Ανοιχτή εκδήλωση – συζήτηση με θέμα «Στοχοποίηση φωτορεπόρτερ / δημοσιογράφων στο δρόμο και κρατική καταστολή» και με τη συμμετοχή φωτορεπόρτερ διοργανώνει η Συνέλευση εργαζομένων/ανέργων/φοιτητών στα ΜΜΕ (Κατάληψη ΕΣΗΕΑ) την Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου στις 19:00, στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο Νομικής.
Αναδημοσιεύουμε από το μπλογκ Κατάληψη ΕΣΗΕΑ:
Αν προσεγγίσουμε τους εργαζόμενους των ΜΜΕ στον δρόμο, δημοσιογράφους και φωτορεπόρτερ, ως ένα υποκείμενο, ως ένα σώμα, θα διαπιστώσουμε ότι το κορμί μας είναι γεμάτο σημάδια. Το κεφάλι μας είναι σκισμένο με ράμματα, όπως του Μάριου Λώλου απ’ τις γκλοπιές που δέχτηκε το 2012. Το πρόσωπό μας κοκκινισμένο απ’ τη γροθιά που δέχτηκε από ματατζή η Τατιάνα Μπόλαρη το 2011 καταμεσής της πλατείας Συντάγματος. Ακόμη χειρότερα έχει μείνει χωρίς ακοή, όπως ο Μανώλης Κυπραίος που την έχασε από βομβίδα κρότου λάμψης επίσης το 2011. Και σ’ όλα αυτά προστίθενται κάμποσοι ακόμη μώλωπες από πάνω ως και κάτω κατεστραμμένα από τα χημικά πνευμόνια, γιατί μέσα στη δεκαετία που ακολούθησε καταγράφηκαν αμέτρητα ακόμη περιστατικά αστυνομικής βίας σε βάρος των εργαζόμενων στα ΜΜΕ.
Ξύλο και χημικά σε όλη την επικράτεια
Το τελευταίο διάστημα έχουν συμβεί δεκάδες περιστατικά κατασταλτικής βίας από την Αθήνα έως τη Θεσσαλονίκη, με θύματά της ακόμη και ρεπόρτερ διεθνών μέσων ενημέρωσης.
Πιο πρόσφατα είναι όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη. Ειδικότερα στις 4 Ιανουαρίου, αλληλέγγυοι και αλληλέγγυες στον αναρχικό απεργό πείνας και δίψας Θάνο Χατζηαγγέλου προχώρησαν σε συμβολική ανακατάληψη του κτιρίου της κατάληψης Terra Incognita. Στο σημείο εμφανίστηκαν ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις που επιτέθηκαν κατά των συγκεντρωμένων έξω από αυτήν, ενώ μοίραζαν ενημερωτικό υλικό. Από την αστυνομική επίθεση δεν εξαιρέθηκαν εργαζόμενοι των ΜΜΕ που βρίσκονταν εκεί και ιδιαίτερα συνάδελφοι πίσω απ’ την κάμερα. Προσταγές να απομακρυνθούν και σπρωξιές απ’ τα ΜΑΤ στους δημοσιογράφους συνέθεσαν το σκηνικό που ακολούθησε. Χαρακτηριστική υπήρξε η στιγμή που επιχείρησαν να καταγράψουν τα χτυπήματα αστυνομικού σ’ έναν απ’ τους στριμωγμένους στον τοίχο διαδηλωτές. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη ο φακός, αντί να εστιάζει ευθεία, βρέθηκε να καταγράφει το οδόστρωμα.
Λίγο καιρό νωρίτερα, το πρωί της Τρίτης 22/11/2022, βρήκε την αυτοοργανωμένη κοινότητα των Προσφυγικών περικυκλωμένη από τις δυνάμεις καταστολής. Σκοπός της επιχείρησης ήταν η εκκένωσή τους, ένα χτύπημα ακόμη προς οτιδήποτε εμφανίζεται ως απειλητικό στην «τάξη», αλλά και μια επίδειξη αυταρχισμού με αποδέκτες δυνητικούς ψηφοφόρους. Στο σημείο βρέθηκαν από νωρίς φωτορεπόρτερ, κάμεραμαν και δημοσιογράφοι που κάλυπταν το ρεπορτάζ. Από την έναρξη της επιχείρησης, η αστυνομία ήταν ιδιαίτερα προκλητική, απειλώντας ότι όποιος σήκωνε κάμερα, κατόπιν εντολής εισαγγελέα, θα οδηγούταν στο τμήμα με προσαγωγή.
