετεµφυλιακής ∆εξιάς που στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην τερατολογία περί κονσερβοκουτιών.

∆εύτερον, ασχολούνται µε την αλληλεπίδραση των βίαιων πρακτικών εκατέρωθεν, πράγµα που, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης, είναι όχι απλώς σηµαντικό αλλά και απαραίτητο – πέρα από τις συγκεκριµένες ενστάσεις που µπορεί να έχει κανείς ως προς την αιτιολόγηση τούτης της αλληλεπίδρασης.

Τρίτον, η επιµονή τους ότι ο εµφύλιος πόλεµος δεν άρχισε το 1946 αλλά επί κατοχής, το 1943, πέρα από το ζήτηµα της ορολογίας («εµφύλιος» ή κάτι άλλο), από πλευράς ουσίας έχει ένα σηµαντικό πλεονέκτηµα: Μεταθέτει το κέντρο βάρους της συζήτησης από το ποιοι ήταν οι αληθινοί προδότες και ποιοι οι γνήσιοι πατριώτες, όπου η Αριστερά καταγγέλλει τη ∆εξιά ως ανδρείκελα των Γερµανών ναζί και η ∆εξιά καταγγέλλει την Αριστερά ως πράκτορες της κοµµουνιστικής Ρωσίας, στο επίπεδο της εσωτερικής κοινωνικοπολιτικής διαµάχης. Και τούτο, από πλευράς επιστηµονικής είναι ορθό. ∆εν µπορεί να ανάγονται βαθύτατες εγχώριες συγκρούσεις µε τη δική τους σύνθετη ενδογενή δυναµική στο απλουστευτικό σχήµα «πατρίδα / εχθροί της πατρίδας».

Τέταρτον, που είναι απόρροια του τρίτου, και µάλλον το σηµαντικότερο. Προσδιορίζουν τα βασικά πολιτικά κίνητρα της δεξιάς παράταξης, που ήταν όντως άλλα από εκείνα της σκέτης «προδοσίας». Και, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης, τα προσδιορίζουν ορθά. Εντοπίζουν τον αντικοµµουνισµό ως το (αρνητικό) κεντρικό κίνητρο που ένωνε όλες τις όντως «ετερόκλητες», όπως τις αποκαλούν, κοινωνικοπολιτικές οµάδες στον λυσσαλέο αντιεαµικό τους αγώνα κατά τη διάρκεια της κατοχής και ιδίως προς το τέλος της.

Όµως, για να αναφερθούµε κι εµείς σε κάποια «άκρα», από το ένα ερµηνευτικό «άκρο» πάνε στο άλλο. Έχοντας ορθά απορρίψει το ερµηνευτικό σχήµα που, είτε στην αριστερή είτε στη δεξιά του εκδοχή, ανάγει τα πάντα στη διαµάχη µεταξύ «πατριωτών» και «προδοτών», ο τρόπος που προσεγγίζουν την εµφύλια διαµάχη από πλευράς επίρριψης ευθυνών είναι σαν να πρόκειται για έναν εµφύλιο πόλεµο που έλαβε χώρα σε κάποιο ιστορικό κενό: σαν να µην υπήρχε η γερµανική κατοχή. Παραβλέπουν, δηλαδή υποβαθµίζουν δραστικά, το πασιφανές γεγονός ότι οι δωσίλογοι και οι ταγµατασφαλίτες µπορεί µεν να είχαν τα δικά τους ενδογενή κίνητρα (αντικοµµουνισµός), αλλά ήταν συνεργάτες των Γερµανών, οπλίζονταν από τις ναζιστικές δυνάµεις κατοχής, µαζί τους ή έστω µε τη στήριξή τους διέπρατταν τις φρικαλεότητες εναντίον αντιστασιακών και αµάχων.


[1]. Για δύο παρεµφερείς µε τη δική µου κριτικές του βιβλίου, βλ. Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης, «Η σύγχρονη ιστοριολογία του ακραίου κέντρου», Αυγή, 25.10.2015, και Πολυµέρης Βόγλης, «Για το βιβλίο των Στ. Καλύβα-Ν. Μαραντζίδη / “Εµφύλια Πάθη”: Μια (όχι τόσο) νέα αφήγηση για τη δεκαετία του 1940», Αυγή, 15.2.2016.

[2]. Καλύβας και Μαραντζίδης, ό.π., σ. 54

[3]. Στο ίδιο, σ. 58 – επιχειρηµατολογώντας ως προς το γιατί οι κατοχικές συγκρούσεις ήταν εµφύλιες.

[4]. Στο ίδιο, σ. 60.

[5]. Στο ίδιο, σ. 501


Φαντάσματα του (αντι) κομμουνισμού
Πολιτική και ιδεολογία στη σύγχρονη Ελλάδα

Δοξιάδης Κύρκος*

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, παρουσιάζονται οι
διαφορετικές και ποικίλες όψεις της δεξιάς
ιδεολογίας. Από την ιδεολογία των ηγεσιών της Ν.Δ.
μέχρι τη σχέση της Δεξιάς με τις κοινωνικές επιστήμες,
τον ιστορικό αναθεωρητισμό και το ακραίο Κέντρο. Αν
υπάρχει ένα νήμα που συνδέει όλα αυτά τα
ποικιλόμορφα στοιχεία, τούτο είναι η κοινή ταξική
βάση που καθορίζει και την κοινή αρνητική στόχευση:
αντικομμουνισμός, αντιαριστερά.
Αρχικά επρόκειτο να είναι ένα βιβλίο, μόνο για την
ελληνική δεξιά και για την ιδεολογία της. Στην πορεία
όμως έγινε φανερό ότι δεν γινόταν να απουσιάσει μια αναλυτικότερη αναφορά και στον αρνητικό στόχο της Δεξιάς με τον οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια. Γι’ αυτό και το «αντι» του «αντικομμουνισμού» του κύριου τίτλου μπήκε σε παρένθεση.

Το δεύτερο μέρος, για την αριστερά και την ιδεολογία της, έχει περισσότερο απολογητικό χαρακτήρα – αναπόφευκτα μάλλον, καθ’ ότι η εμπειρική-ιστορική αφετηρία είναι τα μεγάλα αδιέξοδα της Αριστεράς του παρόντος, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Εκεί ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας είναι λιγότερο έμμεσος. Σχεδόν όλα τα ζητήματα της ελληνικής Αριστεράς που θίγονται σε αυτό το μέρος ο συγγραφέας τα είχε ζήσει από κοντά, ακόμα κι εκείνα που αφορούν το τεράστιο διάστημα κατά το οποίο δεν ήταν οργανωμένος, την περίοδο 1980-2012.


*Ο Κύρκος Δοξιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Το 1986 πήρε διδακτορικό δίπλωμα από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας του Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Από το 1989 δίδασκε Κοινωνική Θεωρία με ειδίκευση στην Επικοινωνία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, το οποίο του απένειμε τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή μετά την αφυπηρέτησή του το 2022.

Μοιράσου το