Το απόγευμα και ενώ υπήρξε ξανά ένταση στα Προσφυγικά με την αστυνομία να εισβάλλει εκ νέου πραγματοποιώντας προσαγωγές, ο φωτορεπόρτερ Νίκος Πηλός, ο οποίος βρισκόταν εντός του κτιρίου καλύπτοντας τα γεγονότα, παρά το γεγονός ότι δήλωσε την ιδιότητά του στις αστυνομικές δυνάμεις, προσήχθη και αυτός. Κρατήθηκε για 10 ώρες και εν τέλει βρέθηκε κατηγορούμενος για σωρεία σοβαρών αδικημάτων.
Μάλιστα, ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Γιάννης Οικονόμου, επιστράτευσε το χοντροκομμένο ψέμα ότι ο πολύπειρος φωτορεπόρτερ δεν επέδειξε την επαγγελματική του ταυτότητα, κάτι που ο Νίκος Πηλός διέψευσε, δηλώνοντας ότι επέδειξε τόσο την αστυνομική του ταυτότητα, όσο και τις δύο επαγγελματικές του ταυτότητες, της Ένωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδας και της Ένωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου Ελλάδας. Τελικά, η κυβέρνηση αναδιπλώθηκε και δεν σχηματίστηκε δικογραφία εναντίον του.
Λίγες ημέρες πιο πριν η αστυνομία παρεμπόδισε την ενημέρωση για την εξέλιξη της κινητοποίησης που πραγματοποιήθηκε στις 04/11/2022 για την υπεράσπιση των Εξαρχείων απέναντι στη συστηματική προσπάθεια «εξευγενισμού» τους. Γι’ άλλη μια φορά η αστυνομία με πολυάριθμες διμοιρίες δεν επέτρεψε να γίνει η πορεία, με την κινητοποίηση να συνεχίζεται στους δρόμους της περιοχής, όπου ακολούθησαν κυνηγητό και συγκρούσεις. Η αστυνομία προχώρησε σε δεκάδες προσαγωγές μεταφέροντας τον κόσμο κοντά στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Εκεί σχημάτισαν έναν κλοιό μέσα από τον οποίο οδηγούσαν τους προσαχθέντες εντός του βαν για τη μεταγωγή τους. Κατά τη στιγμή που έμπαιναν στο όχημα, ο αλληλέγγυος κόσμος φώναζε συνθήματα. Η συνθήκη φάνηκε να δημιουργεί πίεση στην αστυνομία που αντέδρασε με σπρωξίματα. Κατά την προσπάθεια δημοσιογράφων και φωτορεπόρτερ να καταγράψουν την ένταση, οι αστυνομικοί άδειασαν τις μπουκάλες με τα χημικά πάνω τους κι ενώ είχαν βγάλει τις προστατευτικές μάσκες πιστεύοντας πως πια δεν χρειαζόταν αυτοπροστασία μιας και πλέον είχε ολοκληρωθεί η διαδήλωση κι η παρουσία τους ήταν διακριτή. Η επόμενη εικόνα ήταν εκείνη με ανθρώπους διπλωμένους στα δύο, να προσπαθούν να ανοίξουν τα μάτια και να αναπνεύσουν.
Την εμπειρία της αστυνομικής βίας σε βάρος του, έζησε στις 3 Οκτωβρίου 2022 κι ο Αμερικανός δημοσιογράφος Ράιν Τόμας ενώ κατέγραφε με το κινητό του την επίθεση των ΜΑΤ σε διαδηλωτές στον Λόφο Στρέφη. Αστυνομικός των ΜΑΤ πήδηξε πάνω από τοιχίο ενός μέτρου, όρμηξε πάνω του, τον χτύπησε και του πέταξε το κινητό μακριά.
Στο μεταξύ, την ώρα που η αστυνομία με το ένα χέρι κατεβάζει τις κάμερες των δημοσιογράφων, με το άλλο δίνει το πρόσταγμα να καταγράφονται με δική της κάμερα τόσο οι διαδηλωτές, όσο και οι φωτογράφοι και δημοσιογράφοι. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά με θεσμική σφραγίδα την 6η Δεκέμβρη του 2019, ανήμερα της συμπλήρωσης 11 χρόνων από την κρατική δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, κατά την εξέλιξη επιχειρήσεων καταστολής στους δρόμους των Εξαρχείων. Από τότε μέχρι σήμερα η παρουσία του αστυνομικού που κρατά το κοντάρι με την κάμερα ανάμεσα στις διμοιρίες έχει εδραιωθεί.
Καταστολή, Εξουσία και Θεσμικό Πλαίσιο
Η οικονομική και κοινωνική αφαίμαξη που εντατικοποιήθηκε από κυβερνώντες και αφεντικά (δεξιά και αριστερά) τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια συνοδεύτηκε από την όξυνση του κρατικού αυταρχισμού. Τα κινήματα που γεννήθηκαν αντιμετωπίστηκαν με ωμή βία στον δρόμο, την οποία είδαμε να κορυφώνεται πάλι κατά την περίοδο της πανδημίας, με την υγειονομική συνθήκη να γίνεται για το κράτος η ευκαιρία να επιβάλλει μια μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης εφαρμόζοντας το δόγμα «νόμος και τάξη».
Ο έλεγχος στη μετάδοση της πληροφορίας αποδεικνύεται καθοριστικός. Η απόκρυψη κι η διαστρέβλωση των γεγονότων αποτελούν τις πλέον συνήθεις πρακτικές, ενώ όποιος δε συμμορφώνεται δυσκολεύεται να επιβιώσει στη μιντιακή αρένα.
Από το 2019 και έπειτα, το καθεστώς ελέγχου και εποπτείας επεκτάθηκε σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας με βασικά εργαλεία την καταστολή και τον περιορισμό της ενημέρωσης. Είναι χαρακτηριστικό πως από τις πρώτες ημέρες, προκειμένου να υλοποιήσει και να ενισχύσει το «νέο μοντέλο διακυβέρνησης», η κυβέρνηση της ΝΔ επιδόθηκε σε μια σειρά αλλαγών, με πρώτη κίνηση την απευθείας μεταφορά του ΑΠΕ-ΜΠΕ, της ΕΡΤ και της ΕΥΠ στο γραφείο του πρωθυπουργού. Στην ενίσχυση του καθεστώτος εποπτείας πρωτοστάτησε δε και το δόγμα Χρυσοχοΐδη (το νομοσχέδιο περιστολής των διαδηλώσεων που είχε ψηφιστεί τον Ιούλιο του 2019) το οποίο φιλοδοξούσε να εγγυηθεί την ανεξέλεγκτη δράση της ΕΛ.ΑΣ. σε βάρος των διαδηλωτών αλλά και τον αποκλεισμό της μαρτυρίας στο δρόμο, καθώς προβλεπόταν η «οριοθέτηση των δημοσιογράφων» σε συγκεκριμένο χώρο για την «ασφάλειά τους» και για την «ανεμπόδιστη διεξαγωγή των αστυνομικών επιχειρήσεων» κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων.
Οι απόπειρες ωστόσο της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Προ.Πο. έπεσαν στο κενό, καθώς μετά τις μαζικές αντιδράσεις η συγκεκριμένη τροπολογία αποσύρθηκε. Η αστυνομία, βέβαια, εξακολουθεί κατ’ ουσία να την εφαρμόζει, παρεμποδίζοντας το έργο των εργαζομένων των ΜΜΕ στο δρόμο – στους μάρτυρες δηλαδή της κρατικής καταστολής, των βίαιων προσαγωγών και συλλήψεων – φτιάχνοντας «τείχος» με τα σώματα και τις ασπίδες τους, ανάμεσα στους φωτορεπόρτερ και τους διαδηλωτές.
Ποια είναι η αποκαλούμενη «ποιότητα του δημοσίου διαλόγου» όταν οι εργαζόμενοι του Τύπου δέχονται συνεχώς επιθέσεις και τρομοκρατούνται από τα ένστολα όργανα του κράτους; Μέσα από το καίριο ερώτημα η Ένωση Φωτορεπόρτερ Ελλάδος (ΕΦΕ) μαζί με την Ένωση Ανταποκριτών Ξένου Τύπου είχαν καταγγείλει τον Φλεβάρη του 2021, την απρόκλητη επίθεση των ΜΑΤ σε φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφους που κάλυπταν τη συγκέντρωση αλληλεγγύης υπέρ του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα στην Ομόνοια (26 Φεβρουαρίου 2021). Στην ίδια καταγγελία, οι φωτορεπόρτερ τόνιζαν πως θα συνεχίσουν να βρίσκονται «στο δρόμο και στην καρδιά των γεγονότων» και να είναι «τα μάτια του κόσμου», όσες προσπάθειες και αν γίνονται για το αντίθετο.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι διαχρονικό, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα. Η στοχοποίηση των φωτορεπόρτερ έχει ενταθεί ήδη από τις ημέρες του Δεκέμβρη του 2008 όταν σταδιακά μετατόπισαν τη θέση τους κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων για να μην είναι ελεγχόμενοι, σταματώντας να καταγράφουν τα γεγονότα πίσω από τις γραμμές των ΜΑΤ και περνώντας στην πλευρά των διαδηλωτών.
Έκτοτε η κρατική βία κι η καταστολή εκδηλώνονται και κορυφώνονται παράλληλα με τις κοινωνικές αντιστάσεις και τις διαδηλώσεις που γέμισαν τους δρόμους των πόλεων τα τελευταία χρόνια.
Ο λόγος είναι διττός. Από τη μια οι εικόνες των φωτορεπόρτερ έχουν αποδείξει και εξακολουθούν να αποδεικνύουν αστυνομικές σκευωρίες σε βάρος διαδηλωτών και περαστικών, ξυλοδαρμούς, βασανισμούς, απόπειρες δολοφονίας. Και ταυτόχρονα έχουν συμβάλει και στη γενικότερη απονομιμοποίηση του ρόλου της αστυνομίας κατά την περιβόητη «τήρηση της τάξης», με τους βασανιστές των ΜΑΤ/Δράση κλπ συχνά να μη φέρουν καν διακριτικά.
Απέναντί μας και τα αφεντικά
Είναι γνωστό τοις πάσι πως συχνά εργαζόμενοι στα ΜΜΕ αποτελούν φερέφωνο της εξουσίας για την επιβολή των συμφερόντων κράτους και αφεντικών (αλησμόνητο πρόσφατο παράδειγμα η ύπαρξη της περίφημης «λίστας Πέτσα») Όσοι/ες όμως αρνούμαστε την «τυφλή υπακοή» στο κυρίαρχο μοντέλο ενημέρωσης βρισκόμαστε αντιμέτωποι με διαρκή εργασιακή υποτίμηση. Στο πλαίσιο υποβάθμισης του ρόλου της δημοσιογραφίας εντάσσεται και η δραματική συρρίκνωση του εισοδήματος των εργαζομένων στον κλάδο τα τελευταία χρόνια και οι μαζικές απολύσεις μετατρέποντας τους δημοσιογραφικούς οργανισμούς σε εργασιακές «γαλέρες».
Το πλαίσιο ελέγχου δημοσιογράφων/φωτορεπόρτερ συμπληρώνεται από τη στάση της εκάστοτε εργοδοσίας. Οι εργαζόμενοι ακόμη κι αν αποφύγουν τα χτυπήματα των γκλοπ, βρίσκονται αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο είτε μεγάλο μέρος του υλικού που κατέγραψαν στο δρόμο να μείνει για πάντα στο συρτάρι, είτε αυτό να αξιοποιηθεί επιλεκτικά, με σκοπό την ανάδειξη μόνο μέρους που θα εξυπηρετεί το κυρίαρχο πολιτικό αφήγημα.
Άφαντοι όπως πάντα η ΕΣΗΕΑ και τα περισσότερα σωματεία του κλάδου
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τη στάση που τηρούν οι μεγάλες συνδικαλιστικές ενώσεις του κλάδου που συνηθίζουν να αντιδρούν μόνο για τα μάτια του κόσμου, περιοριζόμενες στην έκδοση ανακοινώσεων μετά από κάθε κρατική ή/και εργοδοτική επίθεση. Αυτή η απαράδεκτη και απαξιωτική στάση των σωματείων αποδεικνύει για ακόμη μια φορά την ανάγκη συλλογικοποίησης από τα κάτω και της αυτοοργάνωσης των εργαζομένων στο χώρο των μέσων ενημέρωσης.
Ως Συνέλευση εργαζομένων / ανέργων / φοιτητών στα ΜΜΕ αντιλαμβανόμαστε πως τα παραπάνω οδηγούν στη διαπίστωση ότι μοναδικό μας στήριγμα είναι η μεταξύ μας αλληλεγγύη. Να είμαστε σταθερά στο πλευρό κάθε συναδέλφισσας/ου, διεκδικώντας στο δρόμο ορατότητα και ανεμπόδιστη καταγραφή της μαρτυρίας μακριά από τις βίαιες απόπειρες χειραγώγησης των εξουσιαστών, του κεφαλαίου και των ΜΜΕ.
Για το λόγο αυτό καλούμε σε εκδήλωση – ανοιχτή συζήτηση, με τη συμμετοχή συναδέλφων φωτορεπόρτερ, στο Αυτοδιαχειριζόμενο Κυλικείο Νομικής με τίτλο «Στοχοποίηση φωτορεπόρτερ / δημοσιογράφων στο δρόμο και κρατική καταστολή», την Παρασκευή 10/02 στις 19.00.